«ΚΑΛΗ ΜΟΥ, όταν λαμπάδιασε τ’ ωραίο κορμί σου ως τ’ άστρα, δε βρέθη Θεός, να σου σταθεί μητ’ άνθρωπος εσένα, μόν κοίταζ’ η μέρα βουβή κ’ η νύχτα αναγελάστρα, γιατί οι ανθρώπ’ ήταν θεριά κ’ έλειπε ο Θεός στα ξένα». («Σμύρνη» Άγγελου Σημηριώτη).
Ρεπορτάζ ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑ∆Η
Εννενήντα οκτώ χρόνια από τη 13η Σεπτεµβρίου 1922. Τον ξεριζωμό και τη λαίλαπα που ερήμωσε την Ιωνία!
Σε αυτό το λιμάνι για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες ξεφορτώνονταν από τα βάθη της Ανατολής σιτηρά, καπνά και νήματα για να μεταφερθούν και να μοσχοπουληθούν στην Ευρώπη. Καράβια γεμάτα με μετάξι από τη Βενετία, στόφες από την Λυών, γυαλικά και εργαλεία από την Ευρώπη, ζάχαρη και καρυκεύματα από την Αμερική. Κάθε λογής πλεούμενα να αγκυροβολούν στο λιμάνι της ζηλευτής μεγαλούπολης με τα οικήματα και την προκυμαία, τα εργοστάσια, τα καραβάνια και την αγορά, τα θέατρα και τις τέχνες. Σμυρνιοί των πολλών εθνών, γλωσσών και θρησκειών, Αρμένιοι, Εβραίοι, Φράγκοι, Λεβαντίνοι, Τούρκοι και Έλληνες, κυρίως Έλληνες. Σε λίγες μέρες αυτή η εικόνα μαύρισε, έγινε αποκαΐδια απ’ τη φωτιά της καταστροφής.
Οι Σμυρνιοί που διώχτηκαν, που έγιναν οι ξεριζωμένοι του κόσμου και όσοι έμειναν βρέθηκαν κατακρεουργημένοι – μακαρίτες κάτω από το χώμα, τυμπανισμένα πλεούμενα στα ανοιχτά του λιμανιού, είτε αιχμάλωτοι του κεμαλικού στρατού σε μια βασανιστική πορεία προς τα βάθη της Ανατολής. Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ.
Όλοι αυτοί που έλαμπαν από ευτυχία και περηφάνια έγιναν βορά ενός τυφλού και άσβεστου μίσους που θα σάρωνε ό,τι ελληνικό υπήρχε στα χώματα εκείνα.
Η Σμύρνη των Ελλήνων χαμένη μέσα στη φωτιά, μέσα στις λεηλασίες. Στίφη Οσμανών από τους πάνω μαχαλάδες να ισοπεδώνουν την πόλη, παντού άγριες κραυγές, ουρλιαχτά, αχός από πατήματα αλόγων, αίμα.
Η µεγάλη πυρκαγιά
Άνθρωποι να σκοτώνονται και 200.000 ψυχές στην προκυμαία να ζητούν έλεος συμπόνια και λύτρωση. Αριστοκράτες, έμποροι, μεσοαστοί, παρακατιανοί, μεροκαματιάρηδες, όλοι ένα. Με ξεσκισμένα ρούχα, όλοι το ίδιο αγνώριστοι, με ένα κοινό πεπρωμένο. Τον ξεριζωμό.
Ήταν Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 1922. Τότε που ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά στη Σμύρνη, ξεκινώντας από την αρμενική συνοικία. Ήδη από 27 Αυγούστου είχαν μπει στην πόλη οι πρώτοι ιππείς Τούρκοι και λίγες μέρες αργότερα ο Μουσταφά Κεμάλ με το επιτελείο του. Η αρχή του τέλους όμως είχε ήδη αρχίσει να γράφεται από τον Αύγουστο, όταν κατέρρευσε το μέτωπο και ο ελληνικός στρατός από το Αφιόν Καραχισάρ άρχισε να υποχωρεί προς τη θάλασσα μαζί με μια ατέλειωτη θάλασσα ρακένδυτων ανθρώπων που άρχισε να απλώνεται στην προκυμαία και όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος ελπίζοντας σε ένα πλοίο που θα τους πάει στα ελληνικά νησιά. Τα όσα μεσολάβησαν έως τις 13 Σεπτεμβρίου, οπότε ξέσπασε η πυρκαγιά είναι γνωστά. Στις 19 Αυγούστου, ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης, Αριστείδης Στεργιάδης, με εμπιστευτική εγκύκλιο διατάσσει τους δημόσιους υπαλλήλους «…να συσκευάσωσι τα αρχεία των. Πάντες δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουσι να συγκεντρωθώσι… και να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν εις πρώτην διαταγήν». Συγχρόνως, ο Βρετανός πρόξενος συντονίζει τις ενέργειες για την άμεση έξοδο των Βρετανών υπηκόων από τη Σμύρνη. Στις 27, 28 και 29 Αυγούστου οι Βρετανοί φεύγουν με πλοία για την Κύπρο. Στις 26 Αυγούστου, η ελληνική κυβέρνηση διατάσσει την εκκένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας.
Την ίδια μέρα, η Ανώτερη Γενική Στρατιωτική Διοίκηση, το Φρουραρχείο και οι τελευταίοι αξιωματικοί και στρατιώτες του ελληνικού στρατού επιβιβάσθηκαν στα ελληνικά ατμόπλοια «Βυζάντιον» και «Κύκνος» με προορισμό τον Πειραιά. Για τελευταία φορά ακούστηκε ο εθνικός ύμνος και στην προκυμαία το πλήθος ξέσπασε σε λυγμούς. Το επόμενο πρωί της 27ης Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα μπαίνουν στη Σμύρνη.
Έφιπποι
Οι πρώτοι που μπαίνουν στην πόλη ήταν ντυμένοι στα μαύρα. Φορούσαν μαύρα φέσια με κόκκινο μισοφέγγαρο και άστρο, ήταν έφιπποι και έφεραν μακριά γιαταγάνια. Με σηκωμένο το ένα χέρι, φώναζαν στους κατοίκους να μη φοβούνται. Αλλά οι κάτοικοι της Σμύρνης, γνωρίζοντας τη φήμη των Τούρκων, ήταν κατατρομοκρατημένοι. Όλο το πρωί τα τουρκικά στρατεύματα παρέλαυναν στην πόλη και γύρω στις 15:00 το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου, άρχισαν τις λεηλασίες, τους βιασμούς και τους φόνους. Εκείνες τις μαύρες μέρες μαρτύρησε στα χέρια του τουρκικού όχλου και ο μητροπολίτης Σμύρνης, Χρυσόστομος.
Ο εφιάλτης ξεκινά από την αρμενική συνοικία του Αγίου Στεφάνου. Τα όσα έγιναν δεν μπορούν να περιγραφούν. Όλη η Σμύρνη καλύφθηκε από τις στριγκλιές και τα ουρλιαχτά των γυναικών που βιάσθηκαν, οι Ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους της αρμενικής συνοικίας, ολόκληρες οικογένειες εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ. Η πόλη καίγεται.
Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός στέλνει αντιπροσωπεία στον Κεμάλ Ατατούρκ ώστε να συγκαταθέσει στην εκκένωση της Σμύρνης. Κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων ο Κεμάλ Ατατούρκ επιτρέπει σε ελληνικά και άλλα πλοία να μπουν στο λιμάνι της Σμύρνης. Η εκκένωση αρχίζει στις 11 Σεπτεμβρίου και διαρκεί μια εβδομάδα. Στις 13 Σεπτεμβρίου 19 πλοία μπαίνουν στη Σμύρνη να σώσουν τον κόσμο. Συνολικά 300.000 πρόσφυγες περνούν στην Ελλάδα.
Φρικαλεότητες
Ο κόσμος περίμενε βασανιστικά στις ουρές για να περάσει στα πλοία, ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες διενεργούσαν εξονυχιστικούς ελέγχους, αφαιρώντας τα τιμαλφή από τον κόσμο και συλλαμβάνοντας όσους άντρες ήταν πάνω από 15 ετών για να τους στείλουν στα τάγματα εργασίας. Οι μανάδες έντυναν τα αγόρια τους με γυναικεία ρούχα για να τα περάσουν στα πλοία, ξετυλίγονταν φρικτές εικόνες ανθρώπινου πόνου και δυστυχίας. Ο κόσμος έπεφτε στη θάλασσα να κολυμπήσει μέχρι τα καράβια των ξένων και οι Τούρκοι πυροβολούσαν στη θάλασσα. Τα πλοιάρια βούλιαζαν από το βάρος ενώ από πίσω η πόλη καιγόταν. Τρεις μέρες αργότερα, εκείνο το φρικτό Σαββατοκύριακο 16-17 Σεπτεμβρίου χιλιάδες Αρμένιοι και Έλληνες, ηλικίας 17-45 ετών, οδηγήθηκαν σε πορείες θανάτου προς την ενδοχώρα. Ο πρόξενος των ΗΠΑ, George Horton, όταν έφευγε βλέποντας την πυρκαγιά να ισοπεδώνει την αγαπημένη του πόλη, αναφώνησε, «Ντρέπομαι που ανήκω στο ανθρώπινο είδος». Οι εκπρόσωποι των “συμμάχων” κοιτάζουν απαθείς κι ολότελα αδιάφοροι το φρικτό θέαμα με μια πρωτοφανή ανοχή απέναντι σε μια ακόμη γενοκτονία. Οι σύμμαχοι Είναι τέτοια η ευθύνη των δυτικών δυνάμεων της εποχής, ώστε ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος έγραψε μετά το τέλος της ανθρωποσφαγής: «Με την ένοχη συμμετοχή δύο μεγάλων δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας κατά τα έτη 1914-1918, εσφάγη από τους Νεότουρκους ολόκληρον έθνος, το Αρμενικόν και εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων απεσπάσθησαν βιαίως των εστιών τους και απέθανον εις την εξορία. Με την ένοχη συμμετοχή των συμμαχικών Χριστιανικών δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922, το εθνικό κίνημα των Τούρκων υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, συνεπλήρωσε το έργο των Νεοτούρκων». Ήταν τότε που η Γαλλία υποστήριξε με κάθε τρόπο τον κεμαλικό στρατό έχοντας υπογράψει την γαλλοτουρκική συμφωνία της Άγκυρας εξασφαλίζοντας την εκμετάλλευση κοιτασμάτων σιδήρου, χρωμίου και ασημιού και την ίδρυση μεικτών γαλλοτουρκικών εταιρειών για την κατασκευή και εκμετάλλευση λιμανιών και σιδηροδρομικών γραμμών. Σε ένα απόρρητο κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα του Γάλλου πρωθυπουργού Αριστείδη Μπριάν προς το στρατηγό Τζουρό, που αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα, διατάχτηκε η παράδοση στις τουρκικές Αρχές από στρατιωτικές στολές μέχρι αεροπλάνα και υλικό για τηλεγραφικό σταθμό. Ήταν τότε που μετά την ήττα στα Μουδανιά οι γαλλικές Αρχές αφόπλισαν τους Έλληνες στρατιώτες και τους παρέδωσαν στους Τούρκους. Ήταν τότε που οι Αμερικανοί από την πλευρά τους ήταν αντίθετοι με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατί απέβλεπαν στη δημιουργία αμερικανικού προτεκτοράτου σε όλη την Τουρκία αποβλέποντας στα πετρέλαια της Μοσούλης και παρομοίαζαν τον Κεμάλ με τον Γεώργιο Ουάσινγκτον. Ήταν τότε που οι Ιταλοί μαζί με τους Γάλλους εφοδίαζαν τον κεμαλικό στρατό με όπλα, ιματισμό, φορτηγά αυτοκίνητα, αεροπλάνα, καταδιωκτικά και αναγνωριστικά, ενώ ο ελληνικός στρατός είχε αφεθεί τελείως αβοήθητος. Ήταν τότε που η Αγγλία προφορικώς δίδει τις πιο ενθαρρυντικές υποσχέσεις, αλλά ποτέ δεν προσφέρει την αναμενόμενη υλική βοήθεια, ούτε στην κυβέρνηση Βενιζέλου ούτε στις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Ήταν τότε που η νεαρή Σοβιετική Ένωση, στην προσπάθειά της να σπάσει την απομόνωση που της είχε επιβληθεί από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και στο όνομα του αγώνα κατά του «δυτικού ιμπεριαλισμού», σφιχτοδένεται με το κεμαλικό κίνημα και αναδεικνύεται στον σημαντικότερο του συμπαραστάτη. Ήταν τότε που ο πολιτισμός του ελληνικού και του αρμένικου λαού με τις βαθιές τους ρίζες τους, ακρωτηριάσθηκε και τα πεπρωμένα τους υπέστησαν τον βιασμό της Μεγάλης Προδοσίας με την ανοχή των Μεγάλων. Ήταν τότε που «γέμισαν τα δωμάτια καπνό και στάχτη. Η πόλη καιγόταν απέναντι. Τον Αύγουστο με το μελτέμι, ταξιδεύουν οι εφιάλτες ταχύπτεροι» (Κ.Χ. Μύρης «Η στάχτη που ταξίδευε»).
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί