Τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης είναι αδιαμφισβήτητα οι νέοι. Άνεργοι ζουν στα όρια της φτώχειας, δεν πήραν ούτε ένα ευρώ στην τσέπη τους από τα επιδόματα, παρά το γεγονός ότι το 2016 βρίσκονταν 1.131.000 πολίτες και από αυτούς μόλις ένας στους δέκα (127.000) έπαιρνε τακτικό επίδομα ανεργίας, ενώ χάρη στον «κόφτη» της γραφειοκρατίας οι αυτοαπασχολούμενοι άνεργοι που πήραν επίδομα ήταν μόλις 4.135 άτομα…
Τα στοιχεία αυτά έρχονται στο φως από την έρευνα της διαΝΕΟσις για την ακραία φτώχεια το 2016 που δημοσιεύτηκε στο «Πρώτο Θέμα». Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο ίσως είναι ότι η ακραία φτώχεια χτυπάει σε ποσοστό 68,5% τα νοικοκυριά με άνεργο αρχηγό και αντίστοιχα το 45,5% των νοικοκυριών των φοιτητών και σπουδαστών.
Την έρευνα για την ακραία φτώχεια εκπόνησε για λογαριασμό του οργανισμού, ΔιαΝΕΟσις, ο αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών Μάνος Ματσαγγάνης σε συνεργασία με τις ερευνήτριες Χρύσα Λεβέντη, Ελένη Καναβιτσά και Μαρία Φλεβοτόμου.
«Θελήσαμε να εστιάσουμε σε μια έρευνα που να αφορά την ακραία φτώχεια επειδή το μέγεθος της σχετικής φτώχειας μάς δίνει στην πραγματικότητα περιορισμένες πληροφορίες για τους πολίτες που έχουν πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης και δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά με την κρίση. Ορίζουμε ως ακραία φτώχεια την αδυναμία συμπολιτών μας να αποκτήσουν ένα καλάθι αναγκαίων αγαθών, το κόστος του οποίου αλλάζει ανάλογα με τον αριθμό μελών του νοικοκυριού, το κατά πόσον πληρώνουν ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο και, φυσικά, από το αν η οικογένεια ζει σε αστική, ημιαστική ή αγροτική περιοχή», τονίζει ο κ. Θοδωρής Γεωργακόπουλος, διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις.
Θύματα οι νέοι
«Αυτό που κατ’ αρχάς βρίσκουμε εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η ακραία φτώχεια συσσωρεύεται συντριπτικά στις νεότερες παραγωγικές ηλικίες, οι οποίες αντιμετωπίζουν και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Σε ό,τι αφορά τις μεγαλύτερες ηλικίες, για παράδειγμα, τους άνω των 65 προκύπτει από τα στοιχεία ότι ακόμα και οι χαμηλές συντάξεις φαίνεται ότι μπορούν να γίνουν δίχτυ προστασίας από την ακραία φτώχεια. Αυτή η διαπίστωση, όμως, θα πρέπει να επηρεάσει και τον σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής, ώστε τα περιορισμένα διαθέσιμα κονδύλια να στοχεύσουν αυτούς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη και όχι τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία έχουν τη μεγαλύτερη πολιτική επιρροή», αναφέρει από την πλευρά του ο διευθυντής Ερευνών Κυριάκος Πιερρακάκης.
Μία από τις προτάσεις πολιτικής που προϋπήρχαν στον δημόσιο διάλογο και είχε διατυπωθεί και πέρυσι από τη διαΝΕΟσις υλοποιήθηκε: η καθολική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος με τη μορφή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΣ). Αν είχε λειτουργήσει από το 2016, οι συντάκτες της έρευνας υπολόγισαν ότι θα έσωζε από τη φτώχεια μόνο περίπου 64.000 πολίτες, αλλά θα μείωνε το χάσμα φτώχειας αυτών που παρέμεναν φτωχοί κατά 20,6%.
Φέτος η διαΝΕΟσις προτείνει:
■ Επέκταση της διάρκειας παροχής του τακτικού επιδόματος ανεργίας ώστε να καλύπτει το 44% των ανέργων.
■ Αύξηση επιδόματος τέκνων από 40 σε 60 ευρώ ανά παιδί.
■ Θεσμοθέτηση επιδόματος ενοικίου ύψους 70 ευρώ τον μήνα, συν 30 ευρώ για κάθε τέκνο, για τους δικαιούχους του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης που ζουν στο νοίκι.
Τα μέτρα αυτά θα βοηθούσαν 160.000 ανθρώπους να γλιτώσουν από την ακραία φτώχεια και το ποσοστό της να μειωθεί κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Επιπλέον, θα βοηθούσαν στη μείωση του χάσματος φτώχειας (το πόσο απέχουν από το όριο της ακραίας φτώχειας, δηλαδή) όσων παραμένουν στην ακραία φτώχεια κατά 14%. Το κόστος αυτών των προγραμμάτων υπολογίζεται στα 830 εκατ. ευρώ, λίγο μεγαλύτερο από το ετήσιο κόστος του ΚΕΣ, και, όπως μας επισήμανε και ο κ. Ματσαγγάνης, ένα ποσό 38 φορές μικρότερο από αυτό που δαπανά το κράτος μας για συντάξεις.