Μπορεί ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος να αποτελεί µακρινό παρελθόν αλλά η Ελλάδα συνεχίζει να διεκδικεί χρήµατα για τα θύµατα της χιτλερικής Γερµανίας, επανορθώσεις προς το κράτος για καταστροφή και λεηλασία του δικτύου και των υποδοµών, το Κατοχικό δάνειο των 70 δισ. καθώς και την επιστροφή περισσότερων από 8.500 αρχαιολογικά αντικείµενα και κειµήλια που εκλάπησαν ή λεηλατήθηκαν από τους κατακτητές.
Του Νίκου Βασιλειάδη
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος περιγράφεται συχνά ως ένας «ολοκληρωτικός πόλεμος», ένας πόλεμος δηλαδή που η διάκριση μεταξύ στρατιωτών και αμάχων δεν έχει πλέον καμία απολύτως σημασία.
Εκατομμύρια άνθρωποι, περίπου (60.000.000) εκ των οποίων τα δύο τρίτα σχεδόν ήταν άμαχοι, έχασαν τη ζωή τους σε μαζικές εκτελέσεις, μέσω συστηματικών κοινωνικών και εθνοτικών εκκαθαρίσεων, εκτοπίσεις και στρατόπεδα συγκέντρωσης ή από πείνα, καταναγκαστικά έργα και βομβαρδισμούς. Ωστόσο, οι αριθμοί από μόνοι τους δεν μπορούν να μας δώσουν την πραγματική εικόνα φρίκης, τις προσωπικές τραγωδίες ή τον ολέθριο αντίκτυπο που είχαν τα γεγονότα αυτά σε διάφορες ομάδες ανθρώπων, ούτε μπορούμε φυσικά να αναλογιστούμε στην πλήρη έκταση τους αγώνες που έκαναν οι άνθρωποι για να καταφέρουν να ξεπεράσουν τραυματικές εμπειρίες και απώλειες τέτοιας κλίμακας.
Τον Μάιο του 1945 έληξε επίσημα ένας πόλεμος που αναμετρήθηκαν δύο στρατόπεδα: Αυτό των δημοκρατικών εθνών μ’ αυτό των δυνάμεων του κακού και της τυραννίας. Το πρώτο στρατόπεδο περιλάμβανε τους «Συμμάχους», Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και – θέλοντας και μη, μετά το 1941 – Σοβιετική Ένωση. Το δεύτερο περιλάμβανε τις δυνάμεις του «Αξονα», Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία. Από την πλειονότητα των ιστορικών θεωρείται ως συνέχεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί στην ουσία τα αίτια και οι δυνάμεις που τον προκάλεσαν ήταν οι ίδιες.
Μερικές από τις βασικές αιτίες του πολέμου ήταν οι επαχθείς όροι που επιβλήθηκαν στην ηττημένη Γερμανίααπό τη συνθήκη των Βερσαλιών και η τάση των χωρών του φασιστικού Αξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Μετά το 1945, η Ευρώπη ερειπωμένη, αποδυναμωμένη και διχασμένη είναι γεμάτη ερείπια και οι λαοί της υποφέρουν από έλλειψη τροφίμων, καυσίμων και στέγης.
Οι άνθρωποι έψαχναν να βρουν τρόπους επιβίωσης, ενώ συνεχίζεται η σίτιση με δελτίο, όπως στα χρόνια του πολέμου, ώστε να καλύπτονται τουλάχιστον οι βασικές ανάγκες. Εκατομμύρια πρόσφυγες, εξόριστοι και εκτοπισμένοι αναζητούσαν καταφύγιο. Τότε μέσα σε ένα πλήθος εντάσεων και συγκρούσεων από διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογίες, με την Συνθήκη του Potsdam, το σχέδιο των Συμμάχων για την τριμερή στρατιωτική κατοχή και ανοικοδόμηση της Γερμανίας και των υπόλοιπων κατεχόμενων κατά τον πόλεμο περιοχών, ξεκίνησε και η ιστορία με τις αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκλήθηκαν καθώς και τη δίωξη των υπευθύνων για εγκλήματα πολέμου. Ο απολογισμός της γερμανικής Κατοχής για την Ελλάδα ήταν δραματικός. Εκατοντάδες χιλιάδες οι νεκροί από την πείνα, τις εκτελέσεις, τις ασθένειες, τις εκτοπίσεις, τα καταναγκαστικά έργα, τα βασανιστήρια, ενώ λόγω και της υπογεννητικότητας η χώρα μας ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, που υπέστη μείωση του πληθυσμού της!
Το κατοχικό δάνειο
Η εβραϊκή κοινότητα της Ελλάδας εξολοθρεύθηκε, 1.770 χωριά και περισσότερα από 400.000 σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες και καταστράφηκαν ολοσχερώς όλες οι παραγωγικές και κοινωνικές υποδομές της χώρας. Σε αυτό τον θλιβερό απολογισμό πρέπει να προσθέσουμε και το Κατοχικό δάνειο των 200 εκατ. χρυσών μάρκων, δηλαδή σε 400 εκατ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα και σήμερα αποτιμάται με τους τόκους του στα 70 δισ. ευρώ. Ένα χρέος που έπεσε στη λήθη της ιστορίας μιας και το δάνειο αυτό ουδέποτε αποπληρώθηκε.
Παρά τις μεγάλες θυσίες της χώρας μας στον πόλεμο, στη Διάσκεψη της Ειρήνης (29 Ιουλίου – 11 Οκτωβρίου 1946) οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις -πλην αυτών που αφορούσαν τα Δωδεκάνησα- προσέκρουσαν στην αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων. Από τη Διάσκεψη των Παρισίων, που διευθετούνται οι εκκρεμότητες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι απαιτήσεις της χώρας μας, οι οποίες ειδικότερα αφορούν: αποζημιώσεις για τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, επανορθώσεις προς το κράτος για καταστροφή και λεηλασία του δικτύου και των υποδομών, το κατοχικό δάνειο καθώς και την επιστροφή περισσότερων από 8.500 αρχαιολογικά αντικείμενα και κειμήλια που εκλάπησαν ή λεηλατήθηκαν από τους κατακτητές, μέχρι σήμερα δεν έχει αποδοθεί τίποτε στην Ελλάδα.
Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τριάντα χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξακολουθεί να αρνείται να αναλάβει την ευθύνη της για τα φοβερά εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας και συνεχίζει να αθετεί τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ιστορία και το Διεθνές Δίκαιο, επωφελούμενη βεβαίως και του γεγονότος ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, διαχρονικά, δεν έχουν διεκδικήσει με το απαιτούμενο σθένος, μεθοδικότητα και αποφασιστικότητα την ικανοποίηση των δίκαιων και απαράγραπτων οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συνέβαλε στην οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη της Δυτικής Γερμανίας, συμφωνώντας στην αναβολή ρύθμισης του ζητήματος των γερμανικών οφειλών το 1953, όταν το 1990 έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, η ενωμένη πια Γερμανία επιδίωξε με νομικίστικα τεχνάσματα να αποφύγει τις συνέπειες των ευθυνών της.
Οι Γερμανοί πολιτικοί ισχυρίζονται ότι η χώρα τους αποζημίωσε άπαξ διά παντός τα θύματα του ναζισμού στην Ελλάδα με τη Σύμβαση του 1960. Μια προσεκτική ματιά όμως στο κείμενο της σύμβασης αποδεικνύει ότι η γερμανική πλευρά ήταν εκείνη που υπαγόρευσε το κείμενο της σύμβασης, με λεκτικό παρόμοιο με αυτό των αντίστοιχων συμβάσεων που είχε συνάψει η Γερμανία με τη Νορβηγία και τη Δανία περιορίζοντας τους δικαιούχους αποζημιώσεων σε συγκεκριμένες κατηγορίες θυμάτων.
∆εν το αποδέχεται η Γερμανία
Οσον αφορά δε το κεφάλαιο για το Κατοχικό δάνειο, που η γερμανική πλευρά θα έπρεπε να έχει προ πολλού αποπληρώσει η Γερμανία, δεν αποδέχεται αλλά και ούτε και φαίνεται διατεθειμένη να οδηγηθεί σε μια διαπραγμάτευση για τις επιμέρους πτυχές των αξιώσεων. Η Ελλάδα από τη λήξη του Πολέμου δεν έπαυσε να «υπενθυμίζει» στη Γερμανία την εκκρεμότητα του Κατοχικού δανείου. Το 1964 μάλιστα συγκροτήθηκε και μια επιτροπή νομικών, η οποία με εντολή της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, και τον καθηγητή κ. Αγγελο Αγγελόπουλο σε ένα φορολογικό συνέδριο στο Αμβούργο αποφάνθηκε ότι τα κατοχικά δάνεια αποτελούν συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας, άσχετη με τις επανορθώσεις και αποζημιώσεις έχοντας στα χέρια της ακόμη και ένα γραπτό υπόμνημα του επί Κατοχής πληρεξούσιου του Ράιχ στην Ελλάδα Αλντερπουργκ, ο οποίος με γραπτό υπόμνημά του στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, τον Ιούλιο 1964, είχε αναφέρει ότι η οφειλή της Γερμανίας στην Ελλάδα από το δάνειο ανερχόταν σε 200 εκατ. χρυσά μάρκα.
Ο τότε διευθυντής του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Ράινχαρτ σε επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, απάντησε ότι το 1958 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε παραιτηθεί από τις αξιώσεις για το Κατοχικό δάνειο με αντάλλαγμα γερμανικό δάνειο 200 εκατ. μάρκων καταλήγοντας πως : «Υπό τας προϋποθέσεις αυτάς δεν πιστεύω ότι η ελληνική κυβέρνησις, επικαλούμενη τη συμφωνία της Ρώμης θα ηδύνατο να επιτύχει τις αξιώσεις της. Θα ήτο, επομένως, προτιμότερον να μη επανέλθει επί της υποθέσεως».
Το ∆ίστοµο δικαιώθηκε (για τη σφαγή) αλλά ακόµα περιµένει
Την ίδια τακτική και ως προς το κατοχικό δάνειο και ως προς τις αποζημιώσεις, συνεχίζει ως σήμερα η Γερμανία αγνοώντας επιδεικτικά πως η γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα οδήγησε τον ελληνικό λαό στην απόλυτη εξαθλίωση, αφού εξάρθρωσε την οικονομία της χώρας, παρά τις αγωγές χιλιάδων Ελλήνων πολιτών κατά του γερμανικού Δημοσίου, στα ελληνικά και τα γερμανικά δικαστήρια όπως για παράδειγμα η αγωγή που άσκησαν τα θύματα και οι συγγενείς των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου κατά της Γερμανίας, επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη αμετάκλητη υπ’ αριθμ. 137/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, με την οποία αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του γερμανικού Δημοσίου να καταβάλει ως ψυχική οδύνη διάφορα ποσά στους ενάγοντες. Και η απόφαση αυτή παραμένει ακόμη ανεκτέλεστη. Το ζήτημα των αποζημιώσεων και επανορθώσεων σίγουρα δεν έχει λήξει. Μια πρόσφατη (Ιούλιος 2019) γνωμάτευση της της Επιστημονικής Υπηρεσίας της γερμανικής Βουλής (Bundestag) αμφισβητεί την επίσημη στάση της Γερμανίας, και τις πάγιες θέσεις που ακολουθεί από τη δεκαετία του ’50 κάθε γερμανική κυβέρνηση και ανοίγει τον δρόμο για εξελίξεις ώστε να βρει κατάληξη η απαράγραπτη και απολύτως νόμιμη διεκδίκηση του ελληνικού λαού, όπως άλλωστε και προεκλογικά ο νυν πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει πως «η διεκδίκηση του κατοχικού δανείου για τη χώρα είναι νομικά ανοιχτή και πολιτικά εφικτή και πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητά μας».
*Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΠΑΜ” που κυκλοφορεί