Στα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου, η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ προκάλεσε τεράστια αίσθηση και παγκόσμιο ενδιαφέρον. Στο έγκλημα αυτό ενεπλάκησαν και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, όμως ακόμα και σήμερα δεν έχει γίνει ξεκάθαρο ποιος κρυβόταν πίσω από αυτό το φοβερό έγκλημα. Παρά τα βιβλία και τα άρθρα που έχουν γραφτεί, η υπόθεση Πολκ παραμένει ανεξιχνίαστη, αφήνοντας περιθώρια για ερμηνείες και διαφορετικές εκδοχές για το ποιος κρυβόταν πίσω από αυτήν.
Όλα ξεκίνησαν στις 15 Μαΐου του 1948, όταν στα νερά του Θερμαϊκού στη Θεσσαλονίκη, ένας βαρκάρης με το όνομα Λάμπρος Αντώναρος είδε να επιπλέει ένα πτώμα σε μικρή απόσταση από τον Λευκό Πύργο. Το πτώμα ήταν δεμένο χειροπόδαρα και είχε σημάδια από πυροβολισμό στο κρανίο, ενώ τα ψάρια του είχαν φάει τα μάτια. Όπως συμπέραναν οι ιατροδικαστές, ο άνδρας είχε χάσει τη ζωή του περίπου 8 ημέρες πριν.
Το πτώμα ανήκε στον 35χρονο Τζορτζ Πολκ του ραδιοφωνικού δικτύου CBS, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα για ρεπορτάζ. Ο Πολκ είχε έρθει στην Αθήνα ως ανταποκριτής για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και μάλιστα είχε ερωτευτεί παράφορα και παντρευτεί και μία όμορφη Ελληνίδα αεροσυνοδό των ΤΑΕ, τη Ρέα Κοκώνη. Όπως ανέφεραν οι εφημερίδες της εποχής, ο Πολκ είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα για να πάρει συνέντευξη από τον επικεφαλής του Δημοκρατικού Στρατού, το Μάρκο Βαφειάδη.
Ο φιλελεύθερων απόψεων Πολκ δεν μασούσε τα λόγια του ούτε ως προς τους αντάρτες ούτε -κυρίως- προς την κυβέρνηση Σοφούλη-Τσαλδάρη, απέναντι στην οποία ήταν άκρως επικριτικός και την κατηγορούσε για κακοδιαχείριση και διασπάθιση της οικονομικής βοήθειας που έφτανε από τις ΗΠΑ. Το 1948 που εκτυλίσσονται τα γεγονότα αυτά είναι μία κρίσιμη χρονιά για τον Εμφύλιο, καθώς στις 10 Φεβρουαρίου οι αντάρτες είχαν χτυπήσει με πυροβολικό την Θεσσαλονίκη ενώ επακολούθησαν από την πλευρά του Εθνικού Στρατού σκληρές μάχες και εκτελέσεις.
Λίγες ημέρες πριν βρεθεί το πτώμα του Πολκ, την Πρωτομαγιά του 1948, είχε δολοφονηθεί και ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς, που οδήγησε σε νέο κύκλο αίματος και εκτελέσεων. Το κλίμα λοιπόν ήταν ιδιαίτερα τεταμένο και η άφιξη του Πολκ στη Θεσσαλονίκη με στόχο μια συνέντευξη με τον Βαφειάδη ήταν κάτι που προφανώς τράβηξε την προσοχή πολλών.
Η ανεύρεση του πτώματος του Αμερικανού δημοσιογράφου κινητοποίησε τις αρχές, που ξεκίνησαν αμέσως τις έρευνες. Δημιούργησε όμως και μεγάλη αίσθηση σε όλο τον κόσμο παίρνοντας διεθνείς διαστάσεις. Από όσα έγιναν γνωστά, ο Πολκ είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη στις 7 Μαΐου του 1948 και συναντήθηκε με μερικά πρόσωπα από τα οποία ζήτησε τη βοήθειά τους ώστε να συναντήσει τον Μάρκο Βαφειάδη.
Το βράδυ της 8ης Μαΐου έφυγε από το ξενοδοχείο και από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Στις 10 Μαΐου οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου αναφέρουν την εξαφάνισή του στις αστυνομικές αρχές, οι οποίες δεν δείχνουν και μεγάλη προθυμία να ξεκινήσουν κάποιες έρευνες. Στις 11 Μαΐου με επιστολή χωρίς γραμματόσημο βρίσκεται η ταυτότητά του στο ταχυδρομείο του Λευκού Πύργου και παραδίδεται στην αρμόδια Υπηρεσία Αλλοδαπών. Και στις 12 Μαΐου φτάνει στη Θεσσαλονίκη και η σύζυγός του ώστε να συνδράμει και αυτή στην αναζήτηση του Πολκ.
Οι αρχές από την πρώτη στιγμή της ανεύρεσης του νεκρού Αμερικανού δημοσιογράφου προσπάθησαν να οδηγήσουν τις έρευνες προς τους κομμουνιστές και να ενοχοποιήσουν το ΚΚΕ. Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων εκείνης της εποχής δημιουργούν από την πρώτη κιόλας ημέρα το ανάλογο «κλίμα», όμως οι αμφιβολίες -ιδίως από την πλευρά των Αμερικανών- ήταν έντονες, καθώς όλοι γνώριζαν ότι ο Πολκ ήταν ενοχλητικός για την κυβέρνηση.
Οι αρχές πάντως διέδιδαν ότι μόνο το ΚΚΕ θα είχε όφελος από τη δολοφονία του Πολκ, καθώς αυτή η πράξη θα δημιουργούσε πρόβλημα μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ και ίσως επέφερε και τη διακοπή της οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Οι Αμερικανοί πίεζαν να λυθεί το συντομότερο δυνατό το μυστήριο της δολοφονίας του Πολκ, διαφορετικά θα υπήρχαν συνέπειες ως προς την οικονομική βοήθεια.
Και η ελληνική κυβέρνηση, ευρισκόμενη με την πλάτη στον τοίχο, βρίσκει μετά από παρέλευση σχεδόν τριών μηνών το σενάριο που εξηγεί τη δολοφονία Πολκ. Ο ένοχος που εμφανίστηκε στο κοινό ήταν ο 38χρονος Γρηγόρης Στακτόπουλος, συντάκτης της εφημερίδας «Μακεδονία» και ανταποκριτής του πρακτορείου Ρόιτερς. Μαζί του συλλαμβάνεται και η 67χρονη μητέρα του, της οποίας ο γραφικός χαρακτήρας αναγνωρίστηκε στην επιστολή με την ταυτότητα του Πολκ, οι δύο αδελφές του καθώς και άτομα από το προσωπικό του ξενοδοχείου «Αστόρια» που διέμενε ο Πολκ.
Η θεωρία που ανακοινώνεται στον Τύπο υποστηρίζει ότι ο Πολκ συναντήθηκε με τον Στακτόπουλο και του είπε ότι δύο μέλη του ΚΚΕ θα τον οδηγούσαν στον Βαφειάδη με μία βάρκα. Στην βάρκα αυτή εμφανίστηκε ως κωπηλάτης το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδης.
Ο Πολκ δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια ενώ στην παρέα είχε προστεθεί ένα μέλος του ΚΚΕ, ο Βαγγέλης Βασβανάς και ένα ακόμα άγνωστο πρόσωπο. Σύμφωνα με το πόρισμα που εξέδωσε η Χωροφυλακή, ο Μουζενίδης πυροβόλησε από πίσω τον Πολκ και τον σκότωσε επί τόπου. Από τον νεκρό αφαίρεσαν την ταυτότητα, που μέσω του Στακτόπουλου και με τα γράμματα της μητέρας του, έφτασε με την επιστολή στο αστυνομικό τμήμα.
Ο Στακτόπουλος υποχρεώθηκε να ομολογήσει ύστερα από πολύ σκληρά βασανιστήρια, όπως μαθεύτηκε αργότερα, και με τον φόβο για τη ζωή της μητέρας και της αδελφής του. Όμως το κυβερνητικό «σενάριο» είχε αρκετά κενά, ιδίως ως προς τη συμμετοχή του Μουζενίδη, ο οποίος ήταν νεκρός ήδη από τον Μάρτιο του 1948. Ενώ και ο Βασβανάς, τις ημέρες της δολοφονίας του Πολκ, βρισκόταν στη Θράκη, καθ’ οδόν προς τη Βουλγαρία.
Όμως η γενική καχυποψία για την κεντρική κυβερνητική γραμμή δεν άλλαξε την τύχη της υπόθεσης. Η δίκη για τη δολοφονία του Πολκ ξεκίνησε στις 12 Απριλίου του 1949, έχοντας ως βασικό στοιχείο τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρας του Στακτόπουλου στην επιστολή με την ταυτότητα του Πολκ. Το δικαστήριο καταδίκασε ερήμην σε θάνατο τα δύο στελέχη του ΚΚΕ, τον Μουζενίδη και τον Βασβανά, σε ισόβια τον Στακτόπουλο, ενώ αθώωσε τη μητέρα του.
Μετά την καταδίκη του ο Στακτόπουλος έμεινε αυστηρά φρουρούμενος στα κρατητήρια της Ασφάλειας για πάνω από 4 χρόνια, για να μην έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει την «ομολογία» του. Αποφυλακίστηκε το 1960 με απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή. Πέθανε το 1998 διακηρύσσοντας μέχρι τελευταία στιγμή την αθωότητά του.
Μάλιστα, από την αποφυλάκισή του μέχρι και τον θάνατό του είχε κάνει συνολικά 4 αιτήσεις αναίρεσης για να αναψηλάφηση της δίκης, τις οποίες απέρριψε όλες ο Άρειος Πάγος. Από τους άλλους δύο συγκατηγορούμενούς του, ο Αδάμ Μουζενίδης όπως είπαμε ήταν ήδη νεκρός, ενώ ο Βασβανάς ποτέ δεν κλήθηκε να καταθέσει επίσημα, και πέθανε εξόριστος στη Ρουμανία.
Για την υπόθεση Πολκ έχουν γραφτεί δεκάδες άρθρα και βιβλία, με υποθέσεις και θεωρίες που προσπαθούν να ρίξουν φως σε αυτή την πολύ σκοτεινή υπόθεση μιας ακόμα πιο σκοτεινής περιόδου για τη χώρα μας. Όμως παρ’ όλες τις μαρτυρίες και τις διαφορετικές εκτιμήσεις, γεγονός είναι ότι η υπόθεση Πολκ παραμένει εν πολλοίς ανεξιχνίαστη ως προς τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, καθώς το γαϊτανάκι των υποψήφιων ενόχων στο οποίο εμπλέκονται μεταξύ άλλων και αμερικανικές και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες δημιουργεί ένα μυθιστορηματικού τύπου υπόστρωμα. Αυτό που μένει ως κοινή παραδοχή επτά και πλέον δεκαετίες αργότερα είναι ότι η ενοχή του Στακτόπουλου ήταν ένα κατασκεύασμα των κυβερνήσεων και των υπόγειων συνδιαλλαγών της εποχής και μία μάλλον ερασιτεχνικά στημένη σκευωρία.
Πηγή: protothema.gr