Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Μένουμε Ευρώπη:Είμαστε εδώ

Της Σοφίας Νικολάου* 

Τώρα είναι η ώρα που όλοι οι ανένταχτοι, οι πολιτικά και κομματικά άστεγοι, οι απογοητευμένοι από ό,τι δυσώδες καταστρέφει τα απομεινάρια της ευρωπαϊκής συλλογικής μας αισιοδοξίας, να πετύχουν την ώσμωση του λογικού και αυτονόητου. Τώρα είναι η ώρα της υποστολής οποιασδήποτε φθαρμένης κομματικής σημαίας και η ένταξη στο «κόμμα» μιας φιλοπρόοδης ευρωπαϊκής πλειοψηφίας, με καταστατικό χάρτη την ευρωπαϊκή και μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας.

Πάει καιρός… Πάει καιρός από την εξαγγελία των βουλευτικών εκλογών του Ιανουαρίου. Πάει καιρός από την ανάδειξη της πρώτη-φορά-αριστερά κυβέρνησης. Πάει καιρός από την εξαγγελία ενός ακατανόητου για πολλούς δημοψηφίσματος, στη θεαματική λήξη μιας παράλογης εξάμηνης διαπραγμάτευσης. Πάει καιρός ακόμα και από τον ίδιο τον μετασχηματισμό του «περήφανου» ΟΧΙ σε ταπεινωτικό ΝΑΙ, σε μια οδυνηρή συμφωνία. Ο χρόνος στις πολιτικές εξελίξεις δεν είναι γραμμικός και οπωσδήποτε είναι πέρα για πέρα σχετικός.

Τι μας απέμεινε, όμως, από όλους αυτούς τους εξαντλητικούς από άποψη πληροφοριών μήνες; Οπωσδήποτε όχι τα δακρύβρεχτα διαγγέλματα και τα πλουμιστά πουκάμισα. Ή τουλάχιστον, δεν πρέπει… Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε ως αποθεματικό αισιοδοξίας είναι ένας λαός κινηματικός. Ένας λαός που γέμισε τις πλατείες και βροντοφώναξε την άποψή του. Είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Εάν οι λόγοι που ένα κομμάτι του λαού τάχθηκε υπέρ του ΟΧΙ είναι ευεξήγητοι, οφείλουμε να ενσκήψουμε στους λόγους που ένα άλλο κομμάτι του ίδιου λαού προσπάθησε να ορθώσει μια ορθολογική ρητορική υπέρ του ΝΑΙ και της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.

Το ΟΧΙ εδράζεται στο ηρωικό υποσυνείδητο ενός λαού και στην ανάγκη του να αντιδράσει στη λεγόμενη συνθηκολόγηση της υποδούλωσης. Είναι η δεδομένη και αναμενόμενη άρνηση του καθενός και της καθεμιάς σε μια χωρίς διλημματικό χαρακτήρα ερώτηση, με το ζητούμενο, ένα και μοναδικό, να είναι ιδιαιτέρως επαχθές. Είναι η συστράτευση πίσω από έναν δυνάμει λαοφιλή ηγέτη, που στον πόλεμο με τους εχθρούς – δανειστές ζητά από τον καταπονημένο στρατό του μια τελευταία νικηφόρα μάχη, στην οποία, όμως, εξαγγέλλει πως, χάσουμε – κερδίσουμε, πάλι με αυτούς θα είμαστε. Είναι η φανερή ελπίδα ενός λαού πως η δημοκρατία του είναι πιο ισχυρή από τις αγορές. Αλλά είναι και η κρυφή του ελπίδα πως ακόμα κι αν χρησιμοποιήσουμε το μεγάλο μας όπλο, το «υγρό μας πυρ», στον πόλεμο αυτό, οι άλλοι, οι εχθροί, δεν θα τολμήσουν να μας «σκοτώσουν».

Αντιθέτως, το «κίνημα του ΝΑΙ» δεν είχε ηρωικές αφετηρίες: ήταν από τις λίγες φορές, αν όχι η μοναδική, που οι θιασώτες μιας αστικού φιλοευρωπαϊκού τύπου δημοκρατίας κατέβηκαν στους δρόμους και διατράνωσαν την ασίγαστη θέλησή τους να παραμείνουν προσηλωμένοι στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, στην αξία της φιλελεύθερης οικονομίας, χωρίς την αρνητική χροιά που της έχει προσδώσει η σύνδεσή της με το δεξιό κομματικό κατεστημένο. Είναι η θέληση των πολιτών που ξέρουν πως η «Ψωροκώσταινα» δεν έχει πολλές επιλογές. Μονάχα η πρόσδεση στο ευρωπαϊκό άρμα και οι μεταρρυθμίσεις, που θα φέρουν μια κανονικότητα στην κοινωνία και την οικονομία και όχι απλώς θα βελτιώνουν τα δημοσιονομικά, μπορούν να τη διατηρήσουν σε μια ακύμαντη και σταθερή τροχιά μετά τις παλινωδίες. Γιατί, όμως, έχασε; Αν έχασε!

Οι βασικοί λόγοι συνδέονται με τις παραπάνω αναφορές στη δικαιολόγηση του ΟΧΙ: Θα ήταν κουτό να αναμένουμε από έναν λαό που έχει υπομείνει τα πάνδεινα τα τελευταία πέντε μνημονιακά χρόνια, να ψηφίσει ναι στη συνέχιση και γιγάντωση των επώδυνων μέτρων, ειδικά όταν του λένε ότι δεν θα πάθει τίποτα αν ψηφίσει όχι! Όμως, υπάρχει και μια δεύτερη πτυχή, στην οποία δεν έχει δοθεί το βάρος που της αναλογεί.

Ας αναλογιστούμε ποιοι από το κομματικό σύστημα υποστήριξαν την άποψη υπέρ του «ΝΑΙ – Μένουμε Ευρώπη». Ο (πρώην πια) πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος, όχι μόνο έχει συνδεθεί με τα πιο σκληρά μνημονιακά χρόνια, αλλά επεφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο του καιροσκοπικού υποστηρικτή των μνημονιακών πολιτικών – αντιμνημονιακός μέχρι να πάρει την πρωθυπουργία, έτοιμος να τα σκίσει για να μην τη χάσει! Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος, που, εκτός από παιδονόμος της κοινοβουλευτικής ομάδας του, προσέθεσε στη φαρέτρα της μνημονιακής ρητορικής την επιστημονική της τεκμηρίωση, αδυνατώντας να απεμπολήσει τη σύνδεση με παλαιοκομματικά στελέχη της λογικής «μαζί τα φάγαμε», αλλά και φέροντας βαρέως την τριακονταετή ηγεμονία του κόμματός του που δικαίως συνδέθηκε με τα αίτια της κρίσης. Και τρίτον, το Ποτάμι και ο Σταύρος Θεοδωράκης, με βαριά κι εγκαθιδρυμένη τη λαϊκή συνείδηση ότι εκπροσωπεί –ψέματα ή αλήθεια, δεν εξετάζεται εδώ– αλλότρια από εκείνα του λαού, συμφέροντα.

Πέρα, λοιπόν, από τα πλεονεκτήματα του ΟΧΙ, ο λαός που ψήφισε ΝΑΙ θα έπρεπε να υπερκεράσει στη συνείδησή του το γεγονός ότι θα μπορούσε, ψηφίζοντας θετικά, η ψήφος του αυτή να ερμηνευθεί ως στήριξη σε ένα σάπιο και διεφθαρμένο παλαιοκομματικό σύστημα, που όχι μόνο δεν του προσέφερε τίποτε, αλλά του έχει πάρει και ό,τι πολύτιμο έχτισε εδώ και δεκαετίες, ή τουλάχιστον δεν το υπερασπίστηκε με το σθένος που έπρεπε.

Ψυχή και καταλύτης του ΝΑΙ ήταν η κίνηση ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ. Η πρωτοβουλία ήταν εμφατικά «έξω από το κουτί». Μόνο από την (υπόρρητη!) ρητορική των συγκεντρώσεών του απέδειξε ότι είναι ένα κίνημα ακηδεμόνευτο. Ότι δεν υπακούει σε κομματικούς ταγούς και προσταγές, ότι δεν πρέπει να προσμετράται στους κατά περίπτωση κομματικούς στρατούς. Δεν είναι τα ψηφαλάκια που βάζουμε στο σακούλι. Είναι δυνητικά ένα κόμμα από μόνο του. Ένα κόμμα «εν τοις πράγμασι», που το έφτιαξαν οι συνθήκες, για να πολεμήσει τις αρρώστιες. Χωρίς κομματικά όργανα και εσωκομματικές εκλογές. Χωρίς «γραμμές» και ψηφοδέλτια. Με μόνη δύναμή του και μόνο «κομματικό όργανο» την παλλαϊκή του συνέλευση, που γέμισε τις πλατείες και φώναξε δυνατά και υπερήφανα: ΔΕΝ ΠΑΜΕ ΠΟΥΘΕΝΑ – ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ.

Η κίνηση ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ επέδειξε μια αξιοθαύμαστη πολιτική δεξιοτεχνία. Με ταχύτατα πολιτικά αντανακλαστικά, μέσα σε μια ώρα από την αναγγελία του δημοψηφίσματος, είχε καλέσει τους πολίτες για τη δημιουργία επιτροπών του ΝΑΙ και ξεκίνησε καμπάνια «η αποχή δεν είναι επιλογή». Αποστέρησε έτσι τον Τσίπρα από τη δυνατότητα διαφυγής με πιρουέτες σύνταξης με το ΝΑΙ. Αποστέρησε και την ευρωπαϊστική μεν, άφωνη δε, αντιπολίτευση από τις οδούς διαφυγής με νομικίστικες αιτιάσεις ή μεθοδεύσεις του τύπου «αποχή» ή «όλοι ΟΧΙ για να θολώσει το αποτέλεσμα».Απέκρουσε τις ιδιοτελείς υπονομεύσεις των υποτίθεται ευρωπαϊστικών κομμάτων και των πολιτευτών και απέρριψε όλες τις ηττοπαθείς απαιτήσεις τους – ακόμη και για ματαίωση της (όπως εξελίχθηκε) μεγαλύτερης φιλοευρωπαϊκής συγκέντρωσης στην ιστορία της γηραιάς ηπείρου της 30ής Ιουνίου. Το απλό, καθαρό και πλειοψηφικό αίτημα πύκνωσε τις γραμμές του με μέλη των κομμάτων, αντίθετα προς τις κομματικές γραμμές. Εν ολίγοις, η κίνηση τράβηξε τις γραμμές –αυτές που ακόμη αρνείται να τραβήξει η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του ευρωπαϊσμού– και οι πολίτες ανταποκρίθηκαν! Είναι επίσης εντυπωσιακή η ωριμότητα που επεδείχθη – σε καμιά περίπτωση το ετερόκλητο σώμα που ακολούθησε τα καλέσματα, δεν αφέθηκε να περιπέσει σε διαδηλώσεις «κατσαρόλας», ακόμη και μετά την επιβολή των capitalcontrols.

Ωστόσο, η προσπάθεια καπέλωσης και «αξιοποίησης» των κινηματικών του χαρακτηριστικών και της ανόθευτης έκφρασης ενός νηφάλιου αιτήματος, απαγκιστρωμένου από ακατανόητα και άνευ αντικειμένου δημοψηφισματικά ερωτήματα, ήταν και η αιτία που δεν κατάφερε να περάσει ηχηρό, ενιαίο μήνυμά . Μετά τη μεγαλειώδη συγκέντρωση της 30/6, η διαχείριση της καμπάνιας του ΝΑΙ πέρασε στα τρία κόμματα, τα οποία εξέπεμπαν αμφίσημα και ηττοπαθή μηνύματα. Είναι χαρακτηριστική η εκκωφαντική απουσία των πρωτεργατών του κινήματος ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ από την Επιτροπή Στήριξης του ΝΑΙ, παρά το ότι οι εθελοντές ήταν η ψυχή της καμπάνιας. Αντί προοπτικής, τα κόμματα έδειξαν φοβική και όχι υπερήφανη υπέρ της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της χώρας στάση, προσέφεραν άλλοθι για τη συνέχιση του αγώνα κατά των νεοφιλελεύθερων ναζί, καταλήγοντας εν τέλει στο αίτημα δημιουργίας μιας οικουμενικής κυβέρνησης με πρωτοβουλία και υπό τον (υποτίθεται ηττημένο τη Δευτέρα) πρωθυπουργό κ. Τσίπρα! Εάν αυτή η στάση συνεχιστεί, θα είναι και η αιτία που η κίνηση θα μαραζώσει στερώντας από τους πολίτες του ΝΑΙ, αλλά και του ΟΧΙ, την ικανοποίηση της ανάγκης τους για πραγματική προοπτική, απαγκιστρωμένης από βραχυπρόθεσμους τακτικισμούς και παλαιοκομματικές αντιλήψεις. Δεν πρέπει να μαραζώσει. Τώρα είναι η ώρα που μέσα από τις στάχτες μιας φαινομενικής ήττας θα πρέπει να αναγεννηθεί. Να ενώσει τη φωνή της με όλους εκείνους –ακόμη και τους υποστηρικτές του ΟΧΙ– που δεν επιθυμούν την ευρωπαϊκή περιθωριοποίηση της χώρας τους. Αλλά, αντιθέτως, επιθυμούν τη μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας. Σε μία κατεύθυνση δημοκρατική. Με ένα λειτουργικό κράτος, με εποπτεύοντα ρόλο. Με ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά και της κρατικής πρόνοιας για τις ευπαθείς ομάδες. Με τη μεγιστοποίηση της δυνατότητας αξιοποίησης της τουριστικής αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας. Με την παραγωγική της ανασυγκρότηση, με στόχευση σε προϊόντα που έχουν καταστήσει τη χώρα μας διεθνώς αναγνωρισμένη. Με διευκόλυνση των επενδυτικών δραστηριοτήτων, αλλά και την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων. Με την ανάσχεση του κύματος μετανάστευσης, με πολιτικές που θα καθιστούν το πρόβλημα ευρωπαϊκό και όχι ελληνικό – με τρόπο όμως που η Ευρώπη όχι να επιχειρεί τη λύση του εξ ανάγκης, αλλά επειδή ταυτίζεται η στόχευση.

Τώρα είναι η ώρα που όλοι οι ανένταχτοι, οι πολιτικά και κομματικά άστεγοι, οι απογοητευμένοι από ό,τι δυσώδες καταστρέφει τα απομεινάρια της ευρωπαϊκής συλλογικής μας αισιοδοξίας, να πετύχουν την ώσμωση του λογικού και αυτονόητου. Τώρα είναι η ώρα της υποστολής οποιασδήποτε φθαρμένης κομματικής σημαίας και η ένταξη στο «κόμμα» μιας φιλοπρόοδης ευρωπαϊκής πλειοψηφίας, με καταστατικό χάρτη την ευρωπαϊκή και μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας.

Τα αιτήματα είναι απλά, εύλογα και εφαρμόσιμα, αν υπάρχει αυτό που ξεχάσαμε εδώ και καιρό, η πολιτική βούληση. Δεν είναι δεξιά ή αριστερά. Είναι τα αιτήματα μιας μερίδας κόσμου που αγαπούν την πατρίδα τους και θέλουν να τη βλέπουν εκεί όπου ανήκει: και στους Έλληνες και στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, σε ό,τι μας χωρίζει, σε ό,τι μας ενώνει, σε ό,τι μας πάει πίσω ή μας κρατάει στάσιμους, σε ό,τι μας σκοτώνει ή μας απομονώνει, δεν απαντάμε ούτε με ναι ούτε με όχι. Απαντάμε ότι δεν πάμε πουθενά, ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ. Δεν είναι σύνθημα. Είναι όλα τα παραπάνω μαζί.

*Σοφία Νικολάου. Δικηγόρος

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ