Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

50 χρόνια Κυπριακό: ”Κανένας δεν ξεχνά και τίποτα δεν ξεχνιέται”

Τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου του 1974 η ιστορία της μαρτυρικής Κύπρου και της Ελλάδας θα άλλαζε οριστικά. Ήταν η μέρα που άρχισε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο χρησιμοποιώντας μεγάλες ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και όλες τις επίλεκτες μονάδες καταδρομών που διέθεταν, οι Τούρκοι.

Το “Βήμα” σε ένα αφιέρωμά του 10 χρόνια μετά την αποφράδα εκείνη μέρα σημείωνε πως: “H Εθνική Φρουρά της Κύπρου φάνηκε να αιφνιδιάζεται σε ασύλληπτη έκταση. Αλλά ο αιφνιδιασμός αυτός δεν δικαιολογείται από τα πράγματα. Διότι δεν υπήρξε αποτέλεσμα τουρκικών παραπλανητικών ενεργειών.
Οι αρμόδιες ελληνοκυπριακές και ελληνικές υπηρεσίες γνώριζαν ότι, από την ημέρα που έγινε στην Κύπρο το πραξικόπημα, είχε αρχίσει η συγκέντρωση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στα νότια της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Κύπρο. Στις 19 Ιουλίου υπήρχαν ήδη πληροφορίες ότι η Τουρκία ήταν πια έτοιμη στρατιωτικώς για να επιτεθεί στην Κύπρο. Και τη νύκτα της 19ης προς την 20ή Ιουλίου είχαν επισημανθεί οι τουρκικές ναυτικές δυνάμεις να πλέουν κοντά στη βόρεια ακτή του νησιού. Λίγο πριν από τα ξημερώματα ο τουρκικός στόλος είχε ποντίσει σε μικρή απόσταση από την Κυρήνεια.
Για οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο ήταν φανερό ότι η απόβαση στην Κύπρο ήταν πια ζήτημα ωρών. Και οποιοσδήποτε άνθρωπος με κοινή λογική θα φρόντιζε αμέσως να λάβει τα μέτρα του. Αυτό δεν συνέβη στην Κύπρο. Λίγη μόλις ώρα πριν εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση, οι ελληνοκυπριακές μονάδες παρέμεναν μακριά από τη βόρεια Κύπρο, στα στρατόπεδά τους.
Και όταν εκδηλώθηκε η επίθεση; Δεν αντέταξαν άμυνα, περιμένοντας διαταγές του Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς, το οποίο ζητούσε οδηγίες από την Αθήνα.
Έτσι μόνο εξηγείται το γεγονός ότι οι Τούρκοι κατάφεραν αμέσως να αποβιβάσουν σημαντικές δυνάμεις στον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Προξενεί κατάπληξη (αλλά και οργή) το γεγονός πως το πρωί της πρώτης ημέρας της τουρκικής επιθέσεως τα τουρκικά μεταγωγικά αεροσκάφη πετούσαν σε εξαιρετικά χαμηλό ύψος πάνω από την Κύπρο, ρίχνοντας συνεχώς αλεξιπτωτιστές, ενώ παράλληλα τουρκικά ελικόπτερα πετούσαν σε πυκνούς σχηματισμούς (περίπου όπως συμβαίνει στις παρελάσεις) μεταφέροντας συνεχώς δυνάμεις καταδρομών, τις οποίες και με εκπληκτική ευκολία αποβίβαζαν στις τουρκοκυπριακές περιοχές.

Και τα δρομολόγια αυτά της Τουρκικής Αεροπορίας γίνονταν με διέλευση πάνω από το κυπριακό έδαφος, το οποίο βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Κυπριακής Εθνοφρουράς. Οι σχηματισμοί των τουρκικών ελικοπτέρων ήταν απόλυτα τρωτοί από τα αντιαεροπορικά της Εθνοφρουράς, ενώ και τα τουρκικά μεταγωγικά αεροπλάνα δρούσαν μέσα στο βεληνεκές των ελληνικών αντιαεροπορικών – ανενόχλητα. Τα αντιαεροπορικά, όμως, δεν διατάχθηκαν να κτυπήσουν…”

Η εισβολή και η κατοχή της Κύπρου
Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο παραβιάζοντας κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, περιλαμβανομένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Την πρώτη αυτή φάση της παράνομης τουρκικής εισβολής ακολούθησε και δεύτερη φάση κατά την οποία καταλήφθηκε η πόλη της Αμμοχώστου. Η Τουρκία έθεσε υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή πέραν του 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο και κατέχει μέχρι σήμερα.
Ως αποτέλεσμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής, 162.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα και μέχρι σήμερα εμποδίζονται από τις κατοχικές αρχές να επιστρέψουν στα σπίτια και στις περιουσίες τους.
Μέχρι το τέλος του έτους 1975, η συντριπτική πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν σε περιοχές ελεγχόμενες από την νόμιμη κυβέρνηση, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακινηθούν, ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής πολιτικής της Τουρκίας, στο υπό τουρκική κατοχή έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
20.000 Ελληνοκύπριοι και Μαρωνίτες επέλεξαν να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους παρά την τουρκική κατοχή. Οι περισσότεροι από αυτούς που παρέμειναν, κυρίως στη χερσόνησο της Καρπασίας υποχρεώθηκαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων και Μαρωνιτών που ζουν σήμερα σ’ αυτή την περιοχή έχει μειωθεί στους 300.
Η δραματική μείωση του αριθμού των εγκλωβισμένων καθίσταται πιο συγκλονιστική αν λάβει κανείς υπόψη τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Βιέννη στις 2 Αυγούστου 1975, με την οποία η τουρκική πλευρά αναλάμβανε να παράσχει στον εγκλωβισμένο πληθυσμό «κάθε βοήθεια για να διάγει ομαλή ζωή, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων για την παιδεία και για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων του, καθώς και ιατρική περίθαλψη από δικούς του γιατρούς και ελευθερία διακίνησης στον βορρά».
Παραβιάζοντας τα συμφωνηθέντα, σε πρακτικό επίπεδο, η τουρκική πλευρά υπέβαλλε τους εγκλωβισμένους σε συνεχή παρενόχληση, περιορισμούς στη διακίνηση, άρνηση πρόσβασης σε επαρκή ιατρική φροντίδα, άρνηση επαρκών εκπαιδευτικών διευκολύνσεων, ιδιαίτερα πέραν της στοιχειώδους εκπαίδευσης, περιορισμούς του δικαιώματος χρήσης της ακίνητης περιουσίας τους και περιορισμούς της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών δικαιωμάτων τους. Επρόκειτο, συνεπώς, για μια σκόπιμη πολιτική εθνικού ξεκαθαρίσματος, που ανάγκαζε τους εγκλωβισμένους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Παράλληλα, η Τουρκία εφάρμοσε από το 1974 συστηματική πολιτική εποικισμού του κατεχομένου τμήματος της Κύπρου με μαζική μεταφορά πέραν των 160000 Τούρκων εκ Τουρκίας με στόχο την αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα και αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας στο νησί. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων κατοίκων της περιοχής, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και την παράνομη αλλαγή των γεωγραφικών τοπωνυμίων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, στοχεύει στην εξάλειψη κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου που υπήρχε για αιώνες και εν τέλει στην τουρκοποίηση της περιοχής. Στοχεύει επίσης στην αλλαγή του ισοζυγίου δυνάμεων και του κοινωνικού ιστού στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με την πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης. Με τη μαζική δε μετανάστευση Τουρκοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές, ο ολικός αριθμός των Τούρκων στρατιωτών και εποίκων είναι τώρα μεγαλύτερος από τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους.
Σε πλήρη συνάρτηση με τον δεδηλωμένο στόχο της Τουρκίας για διχοτόμηση και εθνικό διαχωρισμό στο νησί, στις 15 Νοεμβρίου 1983 το κατοχικό καθεστώς προχώρησε σε μονομερή αποσχιστική ανακήρυξη της ούτω καλούμενης «Τουρκικής δημοκρατίας της βορείας Κύπρου», πράξη η οποία καταδικάστηκε από την διεθνή κοινότητα ως παράνομη και νομικά άκυρη.
Συγκεκριμένα το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με το ψήφισμα 541(1983) αποδοκίμασε την ανακήρυξη αυτή, τη χαρακτήρισε νομικά άκυρη και ζήτησε την ανάκληση της. Το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ανησυχώντας σοβαρά λόγω των περαιτέρω αποσχιστικών ενεργειών στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες παραβίαζαν το ψήφισμα 541 (1983), δηλαδή, τη δήθεν ανταλλαγή πρεσβευτών μεταξύ της Τουρκίας και της νομικά άκυρης οντότητας και τη μελετώμενη διεξαγωγή «συνταγματικού δημοψηφίσματος» και «εκλογών», καθώς και λόγω άλλων ενεργειών που αποσκοπούσαν στην περαιτέρω παγίωση της διαίρεσης της Κύπρου και των τότε απειλών για παράνομο εποικισμό των Βαρωσίων, το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 550(1984) με το οποίο επαναβεβαίωσε το ψήφισμα 541 (1983) και επανέλαβε την έκκλησή του προς όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν την οντότητα που εγκαθιδρύθηκε με τις αποσχιστικές ενέργειες και παράλληλα τα κάλεσε να μη διευκολύνουν ή με οποιονδήποτε τρόπο βοηθήσουν την αποσχιστική οντότητα. Ταυτόχρονα το Συμβούλιο Ασφαλείας  χαρακτήρισε τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από πρόσωπα άλλα από τους νόμιμους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζήτησε τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
Από ανθρωπιστική άποψη, η πιο τραγική συνέπεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 είναι οι αγνοούμενοι. Κατά και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον Τούρκους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες του τουρκικού στρατού. Επιπρόσθετα, πάνω από 2000 αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μεταφερθεί παράνομα και κρατηθεί σε φυλακές στην Τουρκία. Κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (περιλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) εξαφανίστηκαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και μέχρι σήμερα αγνοείται η τύχη τους. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα θεάθηκαν για τελευταία φορά εν ζωή στα χέρια του τουρκικού στρατού ή των παραστρατιωτικών ομάδων, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες και την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής.

Λευκωσία, η τελευταία διαιρεμένη πρωτεύουσα του κόσμου
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, μόνο μία πρωτεύουσα στον κόσμο παραμένει χωρισμένη στα δύο – η Λευκωσία η οποία εξακολουθεί να είναι η μακροβιότερη διπλωματική διαμάχη της Δύσης. Η «πράσινη γραμμή» που διαχωρίζει τις ελεύθερες και κατεχόμενες περιοχές, καθιερώθηκε, σαν σήμερα το 1963.
Η ιδέα ήταν…βρετανική. Όταν το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου το 1963, ξέσπασαν ταραχές μεγάλης έντασης (ορισμένοι τις ονομάζουν «τουρκανταρσία», οι Τουρκοκύπριοι θεωρούν υποτιμητικό τον όρο) στη νεαρή ακόμη τότε Κυπριακή Δημοκρατία και η Τουρκία απείλησε με επέμβαση, η Μεγάλη Βρετανία, έβγαλε από το συρτάρι ένα από τα παλιά της σχέδια, διαχωρίζοντας τις ελληνοκυπριακές από τις τουρκοκυπριακές περιοχές. Νονός της ήταν ο τότε διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, στρατηγός Γιανγκ, ο οποίος χρησιμοποιώντας ένα πράσινο μολύβι την χάραξε στον χάρτη. Η έκτασή της δεν ήταν σε όλο το νησί, παρά μόνο στη Λευκωσία. Αργότερα η έκτασή της ήταν εκεί όπου υπήρχαν τουρκοκυπριακοί θύλακες. Η φύλαξή της ανατέθηκε τον Μάρτιο του 1964 στην Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών. Αμέσως μετά την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο άρχισε η επέκτασή της.
Πλέον η Πράσινη Γραμμή χωρίζει στα δύο το νησί, με αποτέλεσμα στη βόρεια πλευρά του να έχει δημιουργηθεί ένα μην αναγνωρισμένο ψευδοκράτος το οποίο φέρει την ονομασία Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου.
Ακόμα και σήμερα η Πράσινη Γραμμή ελέγχεται από τον ΟΗΕ τα στελέχη του οποίου φροντίζουν για να διατηρείται η ομαλότητα στη συγκεκριμένη περιοχή. Ακόμη αποκαλείται Νεκρή Ζώνη και Γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Μάλιστα από το 2003 η κυβέρνηση του ψευδοκράτους αποφάσισε να επιτρέψει τη διέλευσή της προς τα Κατεχόμενα ενώ μέχρι σήμερα έχει ανοίξει πέντε σημεία διέλευσης. Είναι ενδεικτικό ότι για να περάσει κάποιος από εκεί χρειάζεται η επίδειξη διαβατηρίου. Αυτό έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις καθώς η επίδειξη διαβατηρίου στις αρχές του ψευδοκράτους θεωρείται ως de facto αναγνώριση της εξουσίας τους.
Η πράσινη γραμμή είναι ένα Τείχος, το τελευταίο στην Ευρώπη που στωικά περιμένει την ώρα που θα πέσει και θα πάψει να χωρίζει τη Λευκωσία όπως και την Κύπρο στα δύο απαλείφοντας το βαρύ αυτό συναίσθημα που σε πλακώνει μονομιάς μόλις το βλέπεις, ένα συναίσθημα, που δεν το ξεπερνάς ποτέ, όσα χρόνια και να το βιώνεις. Αυτό, που σου υποβάλλει το συρματόπλεγμα καθώς σου λέει «Αλτ, δεν πας παρακάτω».
Πίσω από κάθε μισογκρεμισμένο σπίτι της κρύβεται μια τραυματική προσωπική και οικογενειακή ιστορία, πολλές θύμησες από ανθρώπους που έζησαν για πολλά χρόνια εκεί, και ακόμα επώδυνες και νοσταλγικές αναμνήσεις απ’ όσους έζησαν τις τραγικές εκείνες στιγμές και αποφασίζουν να εξιστορήσουν τα βιώματά τους. Περπατώντας και φωτογραφίζοντας την πράσινη γραμμή, αναδεικνύεται στο μάτι σου και η πλήρης καταστροφή που επέφερε στον ταλαιπωρημένο κυπριακό τόπο η τουρκική εισβολή στο νησί, και η σημερινή και αποκρουστική ερήμωση μιας ολόκληρης περιοχής. Δέντρα ανθεκτικά αλλά απεριποίητα, σκουπίδια εδώ κι’ εκεί, μισογκρεμισμένα κτίρια, σκεβρωμένα και σαπισμένα περίτεχνα ξύλινα παντζούρια, υποψία από πόρτες, φράχτες, συρματοπλέγματα, και απουσία φωνών από μικρά παιδιά.
Κατά μήκος της «Πράσινης Γραμμής» έχουν σημειωθεί κατά καιρούς μικρά αλλά και μεγαλύτερα επεισόδια ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Τα σοβαρότερα από αυτά έγιναν το καλοκαίρι του 1996. Στις 11 Αυγούστου, ελληνοκύπριοι διαδηλωτές εισήλθαν στη Νεκρή Ζώνη στην περιοχή της Δερύνειας της επαρχίας Αμμοχώστου, παρά την σχετική απαγόρευση εισόδου. Εκεί δέχθηκαν επίθεση από Τουρκοκύπριους πολίτες και αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου ο 24χρονος Τάσος Ισαάκ (1972-11 Αυγούστου 1996). Κοντά βρίσκονταν και μέλη της γνωστής Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ. Επέλεξαν προκλητικά να μην επέμβουν και άφησαν τα πράγματα να εξελιχθούν όπως έγιναν. Τρεις μέρες αργότερα, ένας άλλος ελληνοκύπριος, αυτή τη φορά ο 26χρονος Σολωμός Σολωμού (1960-14 Αυγούστου 1996) από το Παραλίμνι, σκοτώθηκε επίσης από πυρά Τουρκοκυπρίων. Ο Σολωμός Σολωμού ξεφεύγοντας από τους κυανόκρανους άντρες του ΟΗΕ, πέρασε στη νεκρή ζώνη και προσπάθησε να ανεβεί σε έναν ιστό για να κατεβάσει την τουρκική σημαία σε ένδειξη πένθους για τον θάνατο του εξαδέλφου του Τάσσου Ισαάκ. Κάποιοι, περισσότερο ψύχραιμοι, προσπάθησαν να τον αποτρέψουν αλλά δεν τα κατάφεραν. Τελικά πυροβολήθηκε από τους ελεύθερους σκοπευτές του απέναντι τουρκικού φυλακίου και ο Σολωμός Σολωμού έπεσε νεκρός από μια σφαίρα στην περιοχή του λαιμού του. Τα τηλεοπτικά συνεργεία αποθανάτισαν τη δολοφονία και τη μετέδωσαν ταχύτατα και επανειλημμένως σε όλο το κόσμο. Αλλά φυσικά σε εκείνα τα επεισόδια τραυματίστηκαν και πολλοί άλλοι από σφαίρες των Τούρκων.

”Κανένας δεν ξεχνά και τίποτα δεν ξεχνιέται”
Η διαιρεμένη Λευκωσία, η κατεχόμενη Κύπρος είναι ένα ναυάγιο που συνεχίζει να κατατρώει την εθνική μας συνείδηση και δεν πρόκειται να καθαριστεί απ’ αυτήν όσο βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή το μισό σχεδόν νησί. Γιατί η Κύπρος δεν ”κείται μακράν” και δεν θα ”κείται μακράν” ποτέ για μας, τους Έλληνες ιστορικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, γλωσσικά, ψυχικά και συναισθηματικά όπως μας δίδαξε ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του (”Ιστορίαι”, Ουρανία, 144): ”Το ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ή θεά τε ομότροπα” (”Υπάρχει και το ελληνικό έθνος από το ίδιο αίμα και με την ίδια γλώσσα μ’ εμάς, με το οποίο έχουμε κοινά ιερά των θεών και κοινές θυσίες και ήθη κοινά”…
”Κανένας δεν ξεχνά και τίποτα δεν ξεχνιέται”, και ακόμη και αν έχουν περάσει 50 χρόνια από εκείνη την αποφράδα ημέρα της εισβολής δεν ξεχνάμε και δεν θα ξεχάσουμε ποτέ Έλληνες και Ελληνοκύπριοι τις αγριότητες των Τούρκων τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, γιατί ΔΕΝ έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στην Κύπρο ο Ν. Ανδρουλάκης για τις εκδηλώσεις μνήμης

Κύπρος: 50 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το προδοτικό πραξικόπημα

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ