Στα 770 ευρώ ετησίως υπολογίζεται το ποσό που χάνει κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης στη χώρα, σύμφωνα με policy brief για το συνταξιοδοτικό, που δημοσιεύει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ), σε συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο EPICENTER. Όπως τονίζει το ΚΕΦΙΜ, οι ασφαλισμένοι όχι μόνο χάνουν χρήματα, αλλά και η Ελλάδα συνεχίζει να έχει τη μεγαλύτερη δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ για συντάξεις ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε., πρόβλημα που αναμένεται να επιδεινωθεί λόγω των δημογραφικών τάσεων.
Σύμφωνα ειδικότερα με τη μελέτη, αν ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας ήταν εξίσου ανεπτυγμένος όπως στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, η ετήσια απόδοσή του θα αντιστοιχούσε, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, περίπου σε 3-4% του ΑΕΠ. Όπως αναφέρεται, η Ελλάδα ήταν και παραμένει σταθερά ουραγός ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. ως προς τα κεφάλαια που διοχετεύονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συνταξιοδότησης την τελευταία δεκαετία, με μέσο όρο 0,7% έναντι 29% του ΑΕΠ, την τελευταία δεκαετία.
Ειδικότερα, η μελέτη επισημαίνει πως «το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα έχει μεταρρυθμιστεί πολλές φορές, συνήθως στο πλαίσιο διαδοχικών άτολμων αλλαγών που απλώς έδιναν παράταση σε ένα επίμονο και περίπλοκο πρόβλημα». «Δεν είναι τυχαίο πως την περίοδο 2000-2017 η Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση της δαπάνης για πληρωμή συντάξεων (5,3 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ) ανάμεσα στις 39 πιο αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου (ΟΟΣΑ)» τονίζεται. Σύμφωνα με το ΚΕΦΙΜ, «η συχνή τροποποίηση των σχετικών νόμων υπογραμμίζει τη μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού στην Ελλάδα, που διαμόρφωσε το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα. Το σύστημα αυτό έχει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: κύρια εθνική και αναλογική σύνταξη για όλους, συνταξιοδότηση στα 67 έτη (ή στα 62 έτη με 40 χρόνια εργασίας), με έναν φορέα κύριας σύνταξης και έναν μονοπωλιακό κρατικό φορέα επικουρικής ασφάλισης».
Όπως αναφέρεται «η μεγάλη καθυστέρηση της μετάβασης από το αναδιανεμητικό σύστημα σε ένα μεικτό σύστημα με κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, είχε τόσο δημοσιονομική επίπτωση, καθώς η Ελλάδα πληρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό της συνταξιοδοτικής της δαπάνης από τη γενική φορολογία, όσο και απώλεια πραγματικού εισοδήματος για εργαζόμενους και συνταξιούχους. Δεν είναι τυχαίο πως παρά τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις μίας ολόκληρης δεκαετίας, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει κατά πολύ τη μεγαλύτερη δαπάνη για συντάξεις (ως προς το ΑΕΠ) στην Ε.Ε.». Σύμφωνα με το ΚΕΦΙΜ, η πρόσφατη μεταρρύθμιση που εισήγαγε κεφαλαιοποιητικό πυλώνα μόνο για τους νέους ασφαλισμένους «ήταν άτολμη και δεν αντιμετώπισε τον συνολικό όγκο του προβλήματος μεταθέτοντας την ολική ρύθμιση του συνταξιοδοτικού στο μέλλον. Δεδομένης της συγκυρίας στην οποία εφαρμόστηκε, μπορεί να χαρακτηριστεί ως χαμένη ευκαιρία για μια ουσιαστικότερη μεταρρύθμιση» επισημαίνει το Κέντρο και προσθέτει:
«Ακόμη, χαρακτηριστικό είναι ότι οι πολίτες άνω των 65 ετών στην Ελλάδα έχουν μέσο καθαρό εισόδημα, το οποίο αντιστοιχεί στο 95% του μέσου καθαρού εισοδήματος του συνόλου του πληθυσμού, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι στο 89%. Ταυτόχρονα, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος έχει να αντιμετωπίσει μία ακόμη μεγάλη πρόκληση, αυτή των δυσοίωνων δημογραφικών προβλέψεων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα, το προσδόκιμο ζωής για τα άτομα 65 ετών προβλέπεται να αυξάνεται σταθερά τουλάχιστον μέχρι το 2070, το ποσοστό των συνταξιούχων επί του γενικού πληθυσμού προβλέπεται να αυξάνεται μέχρι το 2050, ο δείκτης γονιμότητας προβλέπεται να αυξηθεί μόνο οριακά και η καθαρή μετανάστευση προβλέπεται ομοίως να μην μεταβληθεί σημαντικά»…
Μέσα στο πλαίσιο της αυξημένης κρατικής δαπάνης για συντάξεις και των απαισιόδοξων δημογραφικών προβλέψεων, η Ελλάδα δεν έκανε έγκαιρα τις απαραίτητες προσπάθειες μετάβασης σε ένα ενισχυμένο κεφαλαιοποιητικό σύστημα που θα απάλυνε ορισμένες πτυχές του προβλήματος, εκτιμά η μελέτη. Όπως αναφέρεται, «η Ελλάδα ήταν και παραμένει σταθερά ουραγός ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. ως προς τα κεφάλαια ως ποσοστό του ΑΕΠ που διοχετεύονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συνταξιοδότησης, καθώς στη δεκαετία 2012-2021 ο σχετικός μέσος όρος για τη χώρα μας ήταν κάτω από 1%, ενώ την ίδια στιγμή ο μέσος όρος για τις χώρες της Ε.Ε. ήταν στο 29%.
Η καθυστέρηση θεμελιακής μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος προς ένα ισχυρό και αναπτυξιακό κεφαλαιοποιητικό σύστημα προσανατολισμένο στις επενδύσεις είχε σημαντική επίπτωση στο εισόδημα των πολιτών, αν συγκριθούν τα αποτελέσματα του ελληνικού προτύπου (και άλλων παρόμοιων ευρωπαϊκών συστημάτων) με αυτά των αναπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Εάν ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας ήταν εξίσου αναπτυγμένος όπως στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, η ετήσια απόδοσή του, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, θα αντιστοιχούσε σε περίπου 3% του ΑΕΠ. Αυτή η απώλεια μεταφράζεται σε απώλεια κατά κεφαλήν εισοδήματος 700 ευρώ ετησίως, εξαιτίας της αναιμικής ανάπτυξης του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα την τελευταία δεκαετία, τονίζεται στη μελέτη.
Πηγή: ΚΕΦΙΜ
Για την αντιμετώπιση του ζητήματος, στη μελέτη διατυπώνονται συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις πολιτικής που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
- «Τη μεταφορά των εισφορών επικουρικής σύνταξης σε ατομικούς επενδυτικούς λογαριασμούς του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα.
- Την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην επικουρική ασφάλιση και την απελευθέρωσή του μέσω μίας ανταγωνιστικής αγοράς που θα οδηγεί σε μεγαλύτερη απόδοση και θα τροφοδοτεί την πραγματική οικονομία με επενδύσεις.
- Τη χαλάρωση των περιορισμών στη νόμιμη μετανάστευση, η οποία μπορεί άμεσα να απαλύνει πτυχές του οικονομικού προβλήματος, και την αύξηση των διεθνών συμφωνιών για κάλυψη θέσεων εργασίας από πολίτες τρίτων χωρών.
- Την έμφαση σε πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη και τις πραγματικές αμοιβές μέσω της ενίσχυσης της οικονομικής ελευθερίας, καθώς η απόδοση και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος συνδέονται άμεσα και αναπόδραστα με τις επιδόσεις της οικονομίας».