Μία από τις γνωστές προκαταλήψεις που αφορούν την ασθένεια της βλεννόρροιας (ιατρικά γνωστή ως γονόρροια) είναι ότι μεταφέρεται από πλούσιους επιχειρηματίες που «κολλάνε» το μικρόβιο κατά τη διάρκεια κάποιου ταξιδιού στην Ασία, για να το μεταδώσουν στη συνέχεια, μέσω σεξουαλικής επαφής και πάλι στη γυναίκα τους στην Ευρώπη.
Η άποψη ότι η βλεννόρροια πρόκειται για «εξωτική» ασθένεια καταρρίπτεται όμως πανηγυρικά. Το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ του Βερολίνου υπολογίζει τα κρούσματα της νόσου που προκαλείται από το μικρόβιο του γονοκόκκου, μόνο στη Γερμανία, σε 10.000 – 20.000 ετησίως. Ωστόσο, είναι πλέον δύσκολο να γίνει αξιόπιστη καταγραφή, καθώς μετά το 2000 η δήλωση της ασθένειας από τους πάσχοντες δεν είναι υποχρεωτική στη Γερμανία, με εξαίρεση το κρατίδιο της Σαξονίας.
Είχε επικρατήσει η άποψη ότι οι «κλασικές» σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες είχαν τεθεί πλέον οριστικά υπό έλεγχο. Αντιθέτως όμως, «όλα τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα βιώνουν ένα αδιανόητο comeback» παρατηρεί ο Νόρμπερτ Μπροκμάιερ, καθηγητής Δερματολογίας στην Κλινική του Πανεπιστημίου του Ρουρ στο Μπόχουμ. Όπως λέει ο γερμανός καθηγητής, η αυξητική αυτή τάση προκαλεί έκπληξη δεδομένου ότι έχει αυξηθεί η χρήση προφυλακτικών στο σεξ. Η αύξηση των κρουσμάτων «οφείλεται πιθανόν σε σεξουαλικά υπερδραστήρια άτομα» εκτιμά ο Ν. Μπροκμάιερ, επισημαίνοντας ότι ιδιαίτερο κίνδυνο διατρέχουν οι άνδρες που κάνουν σεξ με άτομα του ίδιου φύλου.
Αντιβιοτικά αλλά κυρίως προστασία
Συνήθης τρόπος μετάδοσης της βλεννόρροιας είναι η σεξουαλική επαφή. Ωστόσο, στις βακτηριακές μολυσματικές ασθένειες, ο τρόπος μετάδοσης διαφέρει σε σχέση με τη νόσο του HIV.
Αυτές μπορούν να μεταδοθούν και μέσω επαφής με τα δάχτυλα», εξηγεί η Δρ. Βιβιάνε Μπρέμερ από το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ. Η βλεννόρροια προσβάλλει τον τράχηλο της μήτρας, το παχύ έντερο, το φάρυγγα ή και το βλεννογόνο της ουρήθρας. Στους άνδρες μπορεί να προκαλέσει πυώδεις εκκρίσεις της ουρήθρας εντός μίας εβδομάδας και αν δεν αντιμετωπιστεί, προκαλεί στη χειρότερη περίπτωση στειρότητα. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια και στις γυναίκες, με τη διαφορά ότι η ασθένεια ενδέχεται να μην εμφανίσει συμπτώματα. Και στις γυναίκες συντρέχει τότε ο κίνδυνος στειρότητας, ενώ όσες περιμένουν παιδί δεν αποκλείεται να προσβάλουν με το μικρόβιο το νεογέννητο.
Κλασική μέθοδος αντιμετώπισης της βλεννόρροιας είναι η χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων. Διεθνή προγράμματα ιατρικής παρακολούθησης έχουν καταδείξει ωστόσο ότι στο μεταξύ τα μικρόβια έχουν γίνει ανθεκτικότερα έναντι της αντιβίωσης, με αποτέλεσμα, σε ακραίες περιπτώσεις, η θεραπεία μίας απλής βλεννόρροιας να είναι αδύνατη, υπογραμμίζει η Β. Μπρέμερ. Η Ένωση για την Προώθηση της Σεξουαλικής Υγείας (STI) προτείνει για δύσκολες περιπτώσεις τη συνδυαστική χρήση αντιβιοτικών, συγκεκριμένα τη χορήγηση μόνο μίας υψηλής συνδυασμένης δόσης των αντιβιοτικών Ceftriaxon (κεφτριαξόνη) και Azithromycin (αζιθρομυκίνη).
Πέρα όμως από την εξέλιξη νέων αποτελεσματικών θεραπευτικών μεθόδων, το STI επενδύει πολλά στην αποτελεσματική πρόληψη μέσω της προφύλαξης. Σκοπός των επιστημόνων του STI είναι να γίνουν οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες, όπως η βλεννόρροια, γνωστές σε όλους τους ανθρώπους, ακριβώς όπως συμβαίνει κατά τις εκστρατείες ενημέρωσης για τον ιό του AIDS.
Σε πολλούς ανθρώπους δεν είναι σαφές ποιες ασθένειες κρύβονται πίσω από όρους όπως χλαμύδια, ηπατίτιδα B, έρπης των γεννητικών οργάνων, σύφιλη και βλεννόρροια. Η ανάγκη ενημέρωσης κρίνεται επιτακτική, καθώς ο κίνδυνος προσβολής από τον ιό HIV είναι σημαντικά μεγαλύτερος για ανθρώπους που έχουν ήδη μολυνθεί από κάποιο κοινό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.