Αν πάρεις έναν φοντεμελιστή Μορμόνο και τον κάνεις υπουργό με βασικό σκοπό του να απαγορεύσει δια νόμου την πολυγαμία το πιο πιθανό είναι να παραιτηθεί ή να πάθει κατάθλιψη. Μπορεί και τα δύο. Είναι σαν να παίρνεις ένα μουσουλμάνο και να του λες πουλήσει χοιρινό στη Μέκκα στη διάρκεια του Ραμαζανιού.
Πράγματα απλά, κατανοητά για οποιδήποτε άνθρωπο με κοινή λογική. Κάτι που μάλλον δεν ισχύει στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ και του κ. Αντώνη Σαμαρά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιό σατανικό σχέδιο έκρυβε η πρόταση του κ. Φώτη Κουβέλη να προτείνει ως υπουργό τον κ. Αντώνη Μανιτάκη. ως Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Εξαίρετος νομικός, δάσκαλος, ερευνήτης αλλά δεν κάνει για τη συγκεκριμένη θέση. Και κανείς δεν λέει, “μα παιδιά ο άνθρωπος είναι φανατικός υποστηρικτής της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, πως θα τον βάλουμε να υπογράψει την απόλυση τους;”
Ο Πρωθυπουργός δεν λέει ας τον βάλουμε στο Δικαιοσύνης, που το ξέρει καλύτερα το θέμα. Εκεί πρέπει να βολευτεί ο Ρουπακιώτης, για να περάσουν μερικές εξαιρέσεις. Οπότε εξ ανάγκης (;) ο κ. Μανιτάκης καλείται παίξει το ρόλο του χριστιανού που πρέπει να βρίσκει τα καλύτερα λιοντάρια που θα τρώνε άλλους χριστιανούς στην αρένα.
‘Ετσι προέκυψε ένα από τα μεγαλύτερα, ουσιαστικά, προβλήματα της κυβέρνησης των τριών. Ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την απόλυση χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, που ζητά συνέχεια επιτακτικά η τρόικα και υπάρχει στα μνημόνια, είναι αναφανδόν κατά του μέτρου. Το αποτέλεσμα το ζήσαμε με τις πραγματικά αστείες αλλά και επίκινδυνες παλινωδίες του, καθώς με λεκτικά τερτίπια προσπαθούσε να ξεγελάσει εαυτόν και αλλήλους. Κάθε μέρα διαβάζαμε για “πογκρόμ στο δημόσιο” και δεν είχε ανοίξει ρουθούνι. Την πληρώνουν σχεδόν δύο εκατομμύρια ιδιωτικοί υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες αλλά δεν έχει κουνηθεί ούτε μισός δημόσιος υπάλληλος.
Και να οι επίορκοι, να οι διπλοθεσίτες, οι ‘αγνοούμενοι’ από την οργανική θέση τους, οι κοπανατζήδες, οι υπεράριθμοι. Ουδεμία ενέργεια. Μόνο λόγια, λόγια, λόγια. Μέχρι που φτάνει η παγίδα, η πατάτα, η άκαιρη, η πονηρή – όπως θέλετε το λέτε- ιστορία της ΕΡΤ και ξαφνικά όλοι ανακαλύπτουν ότι υπάρχει ένας υπουργός που δεν έχει σκοπο να διώξει κόσμο. Καλά κάνει ο άνθρωπος διότι αυτό πιστεύει. Μόνο που η δουλειά του, για την οποία πληρώνεται από το ελληνικό κράτος, είναι άλλη. Την οποία δεν άσκησε ποτέ, σύμφωμε με τα όσα είχε υπογράψει στο μνημόνιο.
Η αλήθεια έχει γραφτεί από τον ίδιο, σε ανύποπτο χρόνο, στις 18/4/2010, στην εφημερίδα “ΑΥΓΗ”, ήτοι στο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, υπό τον τίτλο “Αντώνης Μανιτάκης: Το συνταγματικό δικαίωμα στη μονιμότητα”.
Αξίζει πραγματικά να το διαβάσετε, διότι πέραν του επιστημονικού ενδιαφέροντος του, δείχνει τις αγνές προθέσεις του συγγραφέως σε ότι αφορά στην απομάκρυνση δημοσίων υπαλλήλων εις το εγγύς μέλλον. Ειδικά η τελευταία παράγραφος είναι όλο το “ζουμί” καθώς δεν τολμά να φανταστεί ελληνική κυβέρνηση που θα προχωρήσει σε άρση της μονιμότητας.
Κι όμως ο κ. Μανιτάκης συμμετείχε σε μια τέτοια κυβέρνηση και τα αποτελέσματα της ένταξης του στο σχήμα τα βιώνουμε πολύ έντονα εδώ και καιρό. Μπορεί τώρα να ήρθε η κορύφωση με το θέμα της ΕΡΤ αλλά, όπως έχουν επισημάνει πολλοί σοβαροί διεθνείς οικονομικοί αναλυτές, αν η Ελλάδα είχε προχωρήσει σε απομάκρυνση πολλών δημοσίων υπαλλήλων θα υπήρχε ένα άλλο κλίμα λόγω εξοικονόμησης τεραστίων ποσών κάθε μήνα.
Ιδού το ακαδημαϊκό κείμενο:
Η συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, όπως κατοχυρώνεται σήμερα στο άρθρο 103 παρ. 4, είναι πολύ παλιά και καθιερώθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911 με την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως δραστική αντιμετώπιση της κομματικής φαυλοκρατίας και ασυδοσίας, που επικρατούσε μέχρι τότε, σχετικά με τους διορισμούς και τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων. Κάθε πολιτική παράταξη που κέρδιζε τις εκλογές φρόντιζε να απολύει όλους τους υπαλλήλους που είχε διορίσει η προηγούμενη κυβέρνηση και να τους αντικαθιστά με τους δικούς της. Οι απολυμένοι συγκεντρώνονταν σε ένδειξη διαμαρτυρίας στην πλατεία της πόλεως των Αθηνών και έκλαιγαν απελπισμένοι τη μοίρα τους. Η πλατεία αυτή ονομάστηκε, εκ του λόγου αυτού, πλατεία Κλαυθμώνος.
Εκατό χρόνια ακριβώς μετά το σημαδιακό αυτό ιστορικό προηγούμενο, η μοίρα αυτού του τόπου μάς αναγκάζει, αντί να γιορτάσουμε την επέτειό του, να ξαναθυμηθούμε τη νομική και θεσμική σημασία του και να συμπυκνώσουμε το νόημά του, όπως μας το κληροδότησε η εκατονταετής εφαρμογής της μονιμότητας από τον νομοθέτη και τη διοίκηση και όπως το ερμήνευσε η συνταγματική μας νομολογία. Ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε διευκρινίσει ότι η κατάλυση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, την οποία επιφέρει αναγκαστικά η ενδεχόμενη νομοθετική κατάργηση της οργανικής θέσης που κατέχει ο δημόσιος υπάλληλος ανατρέπεται και η απόλυση του δημοσίου υπαλλήλου αποτρέπεται, όταν ο νομοθέτης προβλέψει ταυτόχρονα με την κατάργηση τη δημιουργία νέων θέσεων όμοιων με τις καταργημένες. Τότε ο υπό απόλυση δημόσιος υπάλληλος έχει δικαίωμα διορισμού και αυτοδίκαιης ένταξης στις νέες οργανικές θέσεις. Στην απόφαση π.χ. 1725/1955, που επιβεβαιώνει προγενέστερη νομολογία, το ΣτΕ διακήρυξε ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι οι απολαύοντες της κατά το Σύνταγμα μονιμότητος διατηρούσι ταύτην […] και εις περίπτωσιν καθ’ ην αι κατεχόμεναι υπ’ αυτών θέσεις μεταφέρονται εκ της δημοσίας υπηρεσίας εις το υφιστάμενον ή νεοϊδρυόμενον νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου».
Έκτοτε, παγίως ο νομοθέτης όταν καταργούσε οργανικές θέσεις για διαφόρους λόγους, μεταξύ των οποίων και η αναδιάρθρωση υπηρεσιών, φρόντιζε να εντάσσει τους υπαλλήλους των οποίων οι θέσεις καταργούνταν στις νέες θέσεις που δημιουργούνταν. Όταν οι νεοϊδρυόμενες θέσεις ήταν κατ’ ουσίαν όμοιες προς αυτές που καταργήθηκαν γινόταν παγίως δεκτό ότι αναβίωνε η συνταγματική προστατευόμενη μονιμότητα του απολυθέντος λόγω καταργήσεως της οργανικής θέσης. Η περίπτωση της αναβίωσης θα πρέπει να διακριθεί πάντως από τη διατήρησή της λόγω αυτοδίκαιης ένταξης, διότι είναι κάτι το διαφορετικό και το επιπλέον. Αυτό αποτελούσε μια πάγια πρακτική, η οποία λειτουργούσε ως έμπρακτη ερμηνεία της συνταγματικής εγγύησης της μονιμότητας και αποτέλεσε τη βάση για τη θεμελίωση ενός συνταγματικού πλέον δικαιώματος των δημοσίων υπαλλήλων στη μονιμότητα.
Έτσι μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε ότι από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος απορρέει ένα συνταγματικό δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων στη μονιμότητα, το οποίο αναβιώνει μόλις ανασυσταθούν μετά από συγχώνευση, αναδιάρθρωση ή ανασύνταξη δημοσίων υπηρεσιών ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου θέσεις όμοιες από άποψη αντικειμένου ή καθηκόντων με αυτές που καταργούνται. Δημιουργείται δηλαδή, ακόμη και αν έχουν εν τω μεταξύ απολυθεί, ένα δικαίωμα αυτοδίκαιου επαναδιορισμού τους. Η αναβίωση αυτή της μονιμότητας δεν αφορά συγκεκριμένα τις νέες θέσεις που ιδρύονται, που μπορεί να είναι και λιγότερες από τις καταργούμενες, αλλά γενικά και αφηρημένα τις δημόσιες υπηρεσίες ή τη δημόσια υπηρεσία με τη λειτουργική του όρου έννοια, που επιτελεί όμοια καθήκοντα και εξυπηρετεί τις ίδιες ανάγκες.
Οι υπό απόλυση δημόσιοι υπάλληλοι λόγω νομοθετικής κατάργησης της θέσης τους διαθέτουν άρα συνταγματικό δικαίωμα διορισμού ή επανένταξης ή μετάταξης γενικά στο Δημόσιο, ακόμη και σε άλλη ή παρεμφερή με την καταργούμενη δημόσια υπηρεσία, εφόσον μεταξύ των άλλων, όλα αυτά τα χρόνια, τους δημιουργήθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το συνταγματικό τους δικαίωμα στη νομιμότητα δεν είναι δυνατόν να το θίξει ο κοινός νομοθέτης.
Το πόσο δίκαιη και δικαιολογημένη είναι αυτή η πεποίθηση των εν λόγω υπαλλήλων είναι πιστεύω περιττό να αναλύσω. Δεν τολμώ να φανταστώ ότι θα υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα επιχειρήσει το αντίθετο, το οποίο θεωρώ ούτως ή άλλως απάνθρωπο: και μόνη η σκέψη του με ξεπερνά ως νομικό, ως συνταγματολόγο, ως δημοκρατικό πολίτη.
* Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου