Ο εισαγγελικός λειτουργός αναφέρεται στο ιστορικό της οργάνωσης, η οποία όπως τονίζει έχει ιεραρχική-πυραμιδική δομή, με “εξουσία του αρχηγού” κατά το χιτλερικό δόγμα. Επισημαίνει, επίσης, ότι η Χρυσή Αυγή, επιλέγει άτομα με γνώσεις στις πολεμικές τέχνες, τα οποία, όπως αναφέρει, εκπαιδεύει σε περιοχές της Αττικής, όπως στη Μαλακάσα, την Μάνδρα και τη Σαλαμίνα.
Υπογραμμίζει επίσης, -γεγονός που φέρονται να επιβεβαιώνουν και οι δυο προστατευόμενοι μάρτυρες, πρώην μέλη της οργάνωσης- ότι η Χρυσή Αυγή χρησιμοποιεί όπλα που φυλάσσονται σε άγνωστους μέχρι στιγμής χώρους.
“Η Χρυσή Αυγή”, αναφέρεται στο πόρισμα, “πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας 1980-1990 με τη μορφή κλειστής ολιγάριθμης ομάδας ιδεολογικής επιμόρφωσης ναζιστών. Στη συνέχεια η ομάδα αυτή μετεξελίχθηκε σε πολιτικό σχηματισμό. Από το χρόνο αυτό διαχωρίστηκε το επιχειρησιακό από το πολιτικό τμήμα της οργάνωσης, με το πρώτο να αναλαμβάνει την εκτός γραφείων δράση, δηλαδή, τις βίαιες επιθέσεις εναντίον όσων η οργάνωση θεωρούσε εχθρούς της”.
Ο εισαγγελικός λειτουργός επικαλείται το καταστατικό της οργάνωσης στο οποίο ρητώς ορίζεται ο διαχωρισμός των δυο δραστηριοτήτων, με κοινή ηγετική ομάδα και με την εξουσία του αρχηγού “να είναι απόλυτη κατά το χιτλερικό δόγμα Fuhrerprinzip (σ.σ. η αρχή του αρχηγού)” η προσταγή του οποίου προς ενέργεια ή η έγκριση, ακόμη και σε ήσσονος σημασίας δράσεις, ήταν ιερή και αδιαπραγμάτευτη.
Στο πόρισμα τονίζεται επίσης ότι κατά τη φιλοσοφία της Χρυσής Αυγής “όσοι δεν ανήκουν στη λαϊκή κοινότητα της φυλής είναι υπάνθρωποι. Στη κατηγορία αυτή ανήκουν ξένοι μετανάστες, ρομά, όσοι διαφωνούν με τις ιδέες τους, ακόμη και άτομα με νοητικά προβλήματα. Η βία για τη Χρυσή Αυγή είναι το μήνυμα και όχι το μέσον επίτευξης των επιδιώξεών τους”.
Ως προς τον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης ο κ.Βουρλιώτης επισημαίνει ότι “η εντολή διαβιβάζεται από τον αρχηγό στον υπαρχηγό και στη συνέχεια από τον τελευταίο στους κατά σειρά κατώτερους στην ιεραρχία, μέχρι την τελική υλοποίησή της”.