Σε μια αλλαγή της παραδοσιακή του γραμμής που το έβρισκε σταθερά στο πλευρό εκείνων που πιστεύουν ότι η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών γίνεται με την περικοπή των δαπανών, το ΔΝΤ, στην τελευταία του εξαμηνιαία έκθεση, καταλήγει επιτέλους στην άποψη ότι οι πλούσιοι πρέπει να πληρώνουν περισσότερο. Ή τουλάχιστον οι πολύ πλούσιοι.
Όπως γράφει ο Λάρι Ελιοτ στη βρετανική εφημερίδα Guardian, το ΔΝΤ διαπίστωσε πως τα δημοσιονομικά προβλήματα των ΗΠΑ – όπως και των περισσοτέρων ανεπτυγμένων κρατών – είναι μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα και οφείλονται κυρίως στο κόστος των επιδομάτων που λαμβάνουν οι όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι. Την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι ιδιώτες βρίσκουν τρόπους να ελαχιστοποιούν τους λογαριασμούς τους με την εφορία. Και αυτό έχει αρχίσει να ανησυχεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει κατ’ αρχάς την ιδέα ενός φόρου στις οικονομικές δραστηριότητες, που θα επιβληθεί στα εισοδήματα και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εναλλακτική λύση στον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Δεύτερον, το ΔΝΤ πιστεύει ότι πρέπει να γίνει κάτι με το διεθνές φορολογικό σύστημα που επιτρέπει σε εταιρείες όπως η Google και η Starbucks να πληρώνουν λίγους φόρους, σημειώνει ο Guardian.
Αντί για έναν ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών για το ποια θα προσφέρει τους μικρότερους φόρους στις επιχειρήσεις, το ΔΝΤ προτείνει τη συνεργασία: «Η ευκαιρία για την αναθεώρηση της διεθνούς φορολογικής αρχιτεκτονικής μοιάζει να έρχεται μια φορά τον αιώνα», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Τρίτον, το ΔΝΤ πιστεύει ότι πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο όσοι έχουν υψηλά εισοδήματα να πληρώνουν περισσότερα. Σε ορισμένες χώρες, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πλούσιοι υποφορολογούνται.
Στο ίδιο κείμενο ο δημοσιογράφος του Guardian στέκεται και στο κλίμα που επικράτησε στη σύνοδο του ΔΝΤ λόγω του «λουκέτου» της αμερικανικής κυβέρνησης.
Η μάχη για τον προϋπολογισμό των Ηνωμένων Πολιτειών επισκίασε τη σύνοδο του ΔΝΤ. Η πρώτη ερώτηση που γινόταν σε κάθε υπουργό Οικονομικών ή διοικητή κεντρικής τράπεζας ήταν: «Τι συνέπειες θα έχει μια αποτυχία να υπάρξει συμφωνία;» Η απάντηση ήταν: «Ολέθριες».