τίποτα, πόσο μάλιστα που καμία διόρθωση δεν είδαμε από τους συγκεκριμένους. Αυτοί λοιπόν και όσοι
ακόμα φιλοδοξούν να είναι αυτοί που “διατηρούν σωστά το μέτρο” και “ορίζουν σωστά τον πήχη της
πολιτικής δράσης”, ας καταλάβουν μια κι έξω πως εκτός από τη ματαιότητα της επιδίωξής τους να
σπεκουλάρουν και να χειραγωγήσουν τον αντιφασιστικό ή και ευρύτερο αγώνα, υπάρχει και κυριαρχεί η
ματαιότητα της ίδιας τους της δράσης, αφού αυτό που ορίζουν αυτοί ως “σωστό ορισμό του πήχη” και
“σωστή διατήρηση του μέτρου”, δεν αφορά ούτε τον “πήχη” ούτε και το “μέτρο” της εποχής μας. Ίσως,
μιας άλλης εποχής με χαμηλότερης έντασης ταξική σύγκρουση, με περισσότερη κοινωνική ομαλότητα, με
περισσότερη κοινωνική ειρήνη. Μιας εποχής που απ’ ότι φαίνεται, προσβλέπουν και ευελπιστούν να
έρθει ξανά -και τελικά προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η πολιτική τους δράση-, να επανέλθει ο
καπιταλισμός σε κατάσταση ισορροπίας, να καταφέρει το καθεστώς με τους χειρισμούς του να βρει τη
διέξοδο από την κρίση, να τελειώνει αυτή η αβέβαιη και γεμάτη κάθε είδους προκλήσεις εποχή χωρίς
κοινωνική ηρεμία, χωρίς ταξικούς συμβιβασμούς, χωρίς πολιτική ομαλότητα και που ο “πήχης” της
δράσης έτσι όπως τον θέτει η σκληρή πραγματικότητα, παραείναι ανεβασμένος για τις δικές τους…
επιδόσεις.
Και για να τελειώνουμε με αυτή τη μοιρολατρική ρητορεία, η επίθεση στο Ν. Ηράκλειο όχι μόνο δεν
ανέβασε τον πήχη πάνω από κάποιο “επιτρεπτό” όριο και δεν αναβάθμισε “αυθαίρετα” σε στρατιωτικό
και πολιτικό επίπεδο τη σύγκρουση με τις κυρίαρχες δυνάμεις, αλλά ήταν μια αυτονόητη ενέργεια που το
πολιτικό της επίπεδο άρμοζε στην ιστορική αυτή περίοδο και στην ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου.
Αυτή η ενέργεια ήταν σε πολιτική ισορροπία με τις συνθήκες και τις προκλήσεις της εποχής, ήταν μια
ενέργεια που άρμοζε στους φασίστες. Και για όσους πιστεύουν πως “το αίμα δεν απαντιέται με αίμα”
όπως έγραψαν κάποιοι, καλά θα κάνουν να μην συμμετέχουν ξανά σε πορείες που γίνονται για νεκρούς
δικούς μας και που κυριαρχεί το σύνθημα “το αίμα κυλάει εκδίκηση ζητάει” και να μην ξεστομίσουν ξανά
μεγαλοστομίες όπως “τσακίστε τους φασίστες” ή “κρεμάλα” και “θάνατος στους φασίστες”, να μην
φωνάζουν συνθήματα που αναφέρονται στο ’40. Γιατί η αμετροέπεια στην πολιτική δεν είναι μόνο
βλακώδες συνήθεια αυτών που επιμένουν να παραμένουν σε νηπιακή πολιτικά ηλικία, αλλά είναι και
επικίνδυνη. Επικίνδυνη γιατί η αυτοπροβολή τους ως αμείλικτου εχθρού του κράτους, των φασιστών, του
καπιταλισμού και των αφεντικών από τη στιγμή που δεν έχουν διάθεση για καμία ουσιαστική σύγκρουση,
το μόνο που καταφέρνει είναι να τους καθιστά μονίμως στόχο και μάλιστα άοπλο πολιτικά, άοπλο
στρατιωτικά και ευάλωτο. Δηλαδή, εύκολο θύμα για να ασκείται πάνω του το κράτος και οι φασίστες. Να
ποιοι είναι τελικά και οι “χρήσιμοι ηλίθιοι”, όπως γράφτηκε κάπου.
“Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΠΙΤΑΧΥΝΕΙ ΤΗ ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ-
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΟΣ”
Η συνέχεια της παραπάνω διαπίστωσης λέει: “…προσφέρει ένα επιπλέον άλλοθι στη γενικευμένη
αστυνομική διακυβέρνηση”. Είναι παμπάλαια αυτή η θέση της ενσωματωμένης αριστεράς,
κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής που πάντα ήταν αντίθετη σε κάθε είδους δυναμική μορφή
αγώνα. Μόνο που ειδικά στις μέρες μας φαντάζει γελοία. Ενώ χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ ούτε ως
πρόσχημα από το κράτος η ένοπλη δράση για την σκλήρυνση του νομοθετικού πλαισίου, από τις αρχές
το 2001 έχει περάσει σειρά “αντιτρομοκρατικών” νόμων, έχει επιτεθεί σε αμέτρητες πορείες, έχει
δολοφονήσει, έχει στείλει στο νοσοκομείο με ανοιγμένα κεφάλια εκατοντάδες ανθρώπους και με την
πρακτική αυτή να έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ έχει κλείσει σειρά καταλήψεων, έχει κηρύξει
παράνομες όλες τις απεργίες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, έχει επεκτείνει τις διώξεις με βάση τον
“αντιτρομοκρατικό” σε σειρά μαζικών δράσεων όπως πορείες και με βάση αυτόν ασκεί διώξεις και
φυλακίζει κατοίκους τοπικών κοινωνιών για την αντίστασή τους, κάποιοι μωρολογούν για τα δεινά της
“τρομοκρατίας”.
Η εξήγηση που υπάρχει και σε αυτή τη θέση είναι πάλι ο φόβος. Ο φόβος των κρατικών αντιποίνων αυτή
τη φορά. Και αυτοί που ισχυρίζονται αυτά, δεν κάνουν ποτέ τίποτε άλλο παρά να κινδυνολογούν, να
σπέρνουν τον φόβο, την ανασφάλεια, την ηττοπάθεια.
Όμως το κράτος δεν χρειάζεται πλέον καμία αφορμή για να σκληρύνει περισσότερο τη στάση του. Ιδίως
στην εποχή μας είναι η υποχώρηση των ταξικών και κοινωνικών αντιστάσεων και αγώνων οι αιτίες που
το κράτος προχωρά σε όλο και πιο σαρωτικά κατασταλτικά μέτρα. Στόχος είναι να μην κινείται απολύτως
τίποτα. Δεν ιεραρχεί τις κατασταλτικές επιχειρήσεις. Επιτίθεται στους πάντες και τα πάντα ταυτόχρονα.
Όσο αφήνεις το κράτος ανενόχλητο, η κρατική ασυδοσία θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Αυτό αφορά μια
ολόκληρη στρατηγική επιλογή για την εξουσία και όχι την αυθόρμητη απάντησή της σε ένοπλες ενέργειες,
καθώς δεν λειτουργεί ποτέ με τέτοιους όρους.
“ΘΑ ΕΝΙΣΧΥΘΕΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΚΡΩΝ”
“ΘΑ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΘΕΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΚΡΩΝ”
Οι απόψεις αυτές είναι εκ διαμέτρου αντίθετες ως εκτιμήσεις για το αποτέλεσμα της ενέργειας. Όμως η
σύγχυση ήταν η αιτία, σε κάποιες περιπτώσεις οι εκτιμήσεις αυτές να συνυπάρχουν στο ίδιο κείμενο.
Έτσι, σε μια περίπτωση, η “θυματοποιημένη Χρυσή Αυγή” μετά την επίθεση “είχε την ευκαιρία να ενωθεί
με τις υπόλοιπες κοινοβουλευτικές δυνάμεις απέναντι στον κοινό εχθρό της τρομοκρατίας” (Αυτόνομο
Στέκι). Είναι αυτονόητο πως σε αυτή την θέση συνυπάρχει η εκτίμηση περί αποδυνάμωσης της “θεωρίας
των δυο άκρων”, αφού η Χρυσή Αυγή παύει να αποτελεί το ένα άκρο και εναγκαλίζεται με τις υπόλοιπες
κοινοβουλευτικές δυνάμεις. Στο ίδιο κείμενο και παρακάτω υπάρχει η άποψη πως η η ενέργεια υπηρετεί
τη “θεωρία των δυο άκρων” αφού η επίθεση την “υπηρετεί ως το άλλο άκρο”. Προφανώς ο πανικός
-ομολογουμένως μη αναμενόμενος- που προκάλεσε σε μερικούς η ενέργεια, έφερε και την πλήρη
διασάλευση της λογικής.
Τελικά τι αρνητικό και εχθρικό προς το κίνημα “εξυπηρέτησε” η επίθεση για τους πανικόβλητους
προβοκατορολόγους και εχθρούς της ένοπλης δράσης και των δυναμικών μορφών αγώνα; Ποια είναι η
δική μας θέση; Τίποτα. Όλα βρίσκονται στη νοσηρή πολιτική φαντασία αυτών που τα γράφουν.
Όσον αφορά την κυβέρνηση, αυτή φάνηκε από την πρώτη στιγμή ότι ήρθε σε πολύ δύσκολη θέση. Οι
μεγαλοστομίες για τα άκρα υποχώρησαν ή εξαφανίστηκαν, οι ακροδεξιοί εκπρόσωποί της μαζεύτηκαν και
ο φόβος για τις επιπτώσεις κοινωνικά και πολιτικά της ενέργειας δεν κρυβόταν. Δεν μπορούσαν να
διαχειριστούν την επίθεση αυτή, δεν μπορούσαν να την θάψουν ή να την υποβαθμίσουν. Και επειδή οι
κυβερνώντες δεν είναι ηλίθιοι -όπως μερικοί “δικοί μας”- είχαν και έχουν επίγνωση ότι αυτή η επίθεση
σημαίνει πως υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν πολύ σημαντικότερη την εγκληματική δράση της Χρυσής
Αυγής και την πολιτική συγκάλυψής της από την κυβέρνηση, πως δεν έχουν μεγάλες προσδοκίες από
την “δικαιοσύνη” και πως δεν έχουν την διάθεση να αφήσουν την τιμωρία των φασιστών στο κράτος. Και
αυτό το συμπέρασμα δεν γνωρίζουν στην κυβέρνηση πόσο μεγάλη διάσταση έχει μέσα στην κοινωνία.
Ώσπου ήρθαν οι ακροαριστεροί και αναρχικοί καλοθελητές να συνδράμουν στην διασκέδαση των φόβων
τους φροντίζοντας αμέσως να διαχωριστούν, συναγωνιζόμενοι μεταξύ τους σε αισχρότητα.
Δεν είναι τυχαίο πως γνωστός μπατσοδημοσιογράφος, κατ’ εντολή φυσικά, του υπουργείου Δημόσιας
Τάξης και των επικοινωνιολόγων της κυβέρνησης, δημοσιοποίησε μετά την ανάληψη ευθύνης κείμενο
όπου προβάλλεται η θέση περί “πιθανών πρακτόρων αναμεμειγμένων στο αντάρτικο πόλης”. Δεν θα
μπορούσαν να αφήσουν όλη αυτή την αριστεροαναρχική πρακτορολογία αναξιοποίητη και καθώς μετά
την ανάληψη ευθύνης τινάχτηκαν στον αέρα τα βρώμικα σενάρια, είπε και το κράτος να βάλει ένα χεράκι
για την διατήρησή τους, έστω και ως αμφιβολία.
Αν υπάρχει κάτι λοιπόν που θα αποτελεί τη “βαριά κληρονομιά όσων στο μέλλον θα υπερασπίζονται την
έννοια της Ελευθερίας, αν δεν λογικοποιούν τους αγώνες και δεν διαθέτουν επαρκή κοινωνικά
αισθητήρια” (Αντιφασιστικό Μέτωπο Γερανείων), αυτό δεν είναι η επίθεση στο Ν. Ηράκλειο και οι δυο
νεκροί φασίστες, αλλά η απαράδεκτη στάση όλων αυτών των συκοφαντών και των ελεεινολόγων, που
συνέδραμαν το έργο του κράτους στην απόπειρα -ανεπιτυχή τελικά- ηθικής απαξίωσης της επίθεσης. Τα
δικά τους γραπτά είναι αυτά που θα πέφτουν ως “βαριά σκιά στον αγώνα”, και θα είναι “η βαριά
κληρονομιά για αυτή και τις επόμενες γενιές”. Και μέχρι να εξαφανιστούν οι εχθρικές προς το
απελευθερωτικό πρόταγμα και αγώνα στάσεις και λογικές αυτών των αμοραλιστών, καλό είναι -παρά το
δυσάρεστο αυτών των καταστάσεων- να μην αφεθούν από κανέναν να ξεχαστούν.
ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΟΛΟΓΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ….
Ενώ θα περίμενε κάποιος ότι θα το βούλωναν μετά την ανάληψη ευθύνης, δεν ήταν λίγοι αυτοί που
είχαν το θράσος να συνεχίζουν την προβοκατορολογία και λασπολογία, επιχειρώντας αυτή τη φορά να
“χρησιμοποιήσουν” το περιεχόμενο της προκήρυξης. Μόνο που στις περισσότερες των περιπτώσεων
δεν είδαμε τίποτα περισσότερο παρά την αντιγραφή σχεδόν ατόφιων των εκτιμήσεων και διαπιστώσεων
των μπάτσων, έτσι όπως τις εξέφρασαν οι αστυνομικοί ρεπόρτερ. Ήταν πραγματικά αστείο να διαβάζεις
αναρχικές δημοσιεύσεις και να είναι σαν να διαβάζεις το δελτίο ειδήσεων κάποιου τηλεοπτικού καναλιού:
“Λείπουν τα παραδοσιακά τεκμήρια που πιστοποιούν την ταυτότητα της πράξης” ή “η κατάθεση
επιχειρησιακών στοιχείων της επίθεσης” που οι πολέμιοι πλην όμως “ιθύνοντες” του ένοπλου καταλήγουν
ότι “τεκμηρίωνε με αποκαλυπτικό τρόπο την αυθεντική ταυτότητα της πράξης”. Με βάση αυτά και κάποιες
άλλες “ζουμερές” παρατηρήσεις, οι “αναρχοΚλουζώ” καταλήγουν πως “δικαιολογείται κάθε επιφύλαξη για
τη γνησιότητα της ανάληψης”, αναπαράγοντας ατόφιους τους προβληματισμούς των αστυνομικών
συντακτών στα τηλεοπτικά κανάλια. (Σινιάλο). Πάλι καλά που δεν διαμορφώνει το σύστημα των ΜΜΕ
-απέναντι στο οποίο “είμαστε” λάβροι- τις “αναρχικές συνειδήσεις”. Αυτή όμως, ήταν η τελευταία έκφανση
από τις τόσες της τηλεοπτικής συνείδησης που υιοθέτησαν όσοι από την αριστερά και τους αναρχικούς
μας επιτέθηκαν, και την οποία τηλεοπτική συνείδηση πρόβαλαν ως κοινωνική και ως συνείδηση του
κινήματος. Στην τηλεοπτική προπαγάνδα δεν οφείλεται εξάλλου και ένα σημαντικό μέρος της
προβοκατορολογίας; Ή η “αποκρουστικότητα της εκτέλεσης” όπως είπαν κάποιοι, λόγω της προβολής
του βίντεο που χρυσαυγίτες έδωσαν στη δημοσιότητα για τους δικούς τους λόγους; Μήπως υπάρχουν
πολιτικές εκτελέσεις -στην ιστορία του εγχώριου αντάρτικου είχαμε αρκετές τις τελευταίες δεκαετίες- πιο…
ουμανιστικές επειδή δεν έτυχε να παιχτούν στην τηλεόραση;
Σχετικά με την προκήρυξη δεν είναι δυνατόν να μείνουμε στο σύνολο των ανεδαφικών και των αστείων
τηλεοπτικής προέλευσης προσεγγίσεων, όπως δεν είναι δυνατόν να απαντάμε σε κάθε γελοιότητα. Θα
μείνουμε όμως στην άποψη κάποιων περί “στοχοποίησης μεγάλου μέρους του κοινωνικού συνόλου”,
όπου εννοούν τους αμετανόητους υποστηρικτές και ψηφοφόρους της ΧΑ, άποψη που “συμπεραίνεται”
από την αναφορά της προκήρυξης στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Προφανώς για αυτούς που
καταγράφουν αυτή τη θέση, θεωρούν αυτούς που ψηφίζουν τη Χ.Α. ως ένα τμήμα της κοινωνίας όπως
όλα τα άλλα, το οποίο και προσδοκούν(;) να πάρουν μαζί τους! Τι μεγαλύτερη ανοησία από αυτή; Γι’
αυτούς που έχουν την άποψη ότι κακώς μιλάμε με εχθρικό τρόπο για τους ψηφοφόρους της Χ. Α., η
λεγόμενη “κοινωνική απεύθυνση” μάλλον είναι μια σούπα, όπως σούπα είναι και η κοινωνία. Χωρίς
ταξικά αλλά και πολιτικά κριτήρια, όλοι σε μια στιγμή είναι πιθανοί σύμμαχοι με την ίδια ευκολία που την
άλλη στιγμή όλοι μπορούν να αναχθούν σε πιθανούς εχθρούς. Δεν έχουν αντιληφθεί προφανώς ότι η
παγιωμένη θέση κάποιων χιλιάδων στην Ελλάδα να ψηφίζουν Χρυσή Αυγή ακόμα και μετά την
δολοφονία Φύσσα, είναι η ρητή ομολογία της ταύτισής τους με το νεοφασιστικό φαινόμενο. Ή μήπως
πιστεύουν πως όλοι αυτοί έχουν αποδεχτεί την θέση των χρυσαυγιτών περί σκευωρίας για τις διώξεις και
τις φυλακίσεις των στελεχών τους, ότι πρόκειται για “τα σκοτεινά σχέδια κάποιων ισχυρών παραγόντων
εντός και εκτός Ελλάδας για να χτυπήσουν τους πραγματικούς πατριώτες”; Κοιμούνται τον ύπνο του
δικαίου αν νομίζουν ότι αυτοί δεν είναι ορκισμένοι εχθροί τους, όπως δεν είναι και ορκισμένοι εχθροί των
μεταναστών και των αντιφρονούντων στο καπιταλιστικό σύστημα. Μας αρέσει δεν μας αρέσει αυτή τη
στιγμή υπάρχουν κάποιες χιλιάδες στην Ελλάδα που πολιτικά έχουν στρατευτεί στο φασιστικό μέτωπο
και αυτούς όσο και να χτυπιέται κάποιος, δεν τους παίρνει μαζί του. Αντιθέτως είναι αυτοί που υπό άλλες
συνθήκες με μια Χρυσή Αυγή δυνατή και αλώβητη, θα στήριζαν ή και θα συμμετείχαν ακόμη στην
διαδικασία των εκκαθαρίσεων του εσωτερικού εχθρού, θα “ακόνιζαν τις ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια”
παρέα με τους οργανωμένους χρυσαυγίτες. Σε αυτούς ας πάνε οι οπαδοί της “κοινωνικής απεύθυνσης”
γενικώς και αορίστως να τους κάνουν πολιτική παρέμβαση.
Για να τελειώνουμε και με αυτές τις ανοησίες. Το να σκιαγραφεί κάποιος τις κοινωνικές και ταξικές
συνθήκες στο λόγο του, τις επιπτώσεις των κυβερνητικών πολιτικών και της κρίσης στην κοινωνία, είναι
κάτι που προσεγγίζεται με βάση το ταξικό κριτήριο. Το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς που πλήττονται
από την κρίση είναι εναντίον του, δεν σημαίνει ότι ακυρώνει την ανάλυσή του για τα αποτελέσματα των
πολιτικών των εξουσιαστών. Προφανώς, κάποιοι έχουν μπερδέψει εντελώς την ανάλυση των κοινωνικών
συνθηκών και των αποτελεσμάτων της δράσης των εξουσιαστών στην κοινωνία με την κατεύθυνση που
μπορεί να έχει η πολιτική παρέμβαση του ανατρεπτικού προτάγματος. Ναι, αυτοί που εξακολουθούν να
ψηφίζουν την Χρυσή Αυγή είναι κοινωνικά αποβράσματα, ασχέτως της ταξικής τους θέσης. Ναι, δεν
είμαστε όλοι οι πληγέντες από την κρίση μαζί ενωμένοι απέναντι στον κοινό εχθρό, το κράτος και τον
καπιταλισμό. Και άμα έρθει η ώρα μιας ευρύτερης κοινωνικής αναταραχής ίσως να πρέπει να περάσουμε
πάνω και από αυτούς. Παρόλα αυτά η απεύθυνση η δική μας δεν μπορεί παρά να έχει πάντα σαφές
ταξικό κριτήριο και προσανατολισμό, αφού και ο απελευθερωτικός αγώνας μόνο ταξικός μπορεί να είναι.
Διαταξική επανάσταση δεν μπορεί να γίνει. Και σε αυτή την απεύθυνση υπάρχουν πολλές χιλιάδες
ανθρώπων που έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά, και τα μυαλά τους δεν τα έχει κάψει η κρίση ή η φασιστική
προπαγάνδα.
ΟΙ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΟΛΟΓΟΙ- “ΤΙΜΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ”
Είπαν κάποιοι πως επειδή ο αα χώρος “δεν συνηθίζει ούτε να προβοκατορολογεί ούτε να
συνωμοσιολογεί, αποκτά και μεγαλύτερη βαρύτητα η όποια σχετική αναφορά” ενώ βεβαιώνουν(!) πως
για τον παραπάνω λόγο η “ερμηνεία της προβοκάτσιας έχει ήδη υπονομεύσει και την πολιτική
σοβαρότητα οποιασδήποτε άλλης ενδεχομενικότητας” (Σινιάλο). Ναι, αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα και
προβληματίζει η προβοκατορολογία από αυτόν τον χώρο γιατί δείχνει για πρώτη φορά τη σοβαρότητα
της πολιτικής και ηθικής έκπτωσης κάποιων. Ναι, προβληματίζει και θα πρέπει να συνεχίζει να
προβληματίζει αυτό το φαινόμενο, γιατί όμοιό του δεν υπάρχει στην ιστορία του α/α χώρου. Ενός χώρου
που έχει χρεωθεί κατ’ επανάληψη μετά από συγκρούσεις στους δρόμους με τις δυνάμεις καταστολής την
κατηγορία του προβοκάτορα. Προβληματίζει στο κατά πόσο μπορούν να συνυπάρχουν πλάι σε άλλους,
άτομα ή και ομάδες που έχουν ξεπέσει σε τέτοιο επίπεδο. Που αποκαλούν “προβοκάτορες”, “πράκτορες”,
“δολοφόνους”, “τρομοκράτες” αγωνιστές. Που όσο και αν διαφωνούν με τις επιλογές κάποιων αγωνιστών,
δεν αρκούνται στην καταγραφή της διαφωνίας τους, αλλά επιδιώκουν τον πολιτικό διασυρμό και την
ηθική απαξίωσή τους μέσω της ταύτισής τους με τις πολιτικές θέσεις, τις αξίες και την ηθική των
εξουσιαστών. Που γίνονται στήριγμα του καθεστώτος στην πολεμική κατά της ένοπλης δράσης. Που
μέσω των ύβρεων κάνουν έμμεσες μεν, σαφείς δε δηλώσεις νομιμοφροσύνης και υποταγής,
αποκηρύσσουν την ένοπλη δράση, τη βία κατά των φασιστών και γενικεύουν τις αποκηρύξεις τους για τη
βία κατά των εξουσιαστών, τη βία κατά του συστήματος, τη βία για την επανάσταση, τελικά και την ίδια
την επανάσταση.
Στην προοπτική να δημιουργηθεί ένα πραγματικό κίνημα ανατρεπτικό, ή έστω στην προοπτική να
επιχειρηθεί μια οργάνωση ακόμα και των υπαρχουσών δομών, που μπορεί να μην έχει μεγάλες πολιτικές
απαιτήσεις και αξιώσεις από αυτούς που θα το επιχειρήσουν, αλλά σίγουρα θα απαιτεί μια μίνιμουμ βάση
συμφωνιών πρώτα απ’ όλα σε αξιακό επίπεδο, τι θέση μπορούν να έχουν οι προαναφερθέντες; Σε ποια
βάση κυρίως αξιακή και ηθική μπορεί να βασιστεί μια πολιτική συνύπαρξη με τέτοιες θέσεις; Ή μήπως θα
είναι αυτοί που στην τελική θα καθορίσουν με τις σάπιες αντιλήψεις τους το ποιον και τις στοχεύσεις ενός
ευρύτερου πολιτικού πειράματος του α/α χώρου διαχέοντας τη σήψη;
Αυτό το κίνημα που στο όνομά του πολλοί μιλούν χωρίς να έχουν ούτε την εγκυρότητα αλλά ούτε και την
πολιτική βαρύτητα να το κάνουν και που στο τέλος-τέλος δεν έχουν καν το δικαίωμα, είναι ένα
σοβαρότατο ζητούμενο να δημιουργηθεί με πραγματικά ανατρεπτικούς πολιτικούς όρους, ώστε να μπορεί
να αλλάξει τόσο τις εσωτερικές συνθήκες στη βάση των αγωνιστών και των αντιστεκόμενων ανθρώπων
σήμερα όσο και τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ευρύτερα στην κοινωνία. Γιατί αποτελεί όλο και
περισσότερο κοινό τόπο πλέον η πεποίθηση ότι η ανυπαρξία πραγματικού επαναστατικού αναρχικού ή
ευρύτερου αντικαπιταλιστικού κινήματος αυτή την περίοδο, ως ένα μεγάλο βαθμό είναι η αιτία της
κοινωνικής καθίζησης και της ήττας μέχρι στιγμής, παρά τα τελευταία χρόνια αγώνων (2010-2012) με
απεργίες, παλλαϊκά συλλαλητήρια εκατοντάδων χιλιάδων λαού και συγκρούσεις ενάντια στα μνημόνια
που έχουν επιβληθεί στη χώρα και που δεν έχουν καταφέρει στο ελάχιστο να φρενάρουν την άνευ
προηγουμένου ταξική επίθεση του κεφαλαίου εναντίον του ελληνικού λαού και των μεταναστών που ζουν
σε αυτή τη χώρα. Όπως επίσης, η έλλειψη ενός πραγματικού επαναστατικού αναρχικού κινήματος είναι
ένας ανάμεσα σε άλλους λόγους και αιτίες που οδήγησε στην ενδυνάμωση των φασιστών της Χρυσής
Αυγής.
Όμως η δημιουργία του όπως δείχνουν οι ύστερες πολιτικές καταστάσεις στον χώρο, αναγκαστικά θα
περάσει και δια μέσου των υφιστάμενων στερεοτύπων, κάποια από τα οποία ευθύνονται για την
ευρύτητα της πολύπλευρης συκοφάντησης της επίθεσης στους φασίστες. Αυτό, όχι γιατί μπορεί να είναι
αντικείμενο ξεκαθαρίσματος η συμφωνία ή η διαφωνία με την επίθεση αυτή, αλλά είναι αντικειμενικώς
επιβεβλημένη η τοποθέτηση πάνω στο “δικαίωμα” της προβοκατορολογίας, της ύβρεως, της
λασπολόγησης, της συκοφάντησης, με βάση την “διαφορετική πολιτική άποψη”. Και αν ο “σεβασμός στην
διαφορετική πολιτική άποψη” αφήνει χώρο στους προβοκατορολόγους και τους χυδαίους συκοφάντες
όπως οι προαναφερθέντες, αλλά αποδέχεται τις βρώμικες επιθέσεις όπως αυτές, των οποίων ζητούμενο
είναι η αφαίρεση κάθε σπιθαμής πολιτικού χώρου για ενέργειες όπως αυτή του Ν. Ηρακλείου με τους
χειρότερους δυνατούς όρους, τότε ο “σεβασμός στην διαφορετική πολιτική άποψη” αφορά μόνο αυτούς
με τους οποίους “κάνουν τα ίδια πράγματα”, τα οποία “πράγματα” και το νόημά τους ποσώς ενδιαφέρει
αν βοηθάει ή όχι την επανάσταση. Γιατί αν υπάρχει κάτι ακόμα που αποκάλυψε η ιστορία αυτή είναι πως
ο συγκεντρωτισμός και η αποστροφή προς διαφορετικές επιλογές δράσης -βασικά της ένοπλης δράσης-
ξεχειλίζει από ορισμένους. Και το χειρότερο είναι πως αυτή η ιστορία, όπως αποδείξαμε παραπάνω,
ανέδειξε σειρά αντεπαναστατικών αντιλήψεων και τάσεων, ενώ ο συγκεντρωτισμός τους στο βαθμό που
δεν αντιμετωπιστεί, θα γίνει ένα βαρύτατο ανάχωμα στις όποιες μελλοντικές επαναστατικές διεργασίες.
Και ας λάβουμε υπόψιν μας ότι αν δεν μπει φρένο σε αυτές τις συμπεριφορές, θα επαναληφθούν και
μάλιστα, με ακόμα χειρότερους όρους.
Αν τελικά, υπήρχαν κάποιοι που με τη στάση τους έβλαψαν σοβαρά, δυσφήμησαν τον χώρο και που
πρόσθεσαν επιπλέον “μουτζούρες” και μάλιστα επικίνδυνες και πολύ σοβαρές, στην υπάρχουσα πολιτική
κατάσταση, αλλά και στην προοπτική δημιουργίας ενός κινήματος, αυτοί δεν ήταν οι αγωνιστές των
Μαχόμενων Λαϊκών Επαναστατικών Δυνάμεων με την επίθεση στο Ν. Ηράκλειο, αλλά αυτοί που με την
πολεμική τους τάχθηκαν πολιτικά πλάι στα πιο αντιδραστικά, τα πιο αντεπαναστατικά στοιχεία αυτού του
τόπου, που τάχθηκαν πλάι στο καθεστώς και τους πολιτικούς λακέδες του. Στην τελική, ας λάβουν
υπόψιν τους όλοι αυτοί πως από εδώ και στο εξής κάθε συγκρουσιακή και όχι μόνο ένοπλη πρακτική θα
παρουσιάζεται από το καθεστώς ως “προβοκάτσια που θα στρέφεται ενάντια στη χώρα” (κυβέρνηση) ή
ακόμα και “ενάντια στους κοινωνικούς αγώνες” (Σύριζα, ΚΚΕ) και σε αυτό έχουν προσφέρει τα μάλα οι
“σύντροφοι” προβοκατορολόγοι.
Και μια και ο λόγος περί κινήματος, οφείλουμε να απαντήσουμε και σε μια κριτική που μιλά για το
δίλημμα μαζική βία ή ατομική βία χαρακτηρίζοντας την εκτέλεση των δύο νεοναζί ως πράξη ατομικής
βίας. Αυτή η άποψη προέρχεται κυρίως από την αριστερά, αλλά μας έκανε μεγάλη είναι αλήθεια “τιμή” να
ασχοληθεί μαζί μας και ο πρόσφατα καρατομημένος από το κομματικό ιερατείο του ΚΚΕ συντάκτης του
Ριζοσπάστη.
Η έννοια της ατομικής βίας είναι παλιά όσο και η ιστορία του εργατικού κινήματος από την εποχή της Α ́
Διεθνούς. Η έννοια της ατομικής βίας ήταν μια εφεύρεση των μαρξιστών στα τέλη του 19ου αιώνα και έτσι
χαρακτήριζαν τις ατομικές ως επί το πλείστον εκτελέσεις βασιλιάδων, προέδρων κρατών που είχαν
επιδοθεί οι αναρχικοί στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα, τις οποίες τοποθετούσαν αυθαίρετα έξω
από το εργατικό κίνημα και ως ενέργειες επιζήμιες για το κίνημα. Τους αγωνιστές δηλαδή, που έδωσαν τη
ζωή τους εκτελώντας τυράννους καταλήγοντας στην γκιλοτίνα, στην αγχόνη ή στην γκαρότα, οι μαρξιστές
τους κατηγορούσαν ως όργανα της αντίδρασης, ή όπως λέει τώρα ο πρώην συντάκτης του Ριζοσπάστη
Μπογιόπουλος για τους εκτελεστές των νεοναζί στο Ν. Ηράκλειο, ως “η άλλη όψη του νομίσματος των
ταγμάτων εφόδου”.
Η διαμάχη μαρξιστών-αναρχικών είναι τόσο παλιά όσο και η ύπαρξη του εργατικού κινήματος από την
περίοδο της Α ́ Διεθνούς. Οι κατηγορίες για προβοκάτσια, πράκτορες και σκοτεινά κέντρα είναι τόσο
παλιές και ξεκινούν από τότε, όπου στα πλαίσια της Α ́ Διεθνούς οι Μαρξ και Ένγκελς κατηγορούσαν τον
Μπακούνιν για να τον εξοστρακίσουν από την Διεθνή ως πράκτορα του τσάρου. Κατηγορούσαν ως
πράκτορα του τσάρου αυτόν που συνελήφθη (πριν γίνει αναρχικός) για τη συμμετοχή του στην
επανάσταση του 1848 στην Γερμανία και που από το 1849 ως το 1861 πέρασε 2 χρόνια στα φημισμένα
μπουντρούμια του φρουρίου Πετροπαυλώφσκ στην Πετρούπολη και τα υπόλοιπα 10 χρόνια εξορία στην
Σιβηρία πριν δραπετεύσει. Για τους Μαρξ και Ένγκελς, μαζικό κίνημα αποτελούσε κυρίως η ίδρυση
σοσιαλιστικών κομμάτων που θα συμμετείχαν στο αστικό κοινοβούλιο και είτε θα προσπαθούσαν να
καταλάβουν την εξουσία με αυτό τον τρόπο είτε θα πίεζαν για την ψήφιση νόμων προς όφελος της
εργατικής τάξης, ενώ οι ένοπλες εξεγέρσεις που ευαγγελιζόταν ο Μπακούνιν και οι αναρχικοί (απόπειρα
στην Λυών τον Σεπτέμβρη του 1870, απόπειρα στην Μπολώνια το 1874, Μπενεβέντο 1877), ήταν
ενέργειες αντικινηματικές!! Το έργο του Μαρξ, Εμφύλιος Πόλεμος στην Γαλλία, που αφορούσε την
Παρισινή Κομμούνα ήταν περισσότερο μια καιροσκοπική προσπάθεια να καπελώσει το εγχείρημα της
Κομμούνας -με τέτοιου είδους ένοπλα εγχειρήματα διαφωνούσε- και να το παρουσιάσει ως ενσάρκωση
της θεωρίας του περί Δικτατορίας του Προλεταριάτου. Αργότερα ο Λένιν αν και δεν θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως ορθόδοξος μαρξιστής -αφού επιχείρησε μια επανάσταση σε μια υπανάπτυκτη
καθυστερημένη χώρα, σε αντίθεση με την θέση του Μαρξ ότι οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις θα
ξεσπάσουν στις ανεπτυγμένες χώρες-, υιοθέτησε την ρητορική περί “ατομικής βίας” και δεν δίστασε να
καταδικάσει και τον ίδιο του τον αδερφό ο οποίος ήταν μέλος της Ναρότναγια Βόλια και απαγχονίστηκε
για απόπειρα εναντίον του τσάρου Αλέξανδρου του Γ ́. Όμως οι πρακτικές των ληστειών που διέπραξαν
με τη συγκατάθεση της ηγεσίας μέλη του μπολσεβίκικου κόμματος για την χρηματοδότηση του κόμματος
και του αγώνα, όπως ο Στάλιν που την περίοδο εκείνη είχε το ψευδώνυμο Κόμπα, μάλλον θυμίζουν
περισσότερο “νετσαγιεφικές” πρακτικές παρά ορθόδοξες μαρξιστικές
πρακτικές. Αλλά ο πρώην
συντάκτης του Ριζοσπάστη έχει επιλεκτική μνήμη.
Όσο για τους “Ζορό” που επικαλείται ο πρώην συντάκτης του Ριζοσπάστη, που “αφήνει τη χλιδή του
αρχοντικού του για να πάρει εκδίκηση για τους δούλους που….διατηρεί στις φυτείες του”, εδώ αδικεί και
τους ίδιους τους άγιους πατέρες της “μαρξιστικής θρησκείας”. Όλα τα ινδάλματά του θα μπορούσαμε να
πούμε ότι εμπίπτουν κατά κάποιο τρόπο στην θεωρία του περί “Ζορό”. Ο Μαρξ δεν είχε προλεταριακή
καταγωγή αλλά μικροαστική, ο Ένγκελς ήταν βιομήχανος και εξακολουθούσε να ήταν βιομήχανος όταν
συμμετείχε στην συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, οι Λένιν και Τρότσκι ήταν μικροαστικής
καταγωγής και ο μοναδικός που είχε φτωχή καταγωγή ήταν ο Στάλιν που ήταν παπαδοπαίδι. Ακόμα και ο
Τσε ήταν γόνος μεσοαστικής οικογένειας. Ο μαρξισμός υπήρξε ανέκαθεν η ιδεολογία της “επαναστατικής
διανόησης” (ιντελινγκέντσια), δηλαδή των ατόμων εκείνων που ανήκαν όχι βέβαια στο λαό και στο
προλεταριάτο, αλλά στη μεσαία τάξη οι οποίοι έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του προλεταριάτου
και επέλεξαν τη σύγκρουση με το κατεστημένο. Ας δούμε λίγο την ταξική καταγωγή αυτών των
“ατομικιστών τρομοκρατών” για τους οποίους όπως έγραφε ο Ένγκελς στον γραμματέα του ισπανικού
σοσιαλιστικού κόμματος Πάμπλο Ιγκλέσιας, “τούτο το πυροτέχνημα των δολοφονιών που δεν έχει κανένα
νόημα και αν το καλοκοιτάξεις είναι πληρωμένες και μονταρισμένες από την αστυνομία, δεν μπορεί να
μην ανοίξει τα μάτια ακόμα και του αστισμού για τον αληθινό χαρακτήρα αυτής της προπαγάνδας των
φρενοβλαβών και βαλτών πρακτόρων”. Ο Σάντο Τζερώνυμο Καζέριο 21 χρονών ο οποίος εκτέλεσε τον
πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Σαντί Καρνώ στην Λυών το 1894, ήταν φούρναρης στο επάγγελμα,
γιος μιας φτωχής χωριάτισσας από την Λομβαρδία. Ο Αντζιολλίλο, εκτελεστής του Ισπανού
πρωθυπουργού Κανόβας ντελ Καστίλιο το 1898, ήταν εργάτης. Ο Γκαετάνο Μπρέσι, εκτελεστής του
Ιταλού βασιλιά Ουμβέρτου του Β ́το 1900 ήταν εργάτης. Ο Λέον Τσόλγκοτς, εκτελεστής του προέδρου
των ΗΠΑ Ουίλιαμ Μακ Κίνλεϋ το 1901, ήταν εργάτης μετανάστης πολωνικής καταγωγής. Οι εκτελεστές
του Ισπανού πρωθυπουργού Εδουάρδο Ντάτο το 1921, οι Πέντρο Ματέου, Ραμόν Άρκς και Ραμόν
Κασανέγιας ήταν εργάτες μεταλλουργοί στο επάγγελμα οργανωμένοι αναρχοσυνδικαλιστές. Αυτοί ήταν οι
“πληρωμένοι πράκτορες” για τους μαρξιστές!! Για μας, ακόμα και στην περίπτωση κάποιου που έχει
αστική καταγωγή αλλά έχει θέσει τον εαυτό του στον αγώνα για την απελευθέρωση των φτωχών, όχι
μόνο δεν είναι υποτιμητικό ούτε θεωρούμε κάποιους ως “Ζορό”, αλλά είναι και προς τιμήν του γιατί ενώ
θα μπορούσε να κάτσει και να απολαύσει τα ταξικά προνόμιά του, αντιθέτως, προδίδει την τάξη από την
οποία προέρχεται για να υποστηρίξει τις κατώτερες λαϊκές τάξεις στον αγώνα για κοινωνική
απελευθέρωση. Και σε αυτό το επίπεδο σεβόμαστε ακόμα και τον Μαρξ και τους επιγόνους του για τις
επιλογές τους, παρά τη σφοδρή αντιπαράθεσή μας με πολλές από τις πολιτικές τους θέσεις.
Όμως ποιο είναι το αριθμητικό κριτήριο που θα καθορίσει τι είναι μαζικό κίνημα; Από πόσους αποτελείται
ένα κίνημα για να θεωρείται μαζικό; Και επειδή κατηγορούμαστε για παραχάραξη της ιστορίας
αναφερόμενοι στην παράδοση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, θα αναφέρουμε τα εξής
:
Ο ΕΛΑΣ ο οποίος στο τέλος της
κατοχής ήταν ένας στρατός 50000 μαχητών, δημιουργήθηκε από την επιμονή κυρίως ενός αγωνιστή, του
Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος παρά τις επιφυλάξεις της ηγεσίας του ΚΚΕ που ήθελε περισσότερο έναν
αγώνα στις πόλεις με μαζικές διαδηλώσεις, δημιούργησε τον αρχικό πυρήνα ενός αντάρτικου στρατού
αποτελούμενου από χωρικούς (ταξικά ύποπτους για τους ορθόδοξους μαρξιστές), εμπνεόμενος από τον
τρόπο δράσης των ληστών των βουνών. Ο αρχικός αντάρτικος πυρήνας του ΕΛΑΣ που
πρωτοεμφανίστηκε τον Ιούνιο του 1942 στην Δομνίστα της Ευρυτανίας, αποτελείτο από μια ντουζίνα
αντάρτες. Αυτή η χούφτα των αγωνιστών είναι μέρος του μαζικού κινήματος ή όχι; Για να γίνει κάτι μαζικό,
προϋποθέτει πρώτα τους λίγους που θα πάρουν την πρωτοβουλία. Για να γίνει ο ΕΛΑΣ ένας στρατός
50000 μαχητών, έπρεπε να υπάρξουν πρώτα αυτοί οι λίγοι που σε αντίθεση με ό,τι πίστευε η κομματική
ηγεσία τόλμησε και έκανε την αρχή αυτού που έχει μείνει ως ένα από τα σημαντικότερα αν όχι το
σημαντικότερο γεγονός της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και αυτό είναι υποκρισία να μην το
αναγνωρίζει κάποιος και ας μην είναι κομμουνιστής.
Ο αγωνιστής αυτός, ο Βελουχιώτης, στον οποίο οφείλει ο λαός μας το επίτευγμα της δημιουργίας του
μαζικού αντάρτικου στρατού, του ΕΛΑΣ, και το ΚΚΕ του οφείλει ακόμα και τις ψήφους που παίρνει μέχρι
σήμερα, κατηγορήθηκε στο τέλος ως προβοκάτορας γιατί διαφώνησε με την προδοσία της Βάρκιζας και
ήθελε τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα εναντίον των Άγγλων. Στον άνθρωπο που το ΚΚΕ όφειλε την
δύναμη και την εξουσία που είχε τότε, αφού έδωσε στον κομματικό μηχανισμό την εντολή “ούτε ψωμί,
ούτε νερό”, τον παρέδωσε ουσιαστικά στους μαχαιροβγάλτες των τότε παρακρατικών φασιστικών
συμμοριών για να κοσμήσει το κεφάλι του την κεντρική πλατεία των Τρικάλων. Η ιστορία του ΚΚΕ είναι
γεμάτη από κατηγορίες εναντίον αγωνιστών ως πράκτορες, πουλημένοι, προβοκάτορες, (Πλουμπίδης,
Καραγιώργης, Πουλιόπουλος κλπ).Όπως επίσης, η ιστορία του ΚΚΕ είναι γεμάτη από την ύπαρξη
πραγματικών πουλημένων οι οποίοι βρίσκονταν κυρίως στην ηγεσία ή στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος
και υπήρξαν καθοδηγούμενοι από την αντίδραση όπως π.χ. από τη μεταξική δικτατορία, όπως τα ηγετικά
στελέχη που καθοδηγούσε ο Μανιαδάκης (Τυρίμος, Μιχαηλίδης). Τότε ο Μανιαδάκης εξέδιδε και πλαστό
Ριζοσπάστη. Τους Μαλινόφσκυ καλύτερα ο πρώην συντάκτης του Ριζοσπάστη να τους αναζητήσει στην
ιστορία του κόμματος που ανήκει.
Ο ένοπλος αγώνας αποκηρύχτηκε από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μετά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ
το 1956 και από τότε προκρίθηκε ο “ειρηνικός” δρόμος προς το σοσιαλισμό και η ειρηνική συνύπαρξη με
το καπιταλιστικό μπλοκ. Από τότε πάγια τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων όπως και του ΚΚΕ είναι
να λοιδορεί τις ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις ως “προβοκατόρικες” που κινούνται από “σκοτεινά
κέντρα”. Το ίδιο έκανε και το ΙΚΚ με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τις άλλες ένοπλες αριστερές οργανώσεις
την δεκαετία του ’70. Όμως 40 χρόνια ψεύδους δεν φτάνουν στους παπάδες του ΚΚΕ παρότι έχουν
διαψευστεί οι θεωρίες τους για “σκοτεινά κέντρα” κλπ. Από το 2002 και μετά, με τις κατασταλτικές
επιθέσεις εναντίον της 17Ν, του Επαναστατικού Αγώνα, τη σύλληψη αγωνιστών για συμμετοχή στον
ΕΛΑ, κανείς από όλους όσους φυλακίστηκαν, δεν αποδείχτηκε ότι ήταν εντεταλμένος από κανένα
“σκοτεινό κέντρο”. Επρόκειτο για αγωνιστές αριστερούς ή αναρχικούς, κάποιοι εκ των οποίων πήραν την
πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στις ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις που ανήκαν και
υπεράσπισαν την δράση τους δίνοντας τα πάντα στον αγώνα.
Όμως όπως είπαμε 40 χρόνια ψεύδους δεν φτάνουν. Πέρα από την πάγια τακτική του ΚΚΕ να λοιδορεί
τις ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις, η επίκληση της διαφωνίας και καταδίκης της ατομικής βίας
υπήρξε ανέκαθεν το άλλοθι για την παραίτηση από τον αγώνα για να μην δοθεί πρόσχημα στην κρατική
καταστολή. Έτσι το ΚΚΕ διαφωνούσε με την πρακτική των βομβιστικών ενεργειών ως πράξεις “ατομικής
βίας” που έκαναν διάφορες οργανώσεις την περίοδο της χούντας, γιατί το ΚΚΕ δεν ήθελε να δώσει
αφορμή στη χούντα για καταστολή. Αποδεικνυόταν έτσι τι είδους αντίσταση στη χούντα έκανε το ΚΚΕ. Και
ας μην ξεχνάμε την προβοκατορολογία του ΚΚΕ για τους καταληψίες του Πολυτεχνείου του 1973.
Επίσης, όσον αφορά το “χρυσαυγίτικο” θεώρημα που όπως υποστηρίζεται ότι γράφεται στην προκήρυξή
μας ότι “όλα τα πολιτικά κόμματα ανεξαιρέτως υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι εντολοδόχοι των
Μεγάλων Δυνάμεων”, καταλαβαίνουμε ότι ο πρώην συντάκτης του Ριζοσπάση θα ήθελε να εξαιρέσουμε
το ΚΚΕ, όμως η ιστορία τον διαψεύδει οικτρά. Δεν ήταν αλήθεια ότι το ΚΚΕ ελεγχόταν από την Σοβιετική
Ένωση και από τον Στάλιν, αφού το 1931 διόρισε πραξικοπηματικά τον Ζαχαριάδη στην ηγεσία του
κόμματος μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις διαδικασίες του ΚΚΕ
;
Δεν είναι αλήθεια ότι η Σοβιετική Ένωση δεν
αναγνώρισε την κυβέρνηση του βουνού που είχε συγκροτήσει το ΕΑΜ το 1944 στις Κορυσχάδες και
αντιθέτως, αναγνώρισε τη μοναρχική κυβέρνηση του Γεωργίου του Β ́ με πρωθυπουργό τον Γ.
Παπανδρέου
;
Δεν είναι αλήθεια ότι ακριβώς για αυτό το λόγο, δηλαδή για το γεγονός ότι ο πατερούλης
Στάλιν στα πλαίσια του “αντιφασιστικού” αγώνα εναντίον της Γερμανίας, είχε αποδεχτεί την εκχώρηση της
Ελλάδας στην Αγγλία με αντάλλαγμα την Ρουμανία και την Πολωνία, ότι ήταν αντίθετος με την κατάληψη
της εξουσίας από το ΚΚΕ μετά την απελευθέρωση και γι ́ αυτό έδωσε στο ΚΚΕ οδηγίες να πάει στον
Λίβανο και να συμμετάσχει στην μοναρχική κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου
;
Για τον ίδιο λόγο και η
σύγκρουση των Δεκεμβριανών κατέληξε στην προδοτική συμφωνία της Βάρκιζας όπου τα μέλη του ΕΑΜ-
ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ παραδόθηκαν στη σφαγή των φασιστικών συμμοριών αφού πρώτα οι ηγέτες
εξασφάλισαν αμνηστία. Για τον ίδιο λόγο διαφώνησε η Σοβιετική Ένωση με τον ένοπλο αγώνα του 1946-
49. Γιατί είχε αποδεχτεί τη βρετανική κηδεμονία στην Ελλάδα. Η εξάρτηση του ΚΚΕ από την Σοβιετική
Ένωση ήταν η αιτία της προδοσίας και της ήττας του λαϊκού κινήματος στην δεκαετία του ’40 και η ιστορία
δεν ξαναγράφεται ούτε παρερμηνεύεται από του παπάδες του ΚΚΕ. Παρά την “μεγάλη τιμή” που μας
έκανε ο πρώην συντάκτης του Ριζοσπάστη, θα λέγαμε ότι έχυσε πολύ μελάνι αντιγράφοντας τσιτάτα των
μεσοπόλεμο, αλλά και μετά τον πόλεμο όπως υπήρξε σε άλλες χώρες (Γαλλία, Ισπανία, Λατινική
Αμερική). Παρότι υπήρξαν αναρχικές ομάδες με αξιόλογη δράση στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές
του 20ου στην Πάτρα, τον Πύργο, την Αθήνα, τον Βόλο πολύ πριν την ίδρυση του ΚΚΕ το 1918 -τότε
λεγόταν ΣΕΚΕ-, αυτές οι ομάδες εξαφανίστηκαν και δεν άφησαν καμιά παράδοση στο λαϊκό κίνημα που
δημιουργήθηκε το επόμενο διάστημα. Στην Ελλάδα όταν μιλάμε για το παρελθόν, για το εργατικό και
επαναστατικό κίνημα, μιλάμε για το κομμουνιστικής προελεύσεως επαναστατικό κίνημα και κυρίως για το
ΚΚΕ. Θέλουμε δεν θέλουμε, συμφωνούμε ή διαφωνούμε, αυτό είναι ένα αντικειμενικά ιστορικό γεγονός
και δεν αλλάζει. Το γεγονός ότι το ΚΚΕ υπήρξε μετά το 1931 ένα κόμμα εξολοκλήρου ελεγχόμενο από τον
Στάλιν και την Κομιντέρν, είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Το γεγονός ότι η Εθνική Αντίσταση, το ΕΑΜ-
ΕΛΑΣ ήταν ελεγχόμενο από το σταλινικό ΚΚΕ είναι επίσης ένα αναμφισβήτητο γεγονός, όπως το ίδιο
ισχύει και για τον Δημοκρατικό Στρατό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όσοι συμμετείχαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ,
όσοι συμμετείχαν στην ΕΠΟΝ, όσοι υπήρξαν αντάρτες, όσοι πολέμησαν τους Ιταλούς, την Βέρμαχτ, τους
προδότες, τους χίτες, τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανοτσολιάδες, όσοι συμμετείχαν στην
επανάσταση του 1946-49 ότι ήταν σταλινικοί. Πολλοί δεν ήταν καν αριστεροί. Ο πολιτικός φορέας που
ηγεμόνευσε στο λαϊκό και επαναστατικό κίνημα εκείνης της εποχής ήταν το σταλινικό ΚΚΕ. Το γεγονός ότι
δεν είμαστε μαρξιστές αλλά αναρχικοί, δεν σημαίνει ότι για λόγους ιδεολογικής καθαρότητας θα
πετάξουμε στα σκουπίδια της ιστορίας μια ολόκληρη γενιά που πολέμησε τον φασισμό με τα όπλα, που
πέρασε δια πυρός και σιδήρου στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στις φυλακές, στην Μακρόνησο και στα
ξερονήσια μόνο και μόνο γιατί βρισκόταν κάτω από τις εντολές των σταλινικών. Δεν θα πετάξουμε στα
σκουπίδια της ιστορίας μια ολόκληρη γενιά που την γενναιότητά της δεν μπορεί όχι να την φτάσει, ούτε
να την διανοηθεί η θρασυδειλία αυτών των ξεφτιλισμένων που λένε ότι είναι αναρχικοί, που θεωρούν την
εκτέλεση των δύο νεοναζί από τις Μαχόμενες Λαϊκές Επαναστατικές Δυνάμεις ως προβοκάτσια και ως
πράξη σκοτεινή. Και επειδή η ΟΠΛΑ είναι ένα ζήτημα ταμπού αφού επρόκειτο για μια οργάνωση που έχει
εκκαθαρίσει με εντολές της σταλινικής ηγεσίας αρχειομαρξιστές, τροτσκιστές και κάποιους αναρχικούς,
έχουμε να πούμε το εξής:
Όσοι ήταν μέλη της ΟΠΛΑ ήταν και μέλη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στην Αθήνα
και στην Θεσσαλονίκη και γίνονταν και κοινές αντάρτικες επιχειρήσεις. Πολλοί λανθασμένα εξοβελίζουν
την ΟΠΛΑ σαν να μην είναι τμήμα του ΕΑΜ, σαν μην είναι τμήμα του τότε λαϊκού και επαναστατικού
κινήματος. Παρά τα εγκλήματα αυτά, των εκκαθαρίσεων των αριστερών αντιπάλων της σταλινικής
ηγεσίας του ΚΚΕ, η δράση της ΟΠΛΑ αφορούσε την εκτέλεση προδοτών και εχθρών του λαού, εχθρών
του αντιστασιακού κινήματος του ΕΑΜ, μελών της Χ, μελών των ταγμάτων ασφαλείας και ανδρών της
Ειδικής Ασφάλειας, ενός μηχανισμού που είχε φτιάξει ο Μανιαδάκης υπουργός Ασφαλείας του Μεταξά,
μηχανισμό που επανίδρυσε η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη το 1943 μαζί με τα τάγματα ασφαλείας για την
καταπολέμηση του κομμουνισμού και του ΕΑΜικού κινήματος. Και αυτό το κομμάτι της δράσης της ΟΠΛΑ
είναι ένα ιστορικά αντικειμενικό γεγονός και αυτό επικαλεστήκαμε. Η ΟΠΛΑ ήταν η πρώτη οργάνωση
αντάρτικου πόλης στην Ελλάδα και από τις πρώτες παγκοσμίως με δράση στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη
και αλλού και ως τέτοια, ως μέρος του λαϊκού επαναστατικού κινήματος εκείνης της εποχής μνημονεύεται.
Η ιστορική αναφορά στις παραδόσεις του λαϊκού και επαναστατικού κινήματος δεν σημαίνει ιδεολογική ή
άλλου είδους ταύτιση. Το ίδιο ισχύει και σε άλλες περιπτώσεις -τηρουμένων των αναλογιών-, όπως στην
περίπτωση εκείνων των Ισπανών αναρχικών που έγιναν υπουργοί στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου
του Λάργκο Καμπαλέρο και που συνεργάστηκαν με τους σταλινικούς σφαγείς της ισπανικής
επανάστασης.
ΜΑΧΟΜΕΝΕΣ ΛΑΪΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ