Η παιδική σχιζοφρένεια συνιστά σπάνια και σοβαρή μορφή σχιζοφρένειας που εμφανίζεται ως τα 12 έτη. Αν και ανήκει στην ίδια κατηγορία με την εφηβική και ενήλικη σχιζοφρένεια, εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το 1980 η παιδική σχιζοφρένεια διαχωρίστηκε από την αυτιστική διαταραχή. Τα βασικότερα συμπτώματα της παιδικής σχιζοφρένειας είναι τα ακόλουθα:
• οι ψευδαισθήσεις
• οι παραληρητικές ιδέες
• ο αποδιοργανωμένος λόγος και οι ασυναρτησίες
• η αποδιοργανωμένη ή κατατονική συμπεριφορά
• συναισθηματική επιπέδωση, αλογία ή αβουλίαΤα παραπάνω συμπτώματα δεν εμφανίζονται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, είναι πιο πιθανή η εμφάνιση δύο ή περισσοτέρων σ συμπτωμάτων, καθένα από τα οποία κάνει την εμφάνισή του για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με το γλωσσάριο του παγκόσμιου οργανισμού υγείας, η παιδική σιχοφρένεια αποτελεί μια από τις ομάδες ψυχώσεων της παιδικής ηλικίας στις οποίες υπάρχει μια βασική διαταραχή της προσωπικότητας και χαρακτηριστική διαταραχή της σκέψης. Επίσης υπάρχει συχνά μια αίσθηση ότι το άτομο ελέγχεται από ξένες δυνάμεις, παραληρητικές ιδέες που μπορεί να είναι αλλόκοτες, διαταραχές στην αντίληψη, διαταραχή του συναισθήματος που είναι σε δυσαρμονία με την πραγματικότητα και μεγάλη απόσυρση του παιδιού στον εαυτό του.
Σύμφων με την κ. Kουμούλα Αναστασία, Παιδοψυχίατρος, Διευθύντρια Α” Παιδοψυχιατρικού Τμήματος, Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, η σχιζοφρένεια με πολύ πρώιμη έναρξη, είναι μια σπάνια και συνήθως σοβαρή μορφή της σχιζοφρένειας, με έναρξη των ψυχωτικών συμπτωμάτων μέχρι τα 12 έτη. Παρά τα λίγα επιδημιολογικά δεδομένα υπολογίζεται ότι η συχνότητα της σχιζοφρένειας για τις ηλικίες 2-12 ετών είναι μικρότερη από 1/10.000 παιδιά.
Σχιζοφρένεια και αυτισμός
Ένα άλλο θέμα το οποίο προκάλεσε μεγάλη συζήτηση είναι η σχέση της σχιζοφρένειας με τον αυτισμό. Ο Kanner στην αρχική περιγραφή του αυτισμού, τον διαφοροποιούσε σαφώς από τη σχιζοφρένεια. Ταυτόχρονα όμως ο όρος αυτισμός, δηλαδή ότι είναι κάποιος κλεισμένος στον εαυτό του, αποσυρμένος, υπονοούσε κάποια ομοιότητα με τη σχιζοφρένεια. Το κύριο ζήτημα των συζητήσεων και των διαφωνιών ήταν η ύπαρξη συνέχειας ή ασυνέχειας μεταξύ αυτισμού και σχιζοφρένειας. Υπήρχαν θεωρητικοί που πίστευαν πως αφού ο αυτισμός είναι μια πολύ σοβαρή διαταραχή με πολύ πρώιμη έναρξη, θα μπορούσε να αποτελεί την πρωιμότερη εκδήλωση μιας παρομοίως πολύ σοβαρής διαταραχής των ενηλίκων, δηλαδή της σχιζοφρένειας.
Στη δεκαετία του 1970 άρχισαν να διαφοροποιούνται μέσα στη μεγάλη ομάδα των «ψυχωτικών παιδιών» δύο ξεχωριστές ομάδες, οι οποίες διέφεραν ως προς την ηλικία έναρξης της διαταραχής. Τα παιδιά με πολύ πρώιμη έναρξη εμφάνιζαν δυσκολίες από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους και ταίριαζαν στην περιγραφή του Kanner για τον αυτισμό, ενώ η ομάδα με την όψιμη έναρξη, δηλαδή μετά τα 7 χρόνια, εμφάνιζαν παραληρήματα, ψευδαισθήσεις και κλινικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια. Επίσης τα μέλη των οικογενειών της ομάδας με την όψιμη έναρξη είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίζουν σχιζοφρένεια. Οι περισσότεροι ερευνητές υιοθέτησαν αυτή την άποψη, ότι δηλαδή η σχιζοφρένεια και ο αυτισμός δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Η αλλαγή στο ICD-9 και το DSM-III αντανακλούσε την ομοφωνία των ερευνητών ότι ο όρος «παιδική σχιζοφρένεια» του DSM-II14 είχε χρησιμοποιηθεί με πολύ ευρεία έννοια. Μέχρι τότε για όλα τα παιδιά με ψυχωτικά συμπτώματα αλλά και αυτισμό, η «παιδική σχιζοφρένεια» ήταν η μοναδική επίσημη διάγνωση. Σήμερα οι περισσότεροι συμφωνούν με την άποψη ότι σχιζοφρένεια και αυτισμός αποτελούν δύο ξεχωριστές διαγνώσεις, ενώ πολύ λίγοι χρησιμοποιούν την ευρεία έννοια της «ψύχωσης» για να συμπεριλάβουν και τις δύο ομάδες.
Τα αίτια της σχιζοφρένειας
Η σχιζοφρένεια είναι μια περίπλοκη νόσος. Οι ειδικοί στον τομέα αυτό δεν έχουν καταφέρει να εντοπίσουν την αιτία της. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο εγκέφαλος αδυνατεί να επεξεργαστεί πληροφορίες σωστά.
Γενετικοί παράγοντες φαίνεται να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο. Άνθρωποι που έχουν στο οικογενειακό τους περιβάλλον ασθενείς με σχιζοφρένεια φαίνεται ότι μπορεί να έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν τη νόσο.
Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν γεγονότα στο περιβάλλον ενός ατόμου που μπορούν να την πυροδοτήσουν. Για παράδειγμα, προβλήματα (λοιμώξεις) κατά την ανάπτυξή τους σαν έμβρυα ή κατά τη γέννηση, πιθανόν να αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου στην ενήλικο ζωή.
Ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες μπορούν επίσης να επηρεάζουν την ανάπτυξη της νόσου. Παρόλα αυτά, το επίπεδο κοινωνικής και οικογενειακής υποστήριξης φαίνεται να επηρεάζει την πορεία της νόσου και μπορεί να προστατεύει από τις υποτροπές της.
Διάγνωση της νόσου – Εξετάσεις
Καθώς η συγκεκριμένη πάθηση προκαλεί ποικίλα ψυχωσικά συμπτώματα, η διάγνωση πρέπει να γίνεται από ψυχίατρο και βασίζεται σε ενδελεχείς συζητήσεις με τον ασθενή και την οικογένειά του.
Δεν υπάρχουν διαγνωστικές εργαστηριακές εξετάσεις για τη σχιζοφρένεια. Στην αξονική ή μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου μπορεί να εντοπιστούν αλλοιώσεις που εμφανίζονται στη σχιζοφρένεια και να βοηθήσουν στον αποκλεισμό άλλων παθήσεων. Πιθανές παθήσεις που πρέπει να διαφοροδιαγνώσκονται είναι οι νευρολογικές παθήσεις, η νοητική υστέρηση, καθώς και άλλες ψυχιατρικές διαταραχές (όπως σχιζοφρενικόμορφη ή παραληρητική διαταραχή, διαταραχές συναισθήματος, κ.λπ.).
Παράγοντες που μπορεί να υποδεικνύουν τη νόσο, αλλά δεν την επιβεβαιώνουν είναι η πορεία της νόσου και η διάρκεια των συμπτωμάτων, αλλαγές από το επίπεδο λειτουργικότητας πριν τη νόσο, το αναπτυξιακό υπόστρωμα, γενετικό και οικογενειακό ιστορικό και η απάντηση στη θεραπεία.
Πορεία και Πρόγνωση
Η νόσος εισβάλλει κατά την όψιμη εφηβεία και την πρώιμη ενήλικη ζωή και προκαλεί προοδευτική έκπτωση, με χρόνια πορεία στην οποία περιοδικά εμφανίζονται οξέα επεισόδια.
Οι πιθανότητες υποτροπής μέσα σε μια διετία είναι περίπου 40% όταν ο ασθενής λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και περίπου 80% όταν ο ασθενής δεν λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.
Θεραπεία – Μέθοδοι αντιμετώπισης της σχιζοφρένειας
Σύμφωνα με τους Βιλαέτη Αγάπη, Ιατρός και τον Μοσχονά Δημήτρη, Ψυχίατρο, καθώς η σχιζοφρένεια είναι κυρίως χρόνια νόσος, μοιραία επηρεάζει όλες τις πτυχές της ζωής των ασθενών. Έτσι η οργάνωση της θεραπευτικής αντιμετώπισης έχει γενικά τρεις στόχους:
1. Τη μείωση ή την αποδρομή των συμπτωμάτων.
2. Την ενίσχυση της προσαρμοστικής ικανότητας του ασθενούς στις συνθήκες του περιβάλλοντος.
3. Την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση του ασθενούς.
Κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου σχιζοφρένειας, μπορεί να είναι απαραίτητη η παραμονή στο νοσοκομείο για λόγους ασφαλείας, καθώς και η παροχή και βοήθεια στις βασικές ανάγκες του ατόμου, όπως τροφή, υγιεινή, κλπ.
Αντιψυχωσικά και νευροληπτικά φάρμακα, αλλάζουν την ισορροπία της “χημείας” του εγκεφάλου και βοηθούν στον έλεγχο των συμπτωμάτων της ασθένειας. Τα φάρμακα αυτά είναι αποτελεσματικά, αλλά μπορεί να έχουν και παρενέργειες (όπως υπνηλία, αύξηση σωματικού βάρους, μυϊκές συσπάσεις, αίσθημα ανησυχίας, κ.ά.), πολλές από τις οποίες αντιμετωπίζονται με επιτυχία. Άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι τα άτυπα αντιψυχωσικά, τα οποία φαίνονται να έχουν λιγότερες παρενέργειες και βοηθούν όσους δεν έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα από τις προηγούμενες φαρμακευτικές αγωγές. Η φαρμακευτική αγωγή συνήθως προφυλάσσει από την επανεμφάνιση των συμπτωμάτων.
Θεραπείες ψυχολογικής υποστήριξης και ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης βοηθούν πολλούς ασθενείς. Τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι η γνωσιακή (εκπαίδευση για τη φύση της νόσου, μείωση του stress, κλπ), η οικογενειακή (ενημέρωση της οικογένειας για τη φύση της νόσου και ψυχολογική υποστήριξή της) και η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, καθώς και η ψυχοκοινωνική αποκατάσταση.
Πηγή : isotimos.com