Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Αγωγή κατά του Δημοσίου κατέθεσαν 110 φοροτεχνικοί για το τριτοκοσμικό καθεστώς των φορολογικών δηλώσεων

Αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατέθεσαν 11ο λογιστές-φοροτεχνικοί εξ αιτία του κυριολεκτικά τριτοκοσμικού τρόπου υποβολής φορολογικών δηλώσεων και άλλων υποχρεώσεων των πολιτών, που εκτός του ότι κυριολεκτικά εξοντώνει τους επαγγελματίες του κλάδου, θέτει σε άμεσο κίνδυνο και τους ίδιους αλλά και τους φορολογούμενους καθώς είναι σχεδόν αδύνατον ένας τεράστιος όγκος εργασίας και μάλιστα τέτοιας σπουδαιότητας να εξυπηρετηθεί μέσα σε τόσο ασφυκτικές ημερομηνίες και σε ένα ευρύτερο φορολογικό περιβάλλον που βρίσκεται λίγο πριν την κατάρρευσή του.

Το σκεπτικό της Αγωγής είναι ότι το Ελληνικό Δημόσιο με τις πράξεις και παραλείψεις του παρεμβαίνει στην άσκηση του επαγγέλματος του Λογιστή – Φοροτεχνικού τους υποχρεώνει να εργάζονται υπό συνθήκες σχεδόν βάρβαρες και κατά παράβαση όχι μόνο συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος και του Αστικού Κώδικα αλλά και πολλών του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε με τα οποία διασφαλίζεται το δικαίωμα σε εργασία υπό συνθήκες αξιοπρέπειας ,με σεβασμό στην ασφάλεια και την υγεία.

Ταυτόχρονα, οι 110 προσφεύγοντες στη Δικαιοσύνη λογιστές απαιτούν το ποσόν των 5.000 ευρώ έκαστος, ως αποζημίωση και ηθική βλάβη για όσα υφίστανται.

Για το τρέχον έτος σειρά ζητημάτων παραμένουν μέχρι σήμερα ανεπίλυτα ή σε αναμονή νέων διευκρινίσεων, ώστε για το μεγαλύτερο μέρος των φορολογούμενων να εξακολουθεί να είναι ανέφικτη η υποβολή δήλωσης και να συσσωρεύεται ο αριθμός των εκκρεμών δηλώσεων ακόμη πιο κοντά στην καταληκτική ημερομηνία. Αποτέλεσμα θα είναι, όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις η υπερφόρτωση του συστήματος,  οι συνεχείς διακοπές στη λειτουργία του και η αδικαιολογητη και με ευθύνη της Δημόσιας Διοίκησης,   επιβάρυνση των φορολογουμένων αλλά και των συνυπεύθυνων επαγγελματιων λογιστων με επιπροσθετες χρηματικες ποινές, εξαθλιώνοντας ακόμη περισσότερο την ήδη εξοντωμένη οικονομικά, ελληνική κοινωνία.

Την αγωγή συνυπογράφουν 110 αδειούχοι λογιστες – φοροτεχνικοί  από ολη την Ελλαδα και είναι η πρώτη που κατατίθεται από εκπροσώπους του κλάδου στα ελληνικά δικαστικά χρονικά.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΡΟΣ ΤΟ (ΤΡΙΜΕΛΕΣ) ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

KΑΤΑ

Του   Ελληνικού   Δημοσίου,   νομίμως   εκπροσωπούμενου   από   τον   Υπουργό Οικονομικών.

Οι ενάγοντες είμαστε όλοι λογιστές φοροτεχνικοί, με άδεια ασκήσεως του σχετικού επαγγέλματος από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας, εξασκούμε δε το επάγγελμα μας είτε ιδιωτικά ως ελεύθεροι επαγγελματίες είτε παρέχουμε τις υπηρεσίες μας σε νομικά και φυσικά πρόσωπα ως έμμισθοι. Το επάγγελμα μας ρυθμίζεται από τις διατάξεις του  Π.Δ  340/1998 «περί του επαγγέλματος του λογιστή φοροτεχνικού» και έχει ως αντικείμενο την τήρηση των φορολογικών, στοιχείων των πελατών μας, την υποβολή των απαραίτητων εγγράφων και δηλώσεων στις κατά περίπτωση αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και γενικά την παροχή κάθε είδους υπηρεσιών και συμβουλών σχετικά με την ορθή τήρηση των στοιχείων και διαδικασιών για την πλήρη και έγκαιρη εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πελατών μας.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ως άνω Π.Δ: Άρθρο 2

Περιεχόμενο Επαγγέλματος

 

Έργο των λογιστών φοροτεχνικών είναι:

 

  • Η ορθή εφαρμογή των λογιστικών αρχών, προτύπων και σχεδίων γενικών και κλαδικών.
  • Η εποπτεία και η εφαρμογή διαδικασιών για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης και των αναλογούντων φόρων και ο έλεγχος της τυπικής επάρκειας και ακρίβειας των στοιχείων και παραστατικών.
  • Η ενημέρωση και τήρηση των φορολογικών βιβλίων σύμφωνα με τις ισχύουσες φορολογικές διατάξεις.
  • Η κατάρτιση και η υπογραφή των οικονομικών καταστάσεων, των ισολογισμών και των λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, επιχειρήσεων και οργανισμών.
  • Η σύνταξη, υπογραφή και υποβολή των φορολογικών δηλώσεων,
    συμπληρωματικών στοιχείων και καταστάσεων καθώς και η επιμέλεια εφαρμογής
    των απαιτούμενων διαδικασιών και διατυπώσεων προς τις φορολογικές και οικονομικές αρχές.
  • Η σύνταξη, υπογραφή και υποβολή συμπληρωματικών και στατιστικών στοιχείων και καταστάσεων προς τις Δημόσιες Αρχές.
  • Η σύνταξη , υπογραφή και υποβολή μισθολογικών καταστάσεων, ασφαλιστικών εισφορών και προγραμμάτων εργασίας.

Άρθρο 9

Δικαιώματα και Υποχρεώσεις των Λογιστών Φοροτεχνικών

 

  1. Ο λογιστής φοροτεχνικός εκπροσωπεί τον εντολέα του ενώπιον Διοικητικών και Φορολογικών Αρχών και Επιτροπών, συντάσσει όλα τα προβλεπόμενα από τη φορολογική και εφαρμοζόμενη στις φορολογικές αρχές νομοθεσία έγγραφα, διεξάγει κάθε φορολογική διατύπωση και ενεργεί κάθε πράξη που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των ανατιθέμενων σ’ αυτόν λογιστικών και φοροτεχνικών εργασιών.
  2. Όλα τα έγγραφα που συντάσσονται από το λογιστή φοροτεχνικό, φέρουν εκτός από την υπογραφή του και σφραγίδα στην οποία αναγράφεται υποχρεωτικά το ονοματεπώνυμο αυτού, η τάξη και ο αριθμός αδείας ασκήσεως επαγγέλματος, ο αριθμός του φορολογικού του μητρώου και η διεύθυνση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

3.Για την εκτέλεση των αναφερόμενων στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου εργασιών απαιτείται έγγραφη εξουσιοδότηση του εντολέα. Σε περίπτωση ανάκλησης της εξουσιοδοτήσεως, ο εντολέας υποχρεούται να γνωστοποιήσει την ανάκληση στην αρμόδια αρχή.

  1. Ο λογιστής φοροτεχνικός δικαιούται και ο εντολέας αντίστοιχα υποχρεούται στη χορήγηση των κάθε είδους στοιχείων και παραστατικών τα οποία κρίνονται από το λογιστή φοροτεχνικό αναγκαία για την ορθή εκτέλεση των ανατιθέμενων ο’ αυτόν εργασιών».

Άρθρο 12

Ευθύνη Λογιστών Φοροτεχνικών

 

Ο λογιστής φοροτεχνικός, οφείλει να επιδεικνύει την προσήκουσα επιμέλεια περί την εκτέλεση των εργασιών που του ανατίθενται, άλλως ευθύνεται έναντι του εντολέως του για τις κάθε είδους φορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις που προέκυψαν από υπαιτιότητα του».

Στο πλαίσιο εκτέλεσης των ως άνω περιγραφόμενων επαγγελματικών μας καθηκόντων, υπέχουμε ευθύνη κατ’ αρχήν έναντι των εντολέων και / ή εργοδοτών μας, σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 12 του π.δ. 340/1998, αλλά και τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 713, 714 και 652 ΑΚ).

 

Επίσης, ο λογιστής φοροτεχνικός υπέχει πρόσθετη, ειδική ευθύνη έναντι του Δημοσίου, ως προς την ορθή απεικόνιση των οικονομικών δεδομένων των φορολογούμενων και την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων με βάση τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν.2873/2000 (όπως ισχύει).

Η παραβίαση των υποχρεώσεων αυτών επισύρει σοβαρές κυρώσεις και συγκεκριμένα την επιβολή προστίμων, την αφαίρεση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος, αλλά και ποινικές κυρώσεις καθώς ο λογιστής θεωρείται ως άμεσος συνεργός του αδικήματος της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής παρακρατούμενων φόρων.

Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η σοβαρότατη ευθύνη που καθιερώνεται με τις διατάξεις του ν. 3932/2011, σύμφωνα με τον οποίο ο λογιστής υπέχει ευθύνη αναφοράς στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων

από Εγκληματικές Δραστηριότητες σε σχέση με συγκεκριμένες ενέργειες πελατών του.

Τέλος, ο λογιστής υπέχει ευθύνη και σχετικά με την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα έναντι της Επιθεώρησης Εργασίας, προκειμένου για τις καταστάσεις προσωπικού τις οποίες προσυπογράφει.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, το κράτος έχει αποδώσει στους λογιστές φοροτεχνικούς εκτεταμένες ευθύνες σχετικά με την διασφάλιση τήρησης της φορολογικής (και όχι μόνο) νομοθεσίας και μάλιστα όχι όσον αφορά τους ίδιους, αλλά τους εντολείς και/ή τους εργοδότες τους. Καθιστά δηλαδή το κράτος τους λογιστές κατ’ ουσίαν συνυπεύθυνους με τα αρμόδια διοικητικά όργανα και κυρίως αυτά της φορολογικής διοίκησης, όχι μόνο για την απλή τήρηση των τυπικών υποχρεώσεων των φορολογούμενων (εμπρόθεσμη και πλήρης υποβολή όλων των απαιτούμενων δηλώσεων), αλλά και για την ουσιαστική ορθότητα και ακρίβεια του περιεχομένου των σχετικώς υποβαλλόμενων δηλώσεων. Τούτο δε πέραν της ιδιωτικού – αστικού χαρακτήρα ευθύνης που υπέχουν έναντι των εντολέων τους, ως εκ της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης, για την ορθή και προσήκουσα εκτέλεση της εργασίας τους.

Ανάλογου περιεχομένου και έκτασης ευθύνη δεν προβλέπεται στο δίκαιο για καμία άλλη κατηγορία επαγγελματιών, η δε καθιέρωση της αποβλέπει προδήλως στην πάταξη των φαινομένων φοροδιαφυγής και την αύξηση των κρατικών εσόδων, η είσπραξη των οποίων αποτελεί μία από τις κύριες αρμοδιότητες του κράτους. Επιβαρύνονται δηλαδή οι λογιστές με ένα ιδιαίτερα επαχθές έργο, αυτό της διασφάλισης τήρησης των φορολογικών νόμων και της είσπραξης των δημοσίων εσόδων, το οποίο ανάγεται στον πυρήνα των κρατικών αρμοδιοτήτων και το οποίο δεν εντάσσεται κατ’ αρχήν στα επαγγελματικά τους καθήκοντα. Με τον τρόπο όμως αυτό, η συγκεκριμένη κατηγορία επαγγελματιών, στην οποία ανήκουμε οι ενάγοντες, επιφορτίζεται με ένα βάρος άμεσα σχετιζόμενο με το δημόσιο συμφέρον, υπό την μορφή της διασφάλισης των δημοσίων εσόδων, κατά τρόπο εντελώς δυσανάλογο.

Ως γνωστόν, η αρχή της ισότητας, με τη μορφή της ισόρροπης κατανομής των δημοσίων βαρών, αποδοκιμάζει ιδίως την επιβολή ιδιαίτερων θυσιών σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πρόσωπα, οι οποίες προέρχονται από ενέργειες που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος ή την ικανοποίηση δημοσίων αναγκών και έτσι προκαλούν ωφέλεια στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και ιδιαίτερη επιβάρυνση ορισμένων μόνο μελών του κοινωνικού συνόλου. Τούτο δε ακόμη κι αν οι ενέργειες ή οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν καθεαυτές ως παράνομες. (Λ. Θεοχαρόπουλου, Η ισότης των πολιτών στα δημόσια βάρη και η αστική ευθύνη του κράτους ως δημόσιας εξουσίας από σύννομες πολιτειακές πράξεις, Σύμμικτα Φ. Βεγλερή, σελ. 194 επ.).

Στην υπό κρίση περίπτωση, είναι προφανές ότι η επίρριψη σωρείας ευθυνών σε όσους ασκούν το επάγγελμα του λογιστή φοροτεχνικού, προς το σκοπό της διασφάλισης των δημοσίων εσόδων μέσω της είσπραξης των φόρων, τους έχει περιφέρει σε κατάσταση πρόδηλα δυσμενέστερη από τους λοιπούς πολίτες, οι οποίοι δεν είναι επιφορτισμένοι να επιβλέπουν και να διασφαλίζουν την τήρηση της φορολογικής νομοθεσίας γενικά και μάλιστα με δική τους προσωπική ευθύνη. Η ιδιαίτερη αυτή επιβάρυνση που μας έχει επιβληθεί από το κράτος, με σκοπό τη διασφάλιση των δημοσίων εσόδων, προς όφελος δηλαδή του συνόλου, ευρίσκεται σε αντίθεση προς τον συνταγματικό κανόνα της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών και δημιουργεί ευθύνη αποκατάστασης της σχετικώς προκαλούμενης σε εμάς ζημίας ή βλάβης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.

-Β-

Η επαχθής κατάσταση που έχει δημιουργηθεί κατά τα προεκτεθέντα εις βάρος των λογιστών φοροτεχνικών, όχι μόνον δεν αντισταθμίζεται με κάποιον τρόπο από το κράτος, αλλά αντιθέτως, οι δυσλειτουργίες που χαρακτηρίζουν τη φορολογική διοίκηση, σε συνδυασμό με τις διαρκείς μεταβολές της φορολογικής νομοθεσίας, έχουν καταστήσει τη θέση μας ακόμη δυσμενέστερη, παρεμποδίζοντας κατ’ ουσίαν την άσκηση του επαγγέλματος μας.

Πράγματι, σειρά από πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, της νομοθετικής αλλά και εκτελεστικής λειτουργίας (ιδίως του Υπουργείου Οικονομικών), έχουν καταστήσει την άσκηση του επαγγέλματος μας επαχθή σε βαθμό που κατ’ ουσίαν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρακωλύεται πλέον η ελεύθερη άσκηση της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας. Οι πράξεις και παραλείψεις αυτές, όπως εκδηλώνονται κυρίως υπό την μορφή των θεσπιζόμενων φορολογικών διατάξεων, σε συνδυασμό με τις σχετικώς εκδιδόμενες υπουργικές αποφάσεις οι οποίες περιλαμβάνουν τις αναγκαίες διευκρινίσεις για την εφαρμογή τους, παρουσιάζονται στη συνέχεια.

(1) Όπως είναι γνωστό, οι διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας υφίστανται συνεχείς μεταβολές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία γενικευμένη και διαρκής ανασφάλεια σχετικά με το περιεχόμενο και την ορθή εφαρμογή τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, προκειμένου να αντεπεξέλθει στην ανάγκη ενημέρωσης σχετικά με τις νέες ρυθμίσεις και να μπορεί να ασκήσει έστω και στοιχειωδώς ορθά το επάγγελμα του, κάθε λογιστής είναι υποχρεωμένος να παρακολουθήσει τουλάχιστον δέκα (10) σεμινάρια κάθε χρόνο, με αντίστοιχη βεβαίως οικονομική επιβάρυνση.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, από το έτος 2012 μέχρι σήμερα έχουν ψηφιστεί τουλάχιστον σαράντα πέντε (45) νόμοι με διατάξεις φορολογικού περιεχομένου. Επίσης ενδεικτικά, ένα από τα βασικότερα φορολογικά νομοθετήματα, ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν.2238/1994) έχει υποστεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις στα επιμέρους άρθρα του, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δυσχερής η διαχρονική εφαρμογή του, ιδίως από μη νομικούς. Για παράδειγμα, το άρθρο 6΄΄Απαλλαγές από το φόρο» έχει υποστεί 8 τροποποιήσεις, το άρθρο 8 «Έκπτωση δαπανών» έχει υποστεί 11 τροποποιήσεις, ενώ το άρθρο 9 «Υπολογισμός και καταβολή του φόρου» έχει υποστεί 16 τροποποιήσεις. Επίκειται δε ήδη η έκδοση και νέου φορολογικού νόμου, εντός του δευτέρου εξαμήνου του 2015, το οποίο μάλιστα θα αφορά τα εισοδήματα του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με την από 26.5.2015 δήλωση της Αναπληρώτριας Υπουργού Οικονομικών. Τούτο σημαίνει ότι, οι φορολογικές διατάξεις θα αλλάξουν για μία ακόμη φορά, μεσούντος μάλιστα του οικονομικού έτους στο οποίο θα εφαρμοστούν, λίγους μόλις μήνες πριν την έναρξη υποβολής των σχετικών φορολογικών δηλώσεων.

 

Επίσης, οι εγκύκλιοι που εκδίδονται για την εφαρμογή των φορολογικών νόμων, οι πολυγραφημένες υπουργικές εγκύκλιοι ή “ΠΟΛ», όπως είναι κοινά γνωστές, έχουν καταστεί πρακτικά απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής κάθε νέας διάταξης, τόσο για τα όργανα της φορολογικής διοίκησης όσο και για τους λογιστές. Πράγματι, συχνότατα η έκδοση ΠΟΛ είναι αναγκαία για να διευκρινιστεί το ακριβές νόημα κάθε διάταξης αλλά και να προσδιοριστούν οι λεπτομέρειες του τρόπου εφαρμογής της. Ενδεικτικό του δυσερμήνευτου και δαιδαλώδους χαρακτήρα της σχετικής νομοθεσίας είναι ότι, το έτος 2012 εκδόθηκαν (περίπου) 212 ΠΟΛ, το έτος 2013 εκδόθηκαν (περίπου) 286 ΠΟΛ και το έτος 2014 εκδόθηκαν (περίπου) 258 ΠΟΛ από το Υπουργείο Οικονομικών. Ηδη για το τρέχον έτος 2015 έχουν εκδοθεί 88 ΠΟΛ.

Αλλά ακόμη κι αν παραβλέψει κανείς τον υπερβολικά μεγάλο όγκο των σχετικών ρυθμίσεων και τις αναπόφευκτες αλληλοκαλύψεις,ασάφειες,κενά και συνεχείς διαφοροποιήσεις, μία πολύ σημαντική παράμετρος είναι αυτή της έκδοσης των ΠΟΛ με μεγάλη καθυστέρηση, ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η τήρηση των σχετικών προθεσμιών υποβολής διαφόρων δηλώσεων και πάντως χωρίς να παρέχεται επαρκής χρόνος ενημέρωσης και προετοιμασίας. Και τούτο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η έκδοση της εγκυκλίου είναι απαραίτητη για την πλήρη και ορθή εφαρμογή του νόμου. Αναφέρονται εντελώς ενδεικτικά ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις:

  • ΠΟΛ. 1147/16.5.2014 «Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης ειδικού φόρου επί των ακινήτων έτους 2014 και διαδικασία υποβολής αυτής» δημοσιεύτηκε οκτώ ημέρες μετά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των δηλώσεων.
  • ΠΟΑ 1001/2.1.2014: καθορισμός κατηγοριών υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών που εξαιρούνται από την χρήση ταμειακών μηχανών, μία μέρα μετά τη λήξη ισχύος των σχετικών διατάξεων.
  • ΠΟΛ 1004/4.1.2014: περιλαμβάνει τον προσδιορισμό τιμής κτήσης τίτλων για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 παρ.4 του ν. 4172/2013 και εκδόθηκε τρεις ημέρες μετά την έναρξη ισχύος των σχετικών διατάξεων.
  • Στις 7.3.2014 το Υπουργείο Οικονομικών καθορίζει τις δαπάνες για τις οποίες απαιτείται προσκόμιση αποδείξεων με τη δήλωση του οικονομικού έτους 2014, ενώ ήδη (κατά το νόμο) έχει κινηθεί η προθεσμία υποβολής των φορολογικών

δηλώσεων και λίγες μόνο ημέρες πριν (με την ΠΟΛ 1051/6.3.2014) οριστεί ο πραγματικός χρόνος έναρξης υποβολής των δηλώσεων.

  • ΠΟΛ 1147/16.5.2014 με αντικείμενο την δήλωση ειδικού φόρου επί των ακινήτων για εταιρείες Α.Ε., Ε.Π.Ε. και offshore, έτους 2014, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 5.2014, μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχετικών δηλώσεων (20.5.2014).
  • ΠΟΛ 1120/25.4.2014: με αντικείμενο τη φορολογική μεταχείριση αμοιβών για συμβουλευτικές και παρόμοιες υπηρεσίες, η οποία εκδόθηκε εννέα μήνες μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου, ενώ μέχρι τότε κανείς δεν γνώριζε ακριβώς με ποιον τρόπο και εάν έπρεπε να διενεργηθεί η παρακράτηση φόρου 20% κατά την έκδοση των τιμολογίων.
  • ΠΟΛ. 1073/2015, μετά την πάροδο δύο ετών παρέχει διευκρινίσεις για το άρθρο 24 του 4172/2013.
  • ΠΟΛ 1059/2015, επίσης μετά από δύο χρόνια, ερμηνεύει και παρέχει διευκρινίσεις εφαρμογής για τα άρθρα 47, 57 & 58 του 4172/2013 σχετικά με τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών των επιχειρήσεων, δύο μόλις ημέρες πριν την ημέρα που οι ΕΠΕ πρέπει να δημοσιεύσουν στο ΓΕΜΗ τα οικονομικά τους στοιχεία. Στο ίδιο πνεύμα και η ΠΟΛ. 1060/2015, που εκδόθηκε στις 19/3/2015, για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9, 68 και 71 του ν. 4172/2013.
  • ΠΟΛ 1051/2015, «τύπος και περιεχόμενο της βεβαίωσης αποδοχών ή συντάξεων και της βεβαίωσης των αμοιβών από επιχειρηματική δραστηριότητα και υποβολή αυτών με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου για το φορολογικό έτος 2014» η οποία φέρει ημερομηνία 19/2/15 αλλά δημοσιεύτηκε στην ΕτΚ στις 19/3/2015. Προβλέπει ως καταληκτική ημερομηνία την 31/3/14, με την εφαρμογή να μην είναι διαθέσιμη πριν τις 19/3/2015 και τελικά να δίνεται παράταση έως 27/4 με ανακοίνωση της ΓΓΔΕ την 31/3/2015, ημέρα λήξης της προθεσμίας.
  • ΠΟΛ. 1073/31.3.2015 “Κοινοποίηση και ερμηνεία των διατάξεων περί φορολογικών αποσβέσεων των πάγιων περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013», εκδόθηκε την ημέρα που είχαν δημοσιεύσει ισολογισμούς οι ΕΠΕ και IKE στο ΓΕΜΗ.

 

Οι περιπτώσεις αυτές είναι απολύτως ενδεικτικές, καθώς κάθε χρόνο βρισκόμαστε μπροστά σε δεκάδες τέτοια αδιέξοδα, τα οποία επιλύονται είτε λίγο πριν είτε μετά την λήξη των σχετικών προθεσμιών, δημιουργώντας μας συνεχή αγωνία, ανασφάλεια ως προς την ορθότητα των ενεργειών μας αλλά και διαρκείς αντιπαραθέσεις με τους εντολείς και/ή εργοδότες μας.

Η κατά τα ανωτέρω πολυπλοκότητα της φορολογικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με την διαρκή, σταθερή και αδικαιολόγητη καθυστέρηση των αρμόδιων οργάνων της φορολογικής διοίκησης να προβαίνει στις απαραίτητες διευκρινίσεις για την εφαρμογή των συνεχώς μεταβαλλόμενων, ελλιπών και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων διατάξεων, συνιστούν πρόδηλη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης αλλά και της αρχής της νομιμότητας. Η παραβίαση αυτή γεννά αντίστοιχη υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται εξαιτίας της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.

 

(2) Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στο ζήτημα των προθεσμιών και της διαδικασίας υποβολής των φορολογικών δηλώσεων καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα όργανα του κράτους το ζήτημα αυτό. Ο χρόνος υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος ρυθμίζεται στο άρθρο 62 παρ. 1 του ν. 2238/1994, σύμφωνα με το οποίο η δήλωση υποβάλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 Φεβρουαρίου έως 30 Ιουνίου. Κατά τη θέσπιση του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013), η σχετική ρύθμιση συμπεριελήφθη στο άρθρο 67 παρ. 3, με το ίδιο περιεχόμενο. Λίγους μήνες μετά, η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το ν. 4223/2013, ορίζοντας ως χρονικό διάστημα υποβολής των δηλώσεων «μέχρι 30 Απριλίου”, ενώ με τον ίδιο νόμο μετατέθηκε η έναρξη εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης για την 1η Ιανουαρίου 2015 και ταυτόχρονα ορίστηκε ότι κατ’ εξαίρεση, οι δηλώσεις για το έτος 2014 θα υποβληθούν από 1 Φεβρουαρίου έως 30 Ιουνίου.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της προπεριγραφείσας περίπλοκης και μεταβαλλόμενης νομοθεσίας, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο νόμο συνήθως δεν τηρούνται, αντιθέτως κάθε έτος ισχύουν διαφορετικά σημεία έναρξης και λήξης της προθεσμίας, τα οποία μάλιστα καθορίζονται συνήθως την τελευταία στιγμή, δημιουργώντας τεράστια σύγχυση και αβεβαιότητα, σε εμάς και στους εντολείς μας. Το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί κατά πολύ από το έτος 2012 και μετά, με τη σταδιακή (και πλέον καθολική) καθιέρωση της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων. Η υποχρεωτική ηλεκτρονική υποβολή, προφανώς προϋποθέτει την (τουλάχιστον) ομαλή λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος TAXiS, μέσω του οποίου πραγματοποιείται η ηλεκτρονική υποβολή δηλώσεων.

Όμως, το σύστημα TAXIS ποτέ δεν ήταν διαθέσιμο για υποβολή δηλώσεων κατά τη νόμιμη έναρξη της σχετικής προθεσμίας, ούτε καν τα τελευταία έτη κατά τα οποία η ηλεκτρονική υποβολή είναι υποχρεωτική για όλους τους φορολογούμενους. Ενδεικτικά, προκειμένου για τις δηλώσεις του έτους 2014, το σύστημα άρχισε να δέχεται δηλώσεις στις 15 Μαίου 2015, 103 περίπου ημέρες μετά τη νόμιμη έναρξη της προθεσμίας. Τούτο δε χωρίς να αλλάξει η προβλεπόμενη καταληκτική ημερομηνία της 30ης Ιουνίου, αφήνοντας δηλαδή μόλις 1,5 μήνα για την υποβολή περίπου 6.000.000 δηλώσεων φυσικών προσώπων και 240.000 δηλώσεων νομικών προσώπων, ενώ μάλιστα εφαρμόζονται για πρώτη φορά νέες διατάξεις και χρησιμοποιούνται νέα έντυπα. Πράγματι, τούτο αποτυπώνεται στο από 15.5.2015 δελτίο τύπου του Υπουργείου Οικονομικών: “Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, ανακοινώνει την έναρξη της ηλεκτρονικής εφαρμογής για την υποβολή των δηλώσεων Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων φορολογικού έτους 2014. Επισημαίνεται ότι φέτος, είναι η πρώτη χρονιά εφαρμογής του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με ανασχεδιασμένο και δομημένο έντυπο Ε1. Η υποβολή της φορολογικής δήλωσης γίνεται υποχρεωτικά ηλεκτρονικά μέσα από τη σχετική εφαρμογή στο TAXISnet». Παρόλ’ αυτά, μέχρι και την 28η.5.2015 δεν είχε γίνει εκκίνηση του συστήματος για την αποδοχή δηλώσεων νομικών προσώπων, ενώ η εφαρμογή για τα φυσικά πρόσωπα παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και λάθη στις εκκαθαρίσεις, η δε Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων προτρέπει μέσω του τηλεφωνικού κέντρου βοήθειας 15515, να καθυστερήσουμε την υποβολή λόγω των ελλείψεων αυτών.

 

Αλλά και το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1051/6.3.2014, η περίοδος υποβολής των φορολογικών δηλώσεων οικονομικού έτους 2014, ορίστηκε στο διάστημα από 20.3.2014 έως 30.6.2014, μειωμένο δηλαδή κατά 50 περίπου ημέρες οε σχέση με την περίοδο που ορίζεται στο νόμο.

Όσον αφορά τις παρατάσεις που χορηγούνται, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Υπουργείο Οικονομικών, παρόλο που μεταθέτει αδικαιολόγητα και παρά τη σαφή πρόβλεψη του νόμου, το χρόνο έναρξης των δηλώσεων, ποτέ δεν ανακοινώνει εγκαίρως τυχόν χορηγούμενη παράταση του χρόνου λήξης, με αποτέλεσμα να βιώνουμε διαστήματα τεράστιας αγωνίας και φόρτου, εισπράττοντας επιπλέον και την ανάλογη, συχνά δικαιολογημένη, πίεση των πελατών και εργοδοτών μας. Άλλωστε, η όποια χορηγούμενη παράταση συνήθως δεν αντισταθμίζει τον χρόνο που χάθηκε εξαιτίας της καθυστερημένης έναρξης υποβολής ή εξαιτίας άλλων

καθυστερήσεων που καθιστούν πρακτικά αδύνατη την υποβολή. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα εντέλει να μην τηρείται ο συνολικός χρόνος που προβλέπεται στο νόμο για την υποβολή των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, κατά παράβαση των οικείων διατάξεων, ώστε ο τελικώς διαθέσιμος χρόνος να μην επαρκεί.

Ακόμη όμως και μετά την έναρξη λειτουργίας της εφαρμογής για την υποβολή των δηλώσεων, οι δυσλειτουργίες του συστήματος TAXIS λαμβάνουν τέτοια έκταση ώστε να eivat πρακτικά αδύνατη η εκτέλεση της εργασίας μας. Για το τρέχον έτος, σειρά ζητημάτων παραμένουν μέχρι σήμερα ανεπίλυτα (π.χ. τρόπος καταχώρησης των τόκων στους κοινούς λογαριασμούς) ή σε αναμονή νέων διευκρινίσεων, ώστε για το μεγαλύτερο μέρος των φορολογούμενων να εξακολουθεί να είναι ανέφικτη η υποβολή δήλωσης και να συσσωρεύεται ο αριθμός των εκκρεμών δηλώσεων ακόμη πιο κοντά στην καταληκτική ημερομηνία. Αποτέλεσμα θα είναι, όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, η υπερφόρτωση του συστήματος και οι συνεχείς διακοπές στη λειτουργία του.

Το προηγούμενο έτος η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, αρμόδια για τη λειτουργία του TAXIS εξέδωσε στις 26/9/2014 την ακόλουθη ανακοίνωση: «Λόγω της ταυτόχρονης λήξης των ημερομηνιών υποβολής του Φ.Π.Α., πληρωμής της 2ης δόσης της φορολογίας εισοδήματος και πληρωμής της 1ης δόσης ιυυ ΕΝ.Φ.Ι.Α., παρατηρείται υψηλό φορτίο στις υποδομές του TAXIS τις ώρες 9:00 – 15:00 και 17:00 – 20:00. Με δεδομένο ότι όλοι οι διαθέσιμοι υπολογιστικοί πόροι έχουν ήδη διατεθεί για τις συγκεκριμένες ανάγκες, παρακαλούνται οι φορολογούμενοι να χρησιμοποιούν το TAXIS για την εκτύπωση των εκκαθαριστικών φορολογίας εισοδήματος και ΕΝ.Φ.Ι.Α. τις ώρες μη αιχμής και κατά προτίμηση μετά τις 22:00». Με δεδομένο όμως ότι η αναφορά σε «φορολογούμενους” απευθύνεται κατ’ ουσίαν στους λογιστές τους, είναι προφανές ότι η απόλυτη αδυναμία του συστήματος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις υποβολής των δηλώσεων, όχι μόνον δεν έτυχε της προσήκουσας και έγκαιρης αντιμετώπισης από τα αρμόδια όργανα του κράτους, αλλά επιρρίφθηκε ολοκληρωτικά σε εμάς, υποχρεώνοντας μας να εργαστούμε υπό συνθήκες απάνθρωπες, εκτός ωραρίου εργασίας και μάλιστα μετά τις 22:00 τη νύχτα, προκειμένου να καταφέρουμε να φέρουμε σε πέρας τις υποθέσεις των πελατών και των εργοδοτών μας, όχι πάντα με   επιτυχία.   Μεσολαβούν   βεβαίως  ατελείωτες  ώρες  αγωνίας,   με  διαρκείς προσπάθειες υποβολής, αποτυχίες, αβεβαιότητα για το αν η δήλωση καταχωρήθηκε ή όχι, απώλεια δεδομένων, “πάγωμα” του συστήματος, και όλα αυτά όχι για μία αλλά για δεκάδες δηλώσεις. Όποια δε προσπάθεια εκ μέρους μας να μην συσσωρεύσουμε την δουλειά μας την τελευταία στιγμή, είναι καταδικασμένη να αποτύχει, εξαιτίας του ότι οι προϋποθέσεις ολοκλήρωσης των δηλώσεων (ερμηνευτικές εγκύκλιοι, οδηγίες για νέα έντυπα, απαιτούμενες ενέργειες των οργάνων του καθ’ ου για προ-συμπληρωμένα πεδία όπως οι τόκοι καταθέσεων, έναρξη του συστήματος κ.λπ.) συνήθως δεν πληρούνται παρά μόνον λίγες ημέρες πριν τις καταληκτικές ημερομηνίες.

Είναι προφανές ότι η καθιέρωση υποχρεωτικής ηλεκτρονικής υποβολής των φορολογικών δηλώσεων, έχει ως προαπαιτούμενο ένα πληροφοριακό σύστημα το οποίο λειτουργεί ορθά και έχει τις δυνατότητες που απαιτούνται για να επεξεργαστεί τον αντίστοιχο όγκο δεδομένων. Τούτο θα έπρεπε να έχει εξασφαλιστεί πλήρως, πριν την καθιέρωση καθολικής ηλεκτρονικής υποβολής δηλώσεων και κάθε είδους άλλων συναλλαγών με τη φορολογική διοίκηση, δεδομένων και των σοβαρότατων συνεπειών που επισύρει η παράβαση των φορολογικών υποχρεώσεων για τους φορολογούμενους αλλά και για τους λογιστές. Η ύπαρξη και διατήρηση του συστήματος στην κατάσταση που απαιτείται, αποτελεί υποχρέωση του κράτους και των αρμοδίων οργάνων του καθ’ ου, ιδίως της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, που είναι επιφορτισμένη με τις σχετικές αρμοδιότητες. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η υποχρέωση αυτή δεν τηρείται, αλλά ούτε και λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι διαρκείς δυσλειτουργίες, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιβράδυνση και εντέλει παρεμπόδιση στην άσκηση του δικού μας επαγγέλματος, με ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες όχι μόνο στην επαγγελματική αλλά και στην προσωπική μας ζωή, η οποία πλέον ρυθμίζεται (και κατά παραίνεση των οργάνων του καθ’ ου) από τις ώρες καλής λειτουργίας του TAXIS. Οι παραλείψεις του καθ’ ου που έχουν οδηγήσει σε αυτές τις δυσλειτουργίες και την μη αντιμετώπιση τους με λήψη κατάλληλων μέτρων, δημιουργούν ευθύνη του για αποκατάσταση της ζημίας που υφιστάμεθα εξαιτίας τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.

 

(3) Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η επίδραση που έχει στην άσκηση του επαγγέλματος μας, η υπέρμετρη, δυσανάλογη και συνεχώς επιδεινούμενη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών (φυσικών και νομικών προσώπων) τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο εφαρμογής μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Η επιβάρυνση αυτή συνίσταται κυρίως στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών, στην μείωση – εξάλειψη των απαλλαγών και ελαφρύνσεων, καθώς και στην εισαγωγή νέων, δυσανάλογων φόρων, μη συνδεόμενων με το πραγματικό εισόδημα και κατά συνέπεια με τη φοροδοτική ικανότητα (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον ΕΝΦΙΑ). Τα ανωτέρω, συνδυαζόμενα με τις συνεχείς μεταβολές της φορολογικής νομοθεσίας και την συνακόλουθη αβεβαιότητα ως προς τον προσδιορισμό της φορολογικής υποχρέωσης, έχουν εντονότατο αντίκτυπο στην εργασία μας.

Πράγματι, η ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση – αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων, συνεπάγεται την άσκηση αφόρητων πιέσεων εκ μέρους των εντολέων και των εργοδοτών μας (φυσικών και νομικών προσώπων) οι οποίοι είτε αδυνατούν να προβλέψουν με ακρίβεια τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, είτε αναζητούν επίμονα τρόπους αποφυγής των οφειλόμενων (με σύννομους και μη τρόπους) επιχειρώντας να μας καταστήσουν συνυπαίτιους και αποδίδοντας μας ευθύνες για τη συνεχή αύξηση των υποχρεώσεων αυτών, είτε τέλος αδυνατούν να ανταποκριθούν εγκαίρως, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη ένταση στην επαγγελματική μας σχέση. Τούτο ιδίως ενόψει του ότι, μετά την καθιέρωση του συστήματος TAXIS για τις περισσότερες συναλλαγές, η διεκπεραίωση των υποθέσεων γίνεται πρακτικά από εμάς, ώστε να αντιμετωπίζουμε (εμείς και όχι τα όργανα της φορολογικής διοίκησης) σχεδόν στο σύνολο της την τεράστια αποδοκιμασία των φορολογούμενων για τον καταιγισμό υποχρεώσεων που


υφίστανται και την αδυναμία τους να ανταποκριθούν καθώς και την απογοήτευση και τον εκνευρισμό που τους προκαλεί η δυσχέρεια του συστήματος κατά τη διόρθωση σφαλμάτων ή άλλων προβλημάτων που μπορεί να εμφανιστούν. Αποτέλεσμα είναι το επάγγελμα του λογιστή να έχει ταυτιστεί, ιδίως τα τελευταία χρόνια, με την ιδιαιτέρως δυσμενή εικόνα της φορολογικής διοίκησης και να αντιμετωπίζεται με τρόπο εχθρικό ακόμη και από τους πιο καλοπροαίρετους.

Η συνεχής επιβολή αυξανόμενων και συρρεουσών φορολογικών υποχρεώσεων πρόδηλα παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ισότητας αλλά και την αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο δε που μας έχει προκαλέσει ζημία, υφίσταται ευθύνητου καθ’ ου σε αποκατάσταση της ζημίας αυτής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.

Συνοψίζοντας, οι ανωτέρω δυσλειτουργίες του φορολογικού συστήματος, όπως εκφράζονται μέσα από σωρεία πράξεων και παραλείψεων των κρατικών οργάνων και συγκεκριμένα των οργάνων της φορολογικής διοίκησης, όπως περιγράφονται ανωτέρω: (α) Παρακωλύουν κατά τρόπο παράνομο την ελεύθερη, χωρίς εμπόδια και υπό αξιοπρεπείς συνθήκες άσκηση του επαγγέλματος του Λογιστή -Φοροτεχνικού, περιορίζοντας ανεπίτρεπτα το σχετικό συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα μας, αυτοτελώς αλλά και ως έκφανση του δικαιώματος στην προσωπικότητα (άρθρα 5 παρ.1 και 22 Συντ. καθώς και 57 ΑΚ). (β) Μας έχουν προκαλέσει και εξακολουθούν να μας προκαλούν υπέρμετρη και πέραν της συνήθους ψυχική και σωματική επιβάρυνση κατά την εξάσκηση του επαγγέλματος μας. Η επιβάρυνση αυτή συνδέεται κυρίως με την έντονη ανασφάλεια και συνεχή εγρήγορση στην οποία πρέπει να βρισκόμαστε για να καταφέρουμε να εφαρμόσουμε ένα δαιδαλώδες και διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό σύστημα, αλλά και να αντιμετωπίσουμε τις διαρκείς ολιγωρίες των αρμοδίων ως προς την εφαρμογή του φορολογικού νόμου, μέχρι ακόμη και τις πιο πρακτικές αλλά και ζωτικές λειτουργικές εκφάνσεις του (πλημμελής λειτουργία του συστήματος TAXIS). Όπως προκύπτει και από άλλα κείμενα διαμαρτυρίας που έχουν αποσταλεί από διάφορες ενώσεις και συλλόγους μας, αιφνίδιοι θάνατοι συναδέλφων μας κατά τη διάρκεια της περιόδου υποβολής των φορολογικών δηλώσεων, εξαιτίας της τεράστιας πίεσης την οποία υφιστάμεθα, καταγράφονται όλο και πιο συχνά, (γ) Τέλος, ο καταιγισμός από νέες και συχνά δυσανάλογες φορολογικές επιβαρύνσεις σε συνδυασμό με την διαρκή αύξηση των υφιστάμενων φορολογικών υποχρεώσεων, έχει οδηγήσει τους φορολογούμενους σε αδιέξοδο, το οποίο αντανακλά έντονα και στην άσκηση του επαγγέλματος μας, την οποία καθιστά ακόμη επαχθέστερη.

Αποτέλεσμα είναι, οι σχέσεις μας με τους εντολείς και/ή εργοδότες μας να είναι τεταμένη και να επιρρίπτεται σε εμάς το μεγαλύτερο μέρος της γενικής αποδοκιμασίας που αφορά τα προβλήματα του φορολογικού συστήματος.

Με όλους τους ανωτέρω τρόπους, τα όργανα της φορολογικής διοίκησης επεμβαίνουν στην άσκηση του επαγγέλματος μας, υποχρεώνοντας μας να εργαζόμαστε υπό συνθήκες αδικαιολόγητα δυσμενείς, κατά παράβαση όχι μόνο των άρθρων 5 παρ.1 και 22 Συντ. και 57 ΑΚ, αλλά και των άρθρων 1 και 31 παρ.1 και 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, με τα οποία διασφαλίζεται το δικαίωμα σε εργασία υπό συνθήκες αξιοπρέπειας, με σεβασμό στην ασφάλεια και την υγεία.

 

 

 

-Γ-

Η βλάβη την οποία υφιστάμεθα από τις ανωτέρω μη νόμιμες πράξεις και παραλείψεις του καθ’ ου, αλλά και από την ασύμμετρη και αναποζημίωτη επίρριψη σε εμάς υποχρεώσεων σχετιζόμενων με την επιδίωξη του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, έχει κυρίως ηθικό χαρακτήρα. Δεν θα πρέπει βεβαίως να παραβλέπεται η υλική διάσταση, η οποία συνδέεται με τα πολυάριθμα εμπόδια που συναντάμε καθημερινά κατά την εκτέλεση της εργασίας μας, όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υποχρεωθήκαμε να καταβάλλουμε εξ ιδίων πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε εντολείς μας, λόγω σφαλμάτων που έγιναν εξαιτίας των δυσλειτουργιών που περιγράψαμε, αλλά και τις δαπάνες στις οποίες υποχρεούμαστε να υποβληθούμε για να αντεπεξέλθουμε στις εξωπραγματικές και εξοντωτικές απαιτήσεις του φορολογικού συστήματος. Όμως, πρωτεύοντα για εμάς χαρακτήρα έχει η ηθική διάσταση του ζητήματος και η εξαθλίωση των όρων και συνθηκών υπό τους οποίους καλούμαστε να ασκήσουμε το επάγγελμα μας, ιδίως τα τελευταία έτη, από το 2012 μέχρι σήμερα. Την ηθική βλάβη που μας έχουν προκαλέσει οι προεκτεθείσες παράνομες πράξεις και παραλείψεις, καθώς και η άνιση επιβολή σε εμάς υποχρεώσεων προς όφελος του γενικού δημοσίου συμφέροντος, προσδιορίζουμε στο ποσό των 5.000,00 ευρώ για τον κάθε έναν από εμάς,

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

που είναι παραδεκτοί και βάσιμοι καθώς και για όσους επιφυλασσόμαστε να προσθέσουμε νομίμως στο μέλλον,

ΖΗΤΟΥΜΕ

  • Να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή.
  • Να αναγνωριστεί η υποχρέωση του καθ’ ου να μας καταβάλει συνολικό ποσό 000,00 ευρώ (5.000,00 ευρώ στον κάθε έναν από εμάς) νομιμοτόκως.
  • Να καταδικαστεί το καθ’ ου στη δικαστική δαπάνη μας.

Αθήνα, 28 Μαΐου 2015

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος

 



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ