Κανείς, από τη μεταπολιτευτική περίοδο και εντεύθεν δεν μπορεί να θυμηθεί κάποια άλλη με μεγαλύτερη πολιτική όξυνση από τη σημερινή, με τις αντιπαραθέσεις μεταξύ Δεξιών και Πασόκων τη δεκαετία του 80, να μοιάζουν πλέον με παιδικούς καυγάδες σε σχολικό διάλειμμα…
Με τους λεγόμενους φιλοευρωπαίους να μιλούν για «σταλινοπαράφρονες» και «ανθέλληνες» και τους υπέρμαχους του ΟΧΙ να αποκαλούν τους πρώτους «γερμανοτσολιάδες» και «εθνοπροδότες», η εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα είναι κάτι περισσότερο από εμφανής.
Με τους λεγόμενους «μένουμε Ευρώπη» να έχουν εκφύγει ακόμη και από την κοινή γραφικότητα κρατώντας πλακάτ με τα οποία εκφράζουν την αγάπη τους στον… Γιούγκερ (!!!) και με τους απέναντι να μην διστάζουν να μιλούν ακόμη και για… «πηγάδες», το να μην προβληματίζεται κάποιος για το τι ξημερώνει σε αυτή τη χώρα σε επίπεδο κοινωνικής συνοχής, είναι τουλάχιστον εγκληματικό.
Θα χρειαζόμασταν ίσως ποταμούς διαδικτυακής μελάνης στην αναζήτηση του «ποιος ήρξατο χειρών αδίκων» ή, στου ερωτήματος «τι έφταιξε» για αυτό το εθνικό κατάντημα.
Και η νοοτροπία του «όλοι μαζί τα φάγαμε» και «όλοι φταίμε το ίδιο», όχι μόνο δεν βοηθάει προς τη βαθύτερη κατανόηση της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας αλλά αντιθέτως, αθωώνει εκείνους που πραγματικά έφταιξαν.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, είτε το εκλογικό σώμα κρίνει πως η πρόταση της «τρόικας» (η λέξη «θεσμοί» πλέον δεν υφίσταται κατά τον ίδιο τον πρωθυπουργό), είναι «καλή» για την Ελλάδα ψηφίζοντας ΝΑΙ είτε αποφασίσει διαφορετικά ρίχνοντας ΟΧΙ, η Δευτέρα του δημοψηφίσματος είναι υποχρεωμένη να… ξημερώσει.
Και το ερώτημα που έρχεται στον νου κάθε πολίτη, είναι το ποια θα μπορεί να είναι αυτή η «Δευτέρα» και μέσα σε ποιους, ασχέτως εκλογικού αποτελέσματος, όρους θα κληθεί αυτή η διχασμένη κοινωνία να εξακολουθήσει να… (συν)υπάρχει.
Σίγουρα το πλαίσιο θα καθοριστεί σε μεγάλο, υπέρτατο βαθμό από το ποια θα είναι η νέα θέση της κάθε τάξης μέσα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, το οποίο ήδη δέχθηκε ένα ισχυρό ράπισμα από την απόφαση του έλληνα πρωθυπουργού να δώσει τον λόγο στον Ελληνικό Λαό, κάνοντάς τον ίσως για πρώτη φορά να αισθανθεί πραγματικά κυρίαρχος, κάτι που όπως φαίνεται δεν άρεσε καθόλου στην υπό γερμανική ηγεμονία ευρωπαϊκή ένωση.
Αν ωστόσο κάτι δεν έκανε και τόσο σωστά η κυβέρνηση, είναι πως κάτι τέτοιο το έπραξε δίχως να έχει διασφαλίσει τα ελάχιστα εχέγγυα για μια επίσης ελάχιστη κοινωνική ειρήνη, κάτι το οποίο θα επέτρεπε στον λαό να εμπεδώσει μια, κατά τα άλλα κορυφαία για τη Δημοκρατία διαδικασία όπως εκείνη ενός Δημοψηφίσματος, με όρους που δεν παραπέμπουν στις πλέον μαύρες σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας.
Μπροστά σε αυτή την, έξω από κάθε προηγούμενο πόλωση, που λίγο απέχει από το να λάβει τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού διχασμού, δεν μπόρεσε να μην αντιδράσει ούτε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σχεδόν απευθύνοντας εμμέσως έκκληση για ένθεν και ένθεν ψυχραιμία καθώς και για μια «επόμενη μέρα» που πρέπει να βρει ενωμένους όλους τους έλληνες, ανεξαρτήτως πολιτικών τοποθετήσεων.
Πόσο όμως θα ήταν εφικτό κάτι τέτοιο; Πώς θα μπορούσες να εξακολουθήσεις να πεις και πάλι «καλημέρα» στον διπλανό σου όταν, μόλις πριν από λίγες ώρες τον αποκαλούσες «προδότη» ή «ανθέλληνα» ή «πουλημένο»; Πώς θα μπορέσεις να συνυπάρξεις με τον συνάδελφό ή τον φίλο σου που ξαφνικά τον είδες ως «εχθρό» επειδή απλώς διαφωνούσε με τις δικές σου απόψεις;
Eρωτήματα που δείχνουν αφελή αν επιχειρήσεις να τα αναγνώσεις με βάση τις γνώσεις σου για την πάλη των τάξεων, ωστόσο, ερωτήματα απολύτως συγκεκριμένα και απτά, τα οποία θα κληθούμε όλοι μας από την «επόμενη Δευτέρα» όλοι να απαντήσουμε, είτε θέλουμε είτε όχι, με την πραγματικότητα να μας κάνει να σκοντάφτουμε επάνω τους.
Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία μας που ο λαός αυτός διχάστηκε. Ας είναι καλά οι ισχυροί τούτου του κόσμου που εμφανίστηκαν ως «φίλοι» μας, τον έβαλαν να σφάζεται για τα δικά του συμφέροντα. Και ακριβώς επειδή δεν είναι η πρώτη φορά, εμείς οι έλληνες, σε όποια μεριά κι αν βρισκόμαστε, είμαστε «καταδικασμένοι» αλλά και ευλογημένοι ταυτόχρονα να ζήσουμε «ξανά» μαζί.
Γιατί, όποιοι κι αν είμαστε οι μεν, όποιοι κι αν είναι οι δε, έχουμε περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλον από όση τον κάθε έξωθεν (ή και έσωθεν) «σωτήρα».
Εμείς οι έλληνες είμαστε ικανοί και για τα χειρότερα αλλά και για τα καλύτερα. Μέχρι στιγμής και δυστυχώς, έχουμε αποδείξει μόνο το πρώτο. Από Δευτέρα, θα κληθούμε να αποδείξουμε και το δεύτερο.
Και ουδείς έχει την ελάχιστη αμφιβολία πως θα το κάνουμε. Και ίσως αυτό θα κάνει τον κάθε πραγματικό εχθρό αυτής της χώρας, πραγματικά να προβληματιστεί και να αναγκαστεί να δει αυτόν τον λαό με ένα διαφορετικό μάτι.
Κάτι τέτοιο είναι στο χέρι μας ή μάλλον στα χέρια μας. Που πρέπει πάντοτε να είναι ενωμένα.
ereportaz