Μαζικό ξεπούλημα στις ασιατικές αγορές, καθώς εντείνεται η πτώση των κινεζικών μετοχών και οι επενδυτές ψάχνουν για έξοδο από τους τίτλους υψηλότερου κινδύνου, εν μέσω φόβων για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω Κίνας.
Ράλι στα ομόλογα που θεωρούνται “ασφαλή καταφύγια” και για το γεν, καθώς εξαπλώνονται οι αναταραχές στις παγκόσμιες χρηματαγορές, που ξεκίνησαν πριν από δυο εβδομάδες όταν η Κίνα αποφάσισε να υποτιμήσει το γουάν, πυροδοτώντας φόβους για την κατάσταση της οικονομίας της χώρας.
Ισχυρό πλήγμα δέχονται όλες οι ασιατικές αγορές, με τον δείκτη MSCI Ασίας-Ειρηνικού εκτός Ιαπωνίας να υποχωρεί κατά 4% σε χαμηλό τριών ετών.
Ο δείκτης Shanghai Composite κάνει “βουτιά” 8,45%, ο δείκτης CSI 8,56%, ενώ ο δείκτης Nikkei έφτασε να υποχωρεί κατά περισσότερο από 4%, ο δείκτης Hang Seng καταγράφει απώλειες 4,7%, ο δείκτης ASX 3% και ο δείκτης Kospi 2,16%.
Πώς φτάσαμε εδώ
Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015: η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας, δηλαδή η κεντρική τράπεζα της μεγάλης ασιατικής χώρας, ανακοινώνει μία ακόμα παρέμβασή της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επιδιώκοντας να αποτρέψει τη συνεχιζόμενη και εσχάτως αυξανόμενη εκροή κεφαλαίων από τη χρηματιστηριακή αγορά και να σταθεροποιήσει το γουάν.
Αυτή τη φορά η κεντρική τράπεζα της Κίνας διοχέτευσε στην αγορά περί τα 120 δισ. γουάν (ήτοι 18,76 δισ. δολάρια) μέσω συμφωνιών επαναπώλησης (reverse repos) διάρκειας επτά ημερών. Είχε προηγηθεί μία ακόμα παρέμβαση στις αρχές της εβδομάδας, ύψους 150 δισ. γουάν, ενώ άλλα 90 δισ. γουάν είχαν διοχετευτεί στην αγορά από την People’s Bank of China την αμέσως προηγούμενη εβδομάδα. Δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες δισ. δολάρια -αφού από την αρχή του χρόνου και έως τον Ιούνιο η κεντρική τράπεζα είχε χορηγήσει συνολικές ενέσεις ρευστότητας άνω των 205 δισ. γουάν στην αγορά- ρίχνονται βορά στα κερδοσκοπικά funds και στην προσπάθεια να διασκεδαστούν οι φόβοι των επενδυτών για μια νέα ασιατική κρίση. Ή σωστότερα, στους φόβους ακόμα και των πλέον ψύχραιμων ότι με επίκεντρο το Πεκίνο ξεκινά ένας νέος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος…
Μπορεί να φαντάζει ακραίος αυτός ο χαρακτηρισμός, όμως δεν παύει να είναι ένας όρος στον οποίο πλέον αναφέρονται ολοένα πιο συχνά οι αναλυτές μεγάλων οίκων και οι αρθρογράφοι κορυφαίων media ανά τον κόσμο. Ολοι αυτοί μιλούν πια για έναν εν εξελίξει, ή έστω υπό διαμόρφωση παγκόσμιο πόλεμο μεταξύ κορυφαίων οικονομικών δυνάμεων που βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία της πορείας τους: η μία, η Δύση, βρίσκεται θεωρητικά σε φάση αναθέρμανσης της οικονομίας της, ενώ η Ασία, με πρώτη την Κίνα, φαίνεται ότι εισέρχεται σε μια νέα περίοδο ύφεσης, με προφανή αντικρουόμενα συμφέροντα.
Η Κίνα, η αδιαμφισβήτητη ατμομηχανή της ασιατικής οικονομίας και μέχρι πρότινος η μεγαλύτερη σε τζίρους διεθνής οικονομία, μια χώρα αχανής με δυναμική προοπτική ως προς την εσωτερική κατανάλωση και ζήτηση, αλλά ταυτόχρονα Νο 1 πελάτης της Δύσης είτε σε πρώτες ύλες και ενέργεια, είτε σε καταναλωτικά προϊόντα και παράλληλα Νο 1 εξαγωγέας παντός είδους προϊόντων, βρίσκεται αντιμέτωπη, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, με την πιθανότητα ύφεσης στους ρυθμούς ανάπτυξής της. Μιας ύφεσης που προφανώς δεν θα έχει αντίκτυπο μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα στη διεθνή οικονομία και στο παγκόσμιο εμπόριο, αφού η Κίνα είναι κρίσιμο μέγεθος είτε ως πωλητής, είτε ως καταναλώτρια οικονομία.
Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς την ώρα που οι δυτικές οικονομίες, οι ανεπτυγμένες αγορές σε Ευρώπη, Ιαπωνία και ΗΠΑ, έχουν περάσει εδώ και λίγο διάστημα σε φάση αναθέρμανσης της οικονομίας τους, επίσης για πρώτη φορά εδώ και χρόνια. Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αν συνεχιστεί αυτή η εκτός ελέγχου επιβράδυνση στην κινεζική και στη συνέχεια στις μεγαλύτερες από τις αναδυόμενες οικονομίες, ο κίνδυνος να περάσουμε σε μια νέα περίοδο παγκόσμιας ύφεσης είναι τεράστιος.
Οι αναλυτές προετοιμάζονται για ένα ιδιαίτερα καυτό φθινόπωρο, θεωρώντας πως το παγκόσμιο θέμα στην οικονομία θα είναι η προσπάθεια τιθάσευσης της νέας κινεζικής κρίσης.
Προς το παρόν, ενώ οι κινήσεις των κινεζικών αρχών κρίνονται λογικές με βάση τα συμφέροντα και τις ανάγκες της εγχώριας οικονομίας τη δεδομένη χρονική στιγμή, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για την παγκόσμια οικονομική ισορροπία. Αίφνης η απόφαση της Κίνας να υποτιμήσει το νόμισμά της αποτελεί μια κίνηση τόνωσης της αδύναμης ζήτησης στο εσωτερικό της χώρας και μια ανάσα για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, αλλά ταυτόχρονα και πηγή περαιτέρω πιέσεων προς τους ανταγωνιστές της. Οι Κινέζοι ποντάρουν στο σενάριο της διατήρησης της αναθέρμανσης της παγκόσμιας οικονομίας για να επιτύχουν μια ζωογόνηση της εσωτερικής τους ζήτησης. Πλην όμως, μπορεί στην παρούσα φάση να καταγράφεται μια προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ με παράλληλη ανάκαμψη των οικονομιών σε Ιαπωνία και Ευρώπη, η πείρα όμως δείχνει πως αν ένας κορυφαίος παίκτης όπως η Κίνα δεν πετύχει να επιστρέψει σύντομα σε τροχιά ανάπτυξης, δύσκολα θα μπορέσει μόνη της η αμερικανική οικονομία να καλύψει το κενό. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που αυτή δεν έχει πια το εργαλείο της ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ για την Ευρώπη η πολιτική της νομισματικής χαλάρωσης δεν έχει καταφέρει ακόμα να δώσει κάποια πρώτα αποτελέσματα επιτάχυνσης της ανάπτυξης.
Σενάρια πολέμου
Οι πιο διορατικοί μιλούσαν εδώ και χρόνια για την ανισορροπία στην παγκόσμια οικονομία. Χρειάστηκε όμως να μεσολαβήσει η μεγάλη κρίση, που εν πολλοίς επηρέασε σχεδόν όλες τις οικονομίες από το 2010 και μετά, για να κατανοήσουν όλοι ότι οι διαφορετικές ταχύτητες με τις οποίες κινούνται οι μεγάλες αγορές ανά τον πλανήτη μπορούν τελικά να οδηγήσουν ίσως σε ένα είδος παγκόσμιου οικονομικού πολέμου. Στην παρούσα φάση οι αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες μάλιστα αναζητούν μεγαλύτερο ρόλο στα παγκόσμια κέντρα αποφάσεων, έχουν περάσει από τη φάση κατά την οποία βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης σε φάση τουλάχιστον προβληματική. Για του λόγου το αληθές, από την ομάδα των BRICS ουσιαστικά μόνο η Ινδία εξακολουθεί ακόμα να αναπτύσσεται. Βραζιλία και Ρωσία βρίσκονται εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια σε βαθιά ύφεση, ενώ η οικονομία της Κίνας πλέον επιβραδύνει με ταχείς ρυθμούς.
Αυτό σημαίνει ότι οι κίνδυνοι μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης είναι ορατοί. Οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά, το ίδιο και οι αγορές εμπορευμάτων και αρκετών πρώτων υλών. Η Κίνα με τα εσωτερικά της προβλήματα έχει ένα νόμισμα πια τόσο φτηνό που κανείς διεθνής ανταγωνιστής της δεν μπορεί να αντιπαρέλθει. Εάν η κατάσταση συνεχιστεί, θα αλλάξει το τοπίο και στο παγκόσμιο εμπόριο και στη μεταποίηση. Οι αρνητικές συνέπειες για τις εκτός Ασίας αγορές και οικονομίες θα είναι τεράστιες ακριβώς τη στιγμή που αυτές οι οικονομίες πασχίζουν να μπουν ξανά σε τροχιά ανάπτυξης.
Την ίδια στιγμή η αμερικανική οικονομία έχει μπει σε τροχιά αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου, απόφαση πάντως που είχε ληφθεί πριν από το ξέσπασμα της χρηματιστηριακής κρίσης στην Κίνα. Αν η Fed επιμείνει στο αρχικό της πλάνο και αυξήσει τα επιτόκια αργότερα φέτος, οι επενδυτές θα κληθούν να αποτιμήσουν τη διαφορά πολιτικής μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον. Εάν δεν πειστούν για τη δυνατότητα της αμερικανικής οικονομίας να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξής της, τότε οι αναλυτές διαβλέπουν ως πιθανή μια διόρθωση στη χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ. Ή ένα ράλι του δολαρίου έναντι του γουάν. Αυτό απλά σημαίνει νέες πιέσεις στις εξαγωγές των ΗΠΑ και μοιάζει πολύ με αιτία πολέμου…
Οι «κρυφές» απειλές
Αφανείς πτυχές της κινεζικής κρίσης – Πώς φτάσαμε στη φούσκα
Εκείνο που λίγοι μη ειδικοί γνωρίζουν -και ακόμα λιγότερα διεθνή media δείχνουν πρόθυμα να «φωτίσουν»- είναι το γεγονός πως η δραματική υποχώρηση των χρηματιστηριακών δεικτών και η κατακρήμνιση των αποτιμήσεων εκατοντάδων μετοχών στις κινεζικές αγορές της Σανγκάης και της Σενζέν οφείλεται στο σκάσιμο μιας φούσκας την οποία συντηρούσαν σκιώδεις τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οίκοι, με ακόμα πιο σκιώδεις σχέσεις με γνωστές και μη εξαιρετέες τράπεζες – είτε της Ασίας, είτε της Δύσης.
Η αλήθεια είναι ότι ο πρόσφατος χρηματιστηριακός πυρετός στην Κίνα ξεκίνησε από τον κλάδο του real estate, που όπως στις ΗΠΑ έτσι και στην Κίνα κατέρρευσε περίπου στα τέλη της περασμένης χρονιάς, με τις αποτιμήσεις εκατοντάδων χιλιάδων επενδύσεων σε ακίνητα να μετατρέπονται σε… σκόνη και τα αντίστοιχα δάνεια να μην μπορούν να αποπληρωθούν. Καμία έκπληξη συνεπώς δεν προκλήθηκε από το γεγονός πως μαζί με τη φούσκα των στεγαστικών δανείων «έσκασε» και μια περιφερειακή κρατική χρηματοπιστωτική εταιρεία. Ο λόγος για την κρατική εταιρεία εγγύησης δανείων της βόρειας επαρχίας Χεμπέι, η οποία έχει αναστείλει κάθε πληρωμή εγγύησης δανείου από τον Ιανουάριο φέτος. Η κεντρική κυβέρνηση δεν έχει ακόμα αποφασίσει τι θα πράξει με την εταιρεία, καθώς στην πορεία αποκαλύφθηκε μια πρακτική που επισήμως δεν αναγνωρίζεται από τις Αρχές, πλην όμως αποτελεί, όπως όλα δείχνουν, μια συνηθισμένη μέθοδο, υπό την ανοχή του κράτους, ώστε να επιτυγχάνονται μέχρι τώρα τρελοί ρυθμοί ανάπτυξης ακόμα και από μικρομεσαίες εταιρείες.
Τι ακριβώς συνέβαινε; Η κρατική χρηματοπιστωτική εταιρεία, με κεφάλαια από τα στεγαστικά δάνεια, των οποίων εγγυάτο και τις αποπληρωμές, έδινε ρευστό σε τρίτες εταιρείες, όχι επίσημα αναγνωρισμένες αλλά σκιώδεις τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους δάνειζαν κεφάλαια σε εταιρείες που δεν ήταν τόσο μεγάλες ή τόσο φερέγγυες ώστε να λάβουν δάνεια από επίσημες τράπεζες της χώρας. Κάπως έτσι, μόνο αυτή η περιφερειακή κρατική εταιρεία στο Χεμπέι είχε υπό την ομπρέλα της πάνω από 50 μη επίσημα αναγνωρισμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, που με τη σειρά τους είχαν χορηγήσει σε τρίτους δάνεια συνολικού ύψους 50 δισ. γουάν, ή, αν προτιμάτε, 7,8 δισ. δολάρια. Οι μισοί και πλέον από τους οργανισμούς αυτούς έχουν αναπτύξει παράλληλες σχέσεις με αμερικανικές, ευρωπαϊκές ή άλλες τράπεζες, αλλά επίσης έχουν δανείσει εκατοντάδες εταιρείες, πολλές εκ των οποίων είναι θυγατρικές εταιρειών ξένων συμφερόντων, ή κοινοπραξίες κινεζικών με δυτικές εταιρείες!
Το πρόβλημα είναι ολοφάνερο: η κεντρική κυβέρνηση θεωρητικά δεν γνώριζε τι συνέβαινε -κι αυτό φαίνεται πως συμβαίνει σε όλες τις επαρχίες της χώρας, ενδεχομένως σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα- και τώρα καλείται να αποφασίσει εάν θα αφήσει να καταρρεύσει ολόκληρο το σύστημα οικονομικών σχέσεων που έχει δημιουργηθεί. Ηδη πάντως στην επαρχία Χεμπέι πάνω από 1.000 (!) τοπικοί επιχειρηματίες και παράγοντες έχουν ήδη απευθύνει ανοιχτή επιστολή στον τοπικό αξιωματούχο του Κομμουνιστικού Κόμματος ζητώντας να αναλάβει η κυβέρνηση να σώσει τις εμπλεκόμενες εταιρείες και συνεπακόλουθα ολόκληρη την επαρχία από μια ευρύτερη καταστροφή.
Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους του προβλήματος, σύμφωνα με το ρεπορτάζ αμερικανικών media υπάρχει ένας τόσο ισχυρός ιστός τέτοιων οικονομικών σχέσεων στην Κίνα ώστε ελλοχεύει ο κίνδυνος «ενός ντόμινο από αλλεπάλληλες και αλληλένδετες πτωχεύσεις, στις οποίες θα εμπλακούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τεράστια χρηματικά ποσά και τελικά το ίδιο το Δημόσιο». Τα ίδια ρεπορτάζ ανεβάζουν το συνολικό ύψος των κεφαλαίων που τζιράρονται στην Κίνα μέσω του σκιώδους τραπεζικού συστήματος στα 6,9 τρισ. γουάν!