Οι ορμόνες είναι χημικές ουσίες απαραίτητες για την ορθή λειτουργία ζωτικών οργάνων του σώματος μας.
Τα επίπεδα στο αίμα ορισμένων ορμονών, μειώνονται με την αύξηση της ηλικίας. Για το λόγο αυτό μερικοί πιστεύουν ότι η γήρανση του σώματος, σχετίζεται με τη μείωση των ορμονών.
Με βάση αυτή την πεποίθηση, υπάρχει η θεωρία ότι η αποκατάσταση των επιπέδων των ορμονών, μπορεί να επιβραδύνει ή ακόμη να σταματήσει τους μηχανισμούς που οδηγούν στη γήρανση του οργανισμού.
Η θεωρία αυτή είναι ελκυστική. Όμως πόσο είναι πραγματική και ποια στοιχεία υπάρχουν που επιστημονικά την τεκμηριώνουν;
Ας δούμε αρχικά, μερικές από τις ορμόνες που προτείνονται για την καταπολέμηση της γήρανσης και ποιοι ισχυρισμοί υπάρχουν για αυτές:
- Η αυξητική ορμόνη (HGH, Human Growth hormone): Η αυξητική ορμόνη ευθύνεται για την ανάπτυξη των παιδιών και μειώνεται στο αίμα μετά την εφηβεία. Αυτοί που τη συστήνουν υποστηρίζουν ότι βοηθά στη δημιουργία μυών, στην ανανέωση της ενέργειας και στην κατανάλωση του λίπους
- Η μελατονίνη: Η μελατονίνη συντίθεται στον εγκέφαλο και είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση του ύπνου. Υπάρχουν ελπίδες ότι μπορεί να βοηθά κατά της αϋπνίας. Επίσης μπορεί να βοηθά εναντίον της αποδιοργάνωσης του βιολογικού κύκλου που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι ταξιδεύουν σε διαφορετικές ζώνες χρόνου (jet lag)
- Η τεστοστερόνη: Είναι η ανδρική σεξουαλική ορμόνη. Στις γυναίκες υπάρχει τεστοστερόνη αλλά σε πολύ λιγότερες ποσότητες. Η μείωση στο αίμα των επιπέδων της ορμόνης αυτής, έχει συσχετισθεί με συνήθεις ενοχλήσεις της γήρανσης όπως για παράδειγμα μυϊκή αδυναμία, οστεοπόρωση και μειωμένη ενέργεια και σεξουαλική ορμή
- Η διυδροεπιανδροστερόνη (DHEA): Η ορμόνη αυτή μετατρέπεται από τον οργανισμό σε οιστρογόνα και τεστοστερόνη. Αυτοί που την προτείνουν, ισχυρίζονται ότι επιβραδύνει τη γήρανση, αυξάνει τη μυϊκή και οστική δύναμη, ευνοεί την κατανάλωση λίπους, βελτιώνει τις γνωσιακές ικανότητες, ενδυναμώνει την άμυνα του οργανισμού και ότι προστατεύει από τις χρόνιες νόσους
- Η ορμονική θεραπεία αντικατάστασης με συνδυασμό προγεστερόνης και οιστρογόνων ή μόνο με οιστρογόνα: Στην εμμηνόπαυση πολλές γυναίκες παίρνουν ορμονική θεραπεία αντικατάστασης για να αντιμετωπίσουν τις εξάψεις και την ξηρότητα του κόλπου.
Δυστυχώς οι έρευνες που έγιναν μέχρι σήμερα δεν μπόρεσαν να τεκμηριώσουν δράσεις κατά της γήρανσης των ορμονικών αυτών συμπληρωμάτων που προτείνονται σαν αντίδοτο στη φθοροποιό δράση του χρόνου.
Παράλληλα πρέπει να προσθέσουμε ότι η χορήγηση των ορμονών αυτών εμπεριέχει κινδύνους:
- Στους ηλικιωμένους άνω των 60 ετών, οι παρενέργειες της αυξητικής ορμόνης είναι συχνότερες παρά στους νεότερους. Μεταξύ των παρενεργειών της αυξητικής ορμόνης περιλαμβάνονται η αύξηση της πίεσης, η αρτηριοσκλήρυνση, η ανώμαλη αύξηση των οστών και των εσωτερικών οργάνων, ο διαβήτης, πονοκέφαλοι και συμπτώματα αρθρίτιδας
- Η χορήγηση τεστοστερόνης ή διυδροεπιανδροστερόνης ακόμη και βραχυπρόθεσμα, είναι σε θέση να προκαλέσει βλάβη στο συκώτι
- Η ορμονική θεραπεία αντικατάστασης έχει συσχετισθεί κατά τα τελευταία 3 χρόνια με μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιοπάθειες (συμπεριλαμβανομένης και της καρδιακής προσβολής), εγκεφαλικών επεισοδίων, θρομβώσεων και καρκίνου του μαστού. Η απόφαση για τη χορήγηση ορμονικής θεραπείας αντικατάστασης στις γυναίκες κατά και μετά την εμμηνόπαυση, πρέπει να γίνεται επιλεκτικά και προσεκτικά από το θεράποντα γιατρό που θα αποφασίσει σε ποιες περιπτώσεις αυτή είναι αναγκαία.
Οι βιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν στη γήρανση δεν έχουν ακόμη διαλευκανθεί. Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη βρει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούμε να σταματούμε ή να ανατρέπουμε τις αρνητικές επιδράσεις του χρόνου στο σώμα μας.
Υπάρχουν πράγματι πολλά που προτείνονται από διάφορους, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, με στόχο τη διατήρηση ενός νεανικού σώματος.
Μεταξύ αυτών που προτείνονται περιλαμβάνονται εκτός από τις ορμονικές θεραπείες, οι αντιοξειδωτικές ουσίες, οι βιταμίνες, διαφόρων ειδών συμπληρώματα διατροφής και δίαιτες όπως αυτές που προβλέπουν αυστηρό περιορισμό των θερμίδων που καταναλώνονται.
Κατά τη γνώμη μας είναι απαραίτητο, κάθε φορά που τίθεται ένα τέτοιο ζήτημα, να υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ των ασθενών και των γιατρών τους.
Μόνο ο θεράπων γιατρός, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες του ασθενούς του και έχοντας υπόψη τα αντικειμενικά επιστημονικά δεδομένα για την κάθε θεραπεία που προτείνεται, μπορεί να συμβουλεύει στον ασθενή του εκείνο που είναι το πλέον κατάλληλο και ταυτόχρονα με τους λιγότερους κίνδυνους για αυτόν.
Πηγή : isotimos.com