«..Κι αν θέλω να παίξω όλες τις νότες μιας χορδής από πάνω μέχρι κάτω…
…Tότε πρέπει ν’ αλλάξω έντεκα φορές τη θέση του χεριού μου. Θέλει πολλή δύναμη. Πρέπει να πιέζεις τις χορδές σαν μανιακός, κοιτάξτε τα δάχτυλά μου. Να! Κάλους έχουν βγάλει, δείτε τα, κάλους κι αυλάκια. Πολύ σκληρά. Δεν αισθάνομαι τίποτε στα δάχτυλα. Πριν λίγες μέρες κάηκα κι ούτε που το κατάλαβα. Το πήρα είδηση επειδή μου μύρισε η καμένη σάρκα. Έχω ακρωτηριάσει μόνος μου τον εαυτό μου. Ούτε οι σιδεράδες δεν έχουν τέτοια δάχτυλα. Και τα χέρια μου είναι μάλλον λεπτά. Δεν είναι φτιαγμένα γι’ αυτό το όργανο. Από μικρός είχα ξεκινήσει για τρομπετίστας. Κι εξάλλου, ποτέ δεν είχα και πολλή δύναμη στο δεξί μου χέρι, κι αυτό είναι εντελώς απαραίτητο στο κοντραμπάσο, γιατί με το δεξί κρατάει κανείς το δοξάρι κι αν δεν έχει αρκετή δύναμη, δε μπορεί να βγάλει ούτε μία νότα απ’ αυτό το παλιόπραμα».
Ο Γερμανός συγγραφέας Πάτρικ Ζίσκιντ, διάσημος για το μυθιστόρημά του «Το Άρωμα», το οποίο πριν από λίγα χρόνια μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, στην πραγματικότητα κέρδισε ένα μεγάλο κομμάτι της φήμης του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με το μονόπρακτό του «Το κοντραμπάσο». «Αυτό που κανένας μουσικός δεν έχει συνθέσει ακόμα, το έγραψε ένας συγγραφέας: ένα έργο για σόλο κοντραμπάσο που θα γεμίσει μια ολόκληρη βραδιά», έχει γραφτεί για το έργο, που αποτελεί έναν εκ των πλέον δημοφιλών θεατρικών μονολόγων παγκοσμίως. Γράφτηκε το 1980 και τη σεζόν 1984-85 ανέβηκε σε περισσότερες από 500 γερμανικές σκηνές, ενώ έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Ο συγγραφέας, ο οποίος ζει πλέον αποτραβηγμένος από τη λογοτεχνική σκηνή, ενώ δε δίνει ποτέ συνεντεύξεις ούτε επιτρέπει να τον φωτογραφίσουν, έχει δηλώσει για το «Κοντραμπάσο»: «Η μουσική είναι κάτι ανθρώπινο. Πέρα και πάνω απ’ την πολιτική και την ιστορική επικαιρότητα. Και πανανθρώπινο, θα ’θελα να πω. Ένα συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής και του ανθρώπινου πνεύματος. Και μουσική θα υπάρχει πάντα και παντού, στην Ανατολή και στη Δύση, στη Νότια Αφρική, όπως και στη Σκανδιναβία, στη Βραζιλία και στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Διότι η μουσική έχει ακριβώς μεταφυσικό χαρακτήρα. Καταλαβαίνετε, μετα-φυσικό, δηλαδή πέρα ή πάνω απ’ την καθαρά φυσική ύπαρξη, υπεράνω της εποχής, της ιστορίας και της πολιτικής, πέρα απ’ τον πλούτο και τη φτώχεια, απ’ τη ζωή και το θάνατο. Η μουσική είναι αιώνια».
Τον ένα και μοναδικό ρόλο του έργου, που αποτελεί ρόλο ζωής για κάθε ηθοποιό και του δίνει τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει κάθε πτυχή του ταλέντου και της εμπειρίας του, επωμίζεται ο Βασίλης Ευταξόπουλος, ο οποίος γεμίζει τη σκηνή του θεάτρου «Ιλίσια – Βολανάκης» με στιγμές ανθρώπινες, οι οποίες υπερβαίνουν τον τόπο και το χρόνο και γίνονται στιγμές από τη ζωή μας. Ο Βασίλης Ευταξόπουλος γίνεται ο κοντραμπασίστας του Ζίσκιντ, σε μια θεατρική σχοινοβασία απαιτεί τον καλύτερο εαυτό του, αυτόν ακριβώς που ο έμπειρος ηθοποιός καταθέτει στο θεατρικό σανίδι.
Στο ατμοσφαιρικό κείμενο του Ζίσκιντ ο ήρωας ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο για τον εαυτό του, εξομολογείται έναν κρυφό του έρωτα, ελπίζοντας σε ανταπόκριση, αποκαλύπτει τη σχέση του με το κοντραμπάσο, αλλά και το αδιέξοδο στο οποίο τον έχει οδηγήσει η τέχνη της μουσικής. Το κοντραμπάσο είναι μια μεταφορά, χωρίς όμως να τραβάει την προσοχή πάνω της. Είναι μια μεταφορά συνυφασμένη με τη ζωή του κοντραμπασίστα, κυριαρχώντας μάλιστα σε σημαντικούς τομείς της. Ο μουσικός, αθεράπευτα ερωτευμένος με μια μέτζο σοπράνο που δεν του έχει ρίξει ποτέ ούτε μια ματιά, παίζει το ένα και μοναδικό όργανο που δεν μπορεί να τον φέρει κοντά της. Το κοντραμπάσο ανήκει στο βάθος της ορχήστρας, δεν είναι ποτέ στην πρώτη σειρά. Και υπάρχουν μόνο δύο έργα γραμμένα για κοντραμπάσο και σοπράνο…
«Το Κοντραμπάσο» είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας ενάντια στη μοναξιά και την κοινωνική απομόνωση, και ταυτόχρονα ένας ύμνος για τη μουσική και τους ανθρώπους που αφιερώνονται σ’ αυτό που αγαπούν. Το ατμοσφαιρικό κείμενο χρησιμοποιεί ως αφορμή το κοντραμπάσο για να μιλήσει για τον άνθρωπο, τη μοναξιά του και τη συνύπαρξη με τους άλλους. Είναι θαυμαστή η ισορροπία του ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό καθώς, εξερευνώντας τη σχέση του μουσικού με το όργανό του, φωτίζει παράλληλα το ρόλο του κοντραμπάσου και του μουσικού στην ορχήστρα και τη ζωή.