Αιχμή του Γραφείου προς την κυβέρνηση με την οποία αφήνεται να εννοηθεί ότι η διαπραγμάτευση καθυστέρησε σκοπίμως με ελληνική ευθύνη προκειμένου να αποκομιστούν πολιτικά οφέλη, προφανώς μέσω δραματοποίησης της κατάστασης.
Σύμφωνα με την έκθεση: «Παρά τη διαφαινόμενη πρόθεση ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης για την πρώτη αξιολόγηση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η παράταση της διαπραγμάτευσης (που έπρεπε να είχε τελειώσει τον Οκτώβριο / Νοέμβριο 2015 σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα) είχε σημαντικό κόστος. Έτεινε επίσης να παγιώσει την απαισιοδοξία, δημιουργώντας συνθήκες που αποτρέπουν τη βελτίωση των πραγμάτων αμέσως μετά την αξιολόγηση. Ως προς το κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης που μάλλον έχει υποτιμηθεί έναντι του «πολιτικού οφέλους».
Το κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης μάλλον έχει υποτιμηθεί έναντι του «πολιτικού οφέλους»
«Η ύφεση συνεχίζεται και το 2016, πράγμα που προκαλεί και δημοσιονομικά προβλήματα. Είναι κοινός τόπος ότι σε τροχιά ύφεσης του ΑΕΠ τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και επομένως απειλούνται οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα. Η κατάληξη ήταν νέα φορολογικά μέτρα που όμως είναι αμφίβολο αν θα αποδώσουν. Η δρομολογημένη νέα συμφωνία με τους θεσμούς προβλέπει νέα φορολογικά μέτρα € 5,4 δισ. Και € 3,6δισ. μέτρα υπό αίρεση όπως συζητείται αυτήν τη στιγμή, τα οποία θα ασκήσουν πιέσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές».«Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει το τρίτο Μνημόνιο» αναφέρει η Έκθεση επισημαίνοντας ωστόσο ότι η ανάκαμψη δεν θα έρθει αυτόματα με την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και τις επενδύσεις του πακέτου Γιουνκέρ.
Όσον αφορά στο χρέος το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους για πρώτη φορά με ξεκάθαρο σχεδόν τρόπο προτρέπει την Κυβέρνηση να μην υπολογίζει σε «κούρεμα» του χρέους. Παρά το γεγονός ότι η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο , στο ίδιο τμήμα υπάρχει η παραδοχή ότι η σύνθεση του ελληνικού χρέους καταδεικνύει ότι οποιαδήποτε περίπτωση αναδιάρθρωσής του προϋποθέτει την εφαρμογή σκληρών πολιτικών λύσεων – από όλες τις πλευρές – με το κύριο ζητούμενο να είναι ποιος τελικά θα αναλάβει το κόστος του «κουρέματος».
Για πρώτη φορά με ξεκάθαρο σχεδόν τρόπο προτρέπει την Κυβέρνηση να μην υπολογίζει σε «κούρεμα»
Εν συνεχεία , η έκθεση τονίζει ότι βάσει του καταστατικού του το ΔΝΤ, το οποίο υποστηρίζει σθεναρά την αναγκαιότητα ενός κουρέμα- τος, έχει προτεραιότητα στην αποπληρωμή. Επομένως, το βάρος θα πρέπει να πέσει στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, δηλαδή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις στους ευρωπαίους φορολογούμενους. «Μια τέτοια λύση όμως προϋποθέτει ότι θα συμφωνήσουν τα κράτη-μέλη, κάτι που δεν θα πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο, αφού κάποιες από τις χώρες αυτές εφαρμόζουν ήδη σκληρά προγράμματα λιτότητας και δεν επιθυμούν – προφανώς για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους – να συμφωνήσουν σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους» καταλήγει η Έκθεση θυμίζοντας ότι αρκετές χώρες έχουν ήδη ταχθεί κατά της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.