Ο κ. Βενιζέλος σε άρθρο του στην προσωπική του σελίδα με τίτλο «Τηλεοπτικό τοπίο: τώρα αρχίζουν τα δύσκολα» κάνει λόγο για «νομικά σοφίσματα» που σχετίζονται με την παράκαμψη του ΕΣΡ στη διαδικασία αδειοδότησης, αναφέρεται στα όσα προβλέπει το Σύνταγμα, σημειώνει ότι το φαινομενικά υψηλό τίμημα αναιρεί το κυβερνητικό επιχείρημα περί τεσσάρων αδειών και κάνει εκτιμήσεις για την επόμενη μέρα.
Αναλυτικά:
Το γενετικό ελάττωμα της παράκαμψης του ΕΣΡ δεν θεραπεύεται από το απλό πραγματικό γεγονός της διεξαγωγής της δημοπρασίας και δεν μπορεί να θεραπευτεί γιατί παραβιάζει βάναυσα τα άρθρα 15 και 101Α του Συντάγματος. Η ανάθεση της διεξαγωγής της διαδικασίας αυτής στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας που υπάγεται στον Υπουργό Επικρατείας βασίστηκε στην επίκληση του «δικαίου της ανάγκης» που προκύπτει δήθεν λόγω της αδυναμίας επιλογής των μελών του ΕΣΡ από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία 4/5 (που προβλέπεται από το άρθρο 101 Α του Συντάγματος λόγω της υπερεκπροσώπησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη Διάσκεψη).
Το «δίκαιο της ανάγκης» είναι όμως ένα νομικό σόφισμα άκρως επικίνδυνο για ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου που λειτουργεί ομαλά και όχι υπό συνθήκες πολιτειακής κρίσης. Το Σύνταγμα προβλέπει συγκεκριμένες διαδικασίες και εγγυήσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων ανάγκης στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται η δυσκολία στην επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών! Η ύπαρξη ανεξαρτήτων αρχών σε πεδία όπως η ραδιοφωνία και η τηλεόραση λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση πρωτίστως έναντι της εκτελεστικής εξουσίας από την οποία αφαιρέθηκαν, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, οι σχετικές αρμοδιότητες που τώρα επανέρχονται κατά παράβαση του Συντάγματος σε αυτή υπό το πρόσχημα της αδυναμίας συγκρότησης του ΕΣΡ. Η ίδια η δήλωση του Γενικού Γραμματέα Επικοινωνίας και Ενημέρωσης ότι μπορούμε να περιμένουμε το ΕΣΡ για τις περιφερειακές άδειες συνιστά αυτοδιάψευση του συνταγματικά βάναυσου επιχειρήματος περί «δικαίου της ανάγκης».
Όταν το Σύνταγμα προβλέπει μια θεσμική εγγύηση με τη μορφή Ανεξάρτητης Αρχής, εγκαθιδρύει ένα όργανο του κράτους άμεσο ( δηλαδή προβλεπόμενο από το ίδιο το Σύνταγμα ) και διαρκές (δηλαδή όργανο που λειτουργεί συνεχώς και όχι με χρονικά κενά, όπως πχ η Βουλή που όταν διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές δεν λειτουργεί). Συνεπώς δεν νοείται διακοπή της λειτουργίας του ΕΣΡ δια του οποίου ασκείται ο άμεσος έλεγχος του κράτους στη ραδιοτηλεόραση. Δεν μπορούσε να λήξει η θητεία των μελών του πριν την ανάδειξη των διαδόχων τους.
Βασική δε παράμετρος του άμεσου ελέγχου του κράτους επί της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης που ασκείται διά του ΕΣΡ το οποίο εκφράζει την κρατική εξουσία στα ζητήματα αυτά, είναι η χορήγηση της προηγούμενης άδειας, εφόσον ο νόμος προβλέπει καθεστώς αδειών (άρθρο 15 παρ 2 Σ.). Άλλωστε οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που επιτρέπει την επιβολή συστήματος αδειοδότησης, τοποθετεί όμως και την ραδιοτηλεόραση στο πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης και άρα της ελευθερίας μετάδοσης και λήψης πληροφοριών και ιδεών «άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων». Όλα αυτά τα έχουμε πει σε όλους τους τόνους από τον Οκτώβριο του 2015, όταν ψηφίστηκε ο πρώτος σχετικός αντισυνταγματικός νόμος.
Το γεγονός ότι διάφορες αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας στη φάση πριν τον πλειοδοτικό διαγωνισμό δεν έγιναν δεκτές με τη σκέψη ότι δεν υπήρχε κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη των αιτούντων από μόνη τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, δεν προδικάζει τίποτα ως προς την κρίση των αιτήσεων ακυρώσεως που προβάλλουν διάφορους λόγους με κορυφαίους την αποκλειστική εκ του Συντάγματος αρμοδιότητα του ΕΣΡ και τον καθορισμό σε τέσσερις των αδειών με αυθαίρετα και απλοϊκά οικονομικά επιχειρήματα παρά την αφθονία συχνοτήτων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, όπως είπε στη Βουλή και ο νέος πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ). Επί των θεμάτων αυτών αρμόδιο δικαστήριο είναι το ΣτΕ, αλλά εν τέλει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όλα τα νομικά ζητήματα είναι ανοικτά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Αλλά και στο πεδίο της προσωρινής δικαστικής προστασίας μια αίτηση που αφορά τη διακοπή της λειτουργίας ( εκπομπής σήματος ) τηλεοπτικού σταθμού επειδή δεν έλαβε άδεια μέσω μιας τέτοια διαδικασίας, θέτει το ΣτΕ προ καταστάσεων που προκαλούν πλέον ανεπανόρθωτη βλάβη λόγω των καταλυτικών συνεπειών που έχει για μια τηλεοπτική επιχείρηση ( τους εργαζόμενούς της, τους αντισυμβαλλόμενους της, τους δανειστές της κοκ ) η διακοπή εκπομπής του σήματός της. Ούτε υπάρχει επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος που να επιβάλει, ανεξαρτήτως του μεγέθους της ανεπανόρθωτης βλάβης, την άμεση εφαρμογή μιας διοικητικής πράξης εναντίον της οποίας εκκρεμεί αίτηση ακυρώσεως πριν αυτή εκδικασθεί κατά χρονική προτίμηση.
Η έκβαση του διαγωνισμού προκάλεσε έναν περίεργο ενθουσιασμό σε όσους θεώρησαν επιτυχία τη συγκέντρωση ενός συνολικού τιμήματος 246 εκ. για τις τέσσερις άδειες. Από το φαινομενικά μεγάλο αυτό τίμημα πρέπει να καταβληθεί αμέσως το ένα τρίτο, δηλαδή περίπου 82 εκ. Τα άλλα δυο τρίτα θα καταβληθούν ανά ένα τρίτο μετά από ένα και μετά από δυο χρόνια αντίστοιχα, εφόσον βεβαίως έχει διαμορφωθεί το τοπίο που υπόσχεται ο νόμος με μόνο τέσσερις εν λειτουργία πανελλήνιους σταθμούς, χωρίς άλλους διεκδικητές της διαφημιστικής ύλης, λόγω πχ αναστολής εκτέλεσης της διοικητικής πράξης εκπομπής σήματος λειτουργούντος σήμερα σταθμού ή λόγω της χορήγησης πολλών περιφερειακών και θεματικών αδειών που μεταβάλλουν ενδεχομένως την ισχύουσα κατανομή ποσοστών διαφημιστικής ύλης μεταξύ σταθμών πανελλήνιας εμβέλειας γενικού περιεχομένου, σταθμών τοπικών και περιφερειακών, αλλά και πανελλήνιων θεματικών σταθμών. Το υψηλό τίμημα πρέπει συνεπώς προς το παρόν να υπολογίζεται στο ένα τρίτο του ενώ για τα υπόλοιπα δυο τρίτα υπάρχει μακρύς δρόμος.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η επίτευξη του υψηλού αυτού τιμήματος σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα των προσφορών που δεν οδήγησαν σε λήψη άδειας, ανατρέπει το βασικό κυβερνητικό επιχείρημα υπέρ του περιορισμού των αδειών σε τέσσερις γιατί τόσους αντέχει η διαφημιστική αγορά ( 200 : 4 = 50 σύμφωνα με την απλουστευτική παρουσίαση του κ. Τσίπρα ), ώστε οι σταθμοί να είναι βιώσιμοι με ορθολογική και διαφανή οικονομική λογική.
Οι προσφορές είναι προφανές ότι δεν ήταν στην πλειονότητα τους ορθολογικές αλλά προϊόν της τεχνητής στενότητας του αριθμού των αδειών και του τεχνητού ανταγωνισμού που δημιουργούσε η διαδικασία, με έντονα στοιχεία τυχαιότητας που επίσης δεν είναι ορθολογικά, με εξαίρεση την πρώτη και εμφανώς φθηνότερη άδεια.
Άλλωστε αν στόχος ήταν η συγκέντρωση όσο γίνεται μεγαλύτερου τιμήματος για το δημόσιο ταμείο, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με μεγαλύτερο αριθμό αδειών και υψηλότερη τιμή εκκίνησης.
Με οκτώ πχ άδειες και τιμή εκκίνησης 30 εκατ. για κάθε άδεια θα είχε συγκεντρωθεί πολύ μεγαλύτερο τίμημα με απλό και λογικό τρόπο. Το άρθρο 15 του Συντάγματος επιβάλλει πάντως ποιοτικά κριτήρια για τη λειτουργία της ραδιοτηλεόρασης και διά του τρόπου αυτού αποκλείει το αμιγώς οικονομικό κριτήριο ( υψηλότερη προσφορά ).
Η κλιμάκωση συνεπώς των οικονομικών προσφορών ανατρέπει πλήρως την δήθεν οικονομική αιτιολογία του καθορισμού των αδειών σε τέσσερις.
Θυμίζω ότι η περιβόητη μελέτη του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, που αποτέλεσε τη βάση των κυβερνητικών επιλογών, θεωρεί εύλογο το τίμημα μεταξύ μισού και δυο εκατομμυρίων ευρώ!
Άρα τα λεφτά που υπόσχεται να μοιράσει σε ευπαθείς ομάδες ο κ. Τσίπρας δεν υπάρχουν. Αντιθέτως υπάρχουν πάμπολλα προβλήματα είτε οι μη αδειοδοτημένοι σταθμοί κλείσουν προκαλώντας ντόμινο αρνητικών οικονομικών συνεπειών ( σε επιχειρήσεις, εργαζόμενους, ασφαλιστικά ταμεία, δανείστριες τράπεζες κοκ), είτε διεκδικήσουν τη δικαστική τους προστασία υπό συνθήκες μακράς αβεβαιότητας για την τηλεοπτική αγορά.
Το κυριότερο όμως είναι και πάλι το ζήτημα των θεσμών. Το ζήτημα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Δεν αναφέρομαι εδώ στις εύκολες λέξεις «διαφάνεια» και «διαπλοκή». Ο καθένας έχει άποψη για τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Για το πριν και το μετά. Για το νέο τηλεοπτικό τοπίο σε σχέση με το προηγούμενο. Κανένα τεχνητό τοπίο δεν μπορεί να κρύψει την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Δεν μπορεί να λειτουργήσει ως επικοινωνιακός αντιπερισπασμός. Η δικαιοσύνη καλείται τώρα να προστατεύσει το κράτος δικαίου, τη δημοκρατική πολυφωνία, αλλά και την δική της αξιοπιστία.