Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Το ΔΝΤ «αδειάζει» την κυβέρνηση για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα

Στην ελληνική κυβέρνηση ρίχνουν τις ευθύνες για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ύψους 3,5% του ΑΕΠ που συμφώνησε με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δύο υψηλόβαθμα στελέχη του ΔΝΤ, ο Mορίς Όμπστφελντ και ο γνωστός Πολ Τόμσεν, με κοινό τους άρθρο στο blog του Ταμείου. Αισθητή είναι η παρέμβασή τους στο δημόσιο χρέος, καθώς, αφού επαναλαμβάνουν πως είναι «κατά πολύ μη βιώσιμο», προσθέτουν πως «όσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, το χρέος δεν θα ξαναγίνει βιώσιμο χωρίς σημαντική ελάφρυνσή του».

Ο επικεφαλής των προγραμμάτων του Ταμείου για την Ελλάδα και την Πορτογαλία αναφέρει πως ήταν ουσιαστικά επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης η συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους της για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%.

Αναλυτικότερα ο Πολ Τόμσεν αναφέρει: «Το ΔΝΤ επικρίνεται κυρίως ότι απαιτεί περισσότερη δημοσιονομική λιτότητα, και συγκεκριμένα ότι το θέτει σαν προϋπόθεση για την ελάφρυνση του χρέους που χρειάζεται επειγόντως.Αυτό δεν είναι αλήθεια και πρέπει να γίνουν διευκρινήσεις. Το ΔΝΤ δεν απαιτεί περισσότερη λιτότητα.

Αντίθετα, όταν η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕΜΣ συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους της να σπρώξει την Ελληνική οικονομία προς ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5 τοις εκατό μέχρι το 2018, προειδοποιήσαμε ότι αυτό θα δημιουργούσε έναν βαθμό λιτότητας που θα εμπόδιζε την εδραίωση της εκκολαπτόμενης ανάκαμψης. Προβλέψαμε ότι τα μέτρα του προγράμματος του ΕΜΣ θα απέδιδαν ένα πλεόνασμα μόλις 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ και αναφέραμε ότι αυτό θα μας αρκούσε για να στηρίξουμε ένα πρόγραμμα. Δεν ζητήσαμε πρόσθετα μέτρα για την επίτευξη μεγαλύτερου πλεονάσματος».

Αναφορικά με τα όσα χρειάζεται η ελληνική οικονομία ο Πολ Τόμσεν αναφέρεται για ακόμη μία φορά στην άρση των περιορισμών στις ομαδικές απολύσεις και σημειώνει: « η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλο της το φάσμα. Πιο σημαντικά, η Ελλάδα δεν διαθέτει το είδος της αποζημίωσης της ανεργίας και άλλες καλά- στοχευμένες κοινωνικές παροχές που είναι συνηθισμένες σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και που είναι πολύ σημαντικές για την ευρεία κοινωνική υποστήριξη σε μια σύγχρονη οικονομία προσανατολισμένη προς τις αγορές.

Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η διστακτικότητα της κυβέρνησης να άρει τους περιορισμούς στις συλλογικές απολύσεις που είναι μια αναχρονιστική απαίτηση που απαιτεί προέγκριση και που δεν υπάρχει στις περισσότερες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Η διστακτικότητα της δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι περιορισμοί στις απολύσεις είναι καλή ιδέα αυτή καθαυτή, αλλά επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή αποζημίωση της ανεργίας.

Αντί να παρέχει υποστήριξη σε απολυμένους εργαζόμενους, αντ’ αυτού η κυβέρνηση περιορίζει τη δυνατότητα των εταιρειών να τους απολύσει. Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας την χρηματοδότηση για υποδομές και για καλά- στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος, και καταβάλλοντας δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών».

Τέλος ο κ. Τόμσεν αναφέρει πως απαιτείται άμεση νομοθέτηση για τα επιπλέον μέτρα τα οποία θα «σπρώξουν» το πλεόνασμα πάνω από το 1,5%.

«Επιπλέον, για λόγους αξιοπιστίας, είναι επίσης απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να σπρώξουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την πολιτική αποφασιστικότητα της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος στο παρελθόν.

Εν κατακλείδι, το ΔΝΤ δεν είναι αυτό που απαιτεί περισσότερη λιτότητα, είτε τώρα, είτε σαν μέσο για να μειωθεί η ανάγκη για την ελάφρυνση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση.

Για να είμαστε πιο ευθείς, αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της για φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην κατακρίνετε το ΔΝΤ ότι αυτό επιμένει για λιτότητα όταν ζητάμε να δούμε τα μέτρα που απαιτούνται για να κάνουν τέτοιους στόχους αξιόπιστους».

Στην Αθήνα το κουαρτέτο – Νέος κύκλος διαπραγματεύσεων 

Οι επικεφαλής των θεσμών έρχονται σήμερα στην Αθήνα και πιάνουν αμέσως δουλειά με στόχο να κλείσουν σε τεχνικό επίπεδο τα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης και να αφήσουν για τους πολιτικούς την επίλυση της εκκρεμότητας σχετικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 και τον νέο δημοσιονομικό «κόφτη».
Στις Βρυξέλλες θεωρούν εφικτή την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης μέσα στις επόμενες ημέρες, το είπε άλλωστε εμμέσως χθες και η εκπρόσωπος της Κομισιόν, Άνικα Μπράιντχαρντ.

Ειδικότερα, η εκπρόσωπος, αφού επισήμανε ότι οι επικεφαλής επιστρέφουν στην Αθήνα και ξεκινούν συζητήσεις με την ελληνική κυβέρνηση, πρόσθεσε: «Με δεδομένη την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι τώρα, κυρίως σε σχέση με τον προϋπολογισμό του 2017, πιστεύουμε ότι όλες οι πλευρές θα συμμετάσχουν ενεργά στις προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης».



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ