Ελαττώθηκε το ποσοστό των χρηστών του ίντερνετ, σύμφωνα μελέτη, κατά την περίοδο 2014-2017 που «κατεβάζουν» παράνομα κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, μουσική, βιβλία κλπ.
Μέχρι τώρα η διακίνηση αυτού του περιεχομένου γινόταν μέσω του Pirate Bay, του Popcorn και άλλων «πειρατικών» διαδικτυακών τόπων.
Η μελέτη αποκαλύπτει επίσης ότι ενώ μειώνεται το ποσοστό των online «πειρατών», παράλληλα αυξάνεται ο ανά κεφαλή όγκος του παράνομου περιεχομένου που καταναλώνεται. Αυτό σημαίνει ότι η πειρατεία περιορίζεται σε μια μικρότερη αλλά πιο «επιθετική» ομάδα: λιγότεροι άνθρωποι καταναλώνουν ακόμη περισσότερο παράνομο online περιεχόμενο.
Παράλληλα, καταγράφεται αύξηση στα χρήματα που δαπανούν οι χρήστες για να αγοράσουν νόμιμο ψηφιακό περιεχόμενο, όπως προκύπτει από τη διεθνή δειγματοληπτική έρευνα “Global Online Piracy Study” του Πανεπιστημίου του ‘Αμστερνταμ, η οποία έγινε μεταξύ περίπου 35.000 χρηστών (οι 7.000 ηλικίας 14-17 ετών) σε 13 χώρες, εκ των οποίων σε επτά μεγάλες ευρωπαϊκές. Από αυτές, μόνο στη Γερμανία παρατηρείται μια μικρή αύξηση στον αριθμό των χρηστών παράνομου περιεχομένου σε σχέση με πριν τρία χρόνια, κυρίως στον τομέα των παιγνιδιών (games).
Η έρευνα επισημαίνει ότι οι φυσικές (μη ηλεκτρονικές) πωλήσεις σχεδόν οποιουδήποτε οπτικοακουστικού περιεχομένου εμφανίζουν συνεχή μείωση σε σχεδόν κάθε χώρα. Όμως η πτώση αυτή αντισταθμίζεται και με το παραπάνω από τις πωλήσεις online και γενικότερα ψηφιακού περιεχομένου. Σε όλες τις χώρες παρατηρείται μια αύξηση στην ανά κεφαλή δαπάνη για online μουσική, ταινίες, σειρές, βιβλία και παιγνίδια μεταξύ 2014-2017.
Πειρατές και νόμιμοι οι ίδιοι άνθρωποι
Είναι αξιοσημείωτο ότι σε όλες τις χώρες τουλάχιστον το 95% των «πειρατών» του διαδικτύου καταναλώνουν επίσης περιεχόμενο από νόμιμα μέσα. Με άλλα λόγια, «πειρατές» και νόμιμοι χρήστες είναι συχνά τα ίδια πρόσωπα, μόνο που οι πρώτοι είναι κάπως πιο νέοι στην ηλικία και συχνότερα άνδρες, σε σχέση με το «προφίλ» των δεύτερων. Μάλιστα η μέση νόμιμη online κατανάλωση των «πειρατών» είναι περίπου διπλάσια, σε σχέση με αυτή όσων χρησιμοποιούν μόνο νόμιμα «κανάλια».
Το ποσοστό των χρηστών που «κατεβάζει» (downloading) ή αναπαράγει (streaming) ψηφιακό περιεχόμενο παράνομα, εμφανίζει σήμερα μεγάλες αποκλίσεις από χώρα σε χώρα, από το 23% στην Ιαπωνία έως το 84% στην Ινδονησία. Στην Ευρώπη το μικρότερο ποσοστό «πειρατών» έχει η Γερμανία, ενώ το μεγαλύτερο η Ισπανία. Από την άλλη, το ποσοστό των χρηστών του διαδικτύου που καταναλώνουν περιεχόμενο από νόμιμες πηγές, κυμαίνεται από 61% στη Γαλλία έως 93% στην Ινδονησία.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αποφυγή του κόστους (εξοικονόμηση χρημάτων) είναι το κύριο κίνητρο για το παράνομο «κατέβασμα». Η αγοραστική δύναμη των κατοίκων μιας χώρας παίζει καθοριστικό ρόλο για τη διαδικτυακή συμπεριφορά τους. Όσο υψηλότερο είναι το ετήσιο ανά κεφαλή εισόδημα, τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό των «πειρατών» ανά νόμιμο χρήστη (μετά πάντως από το επίπεδο των 30.000 ευρώ ανά κεφαλή η σχέση αυτή δεν είναι εξίσου ορατή).
Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι «καταναλώνουν» μουσική, ταινίες, σειρές, βιβλία και παιγνίδια, έχουν αλλάξει ριζικά κατά την τελευταία εικοσαετία. Ενώ έως το τέλος του 20ού αιώνα το νόμιμο (με πνευματικά δικαιώματα) περιεχόμενο αποκτιόταν κυρίως με τη μορφή φυσικών μέσων όπως CD, DVD και τυπωμένων βιβλίων, σήμερα το ίδιο περιεχόμενο αποκτάται και καταναλώνεται μέσω του Ίντερνετ σε άυλη μορφή, χάρη στην ολοένα αυξανόμενη κατανάλωση περιεχομένου μέσω downloading ή streaming από online πλατφόρμες όπως το iTunes, το Netflix και το Spotify.
Η «πειρατεία» ακολούθησε λίγο-πολύ μια παρόμοια εξέλιξη: από τα παράνομα CD και DVD του προηγούμενου αιώνα πέρασε πλέον στα διαδικτυακά ‘κανάλια’. Η πιο πρόσφατη εξέλιξη, μετά από το παράνομο downloading και το streaming, είναι το streamripping, μέσω του οποίου εργαλεία λογισμικού ή ειδικές ιστοσελίδες χρησιμοποιούνται για να αποθηκεύεται offline ψηφιακό οπτικοακουστικό περιεχόμενο, όπως βίντεο του YouTube, προκειμένου οι χρήστες να το δουν ή να το ακούσουν αργότερα. Συχνά οι χρήστες κάνουν χρήση ενός μίγματος νόμιμων και παράνομων ‘καναλιών’ για να καταναλώσουν το ψηφιακό περιεχόμενο που τους ενδιαφέρει.
Το ποσοστό των «πειρατών» δεν φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά από το βαθμό που υπάρχουν κατασταλτικά μέτρα κατά των «πειρατών» σε μια χώρα, η αποτελεσματικότητα των οποίων θεωρείται μάλλον αμφίβολη. Οι ερευνητές θεωρούν καλύτερη «απάντηση» στην πειρατεία την παροχή φθηνότερου και πιο εύκολα προσβάσιμου νόμιμου περιεχομένου, προστατευμένου με πνευματικά δικαιώματα.
Η θετική πλευρά της «πειρατείας»
Από την άλλη, όπως επισημαίνει η μελέτη, δεν υπάρχει ομοφωνία για το πόσο βλάπτει η «πειρατεία» τις νόμιμες πωλήσεις. Όλοι συμφωνούν ότι τις μειώνει, αλλά σε ποιό ποσοστό συμβαίνει αυτό, παραμένει επίμαχο ζήτημα, διαφορετικό για κάθε τομέα (μουσική, ταινίες, βιβλία κ.α.), καθώς έχει παρατηρηθεί ότι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η «πειρατεία» να ευνοεί παράλληλα και τις νόμιμες πωλήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι «πειρατές» καταναλώνουν διπλάσιο νόμιμο περιεχόμενο σε σχέση με τους νόμιμους χρήστες.
Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι μέσω της «πειρατείας» αρκετοί καταναλωτές έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με νέα μουσική, νέες ταινίες, νέα είδη βιβλίων κ.α., πράγμα που στη συνέχεια οδηγεί σε αύξηση και της νόμιμης ζήτησης για το ίδιο αυτό περιεχόμενο. Παράλληλα, η «πειρατεία» ενισχύει τη ζήτηση για συμπληρωματικές νόμιμες υπηρεσίες, όπως οι συναυλίες, και άλλα προϊόντα. Η «πειρατεία» γενικότερα μπορεί να οδηγήσει στο να καταστήσει πιο δημοφιλή ένα καλλιτέχνη ή ένα πολιτιστικό προϊόν (ταινία, τραγούδι, βιβλίο, παιγνίδια κ.α.), με συνέπεια να εκτοξεύσει και τις νόμιμες πωλήσεις του.
Φυσικά και αναπόφευκτα, η «πειρατεία» πρωτίστως οδηγεί σε υποκατάσταση νόμιμης κατανάλωσης με παράνομη: ο καταναλωτής δεν έχει λόγο να αγοράσει κάτι που το βρήκε παράνομα στο Ίντερνετ. Επιπλέον, η πειρατεία ανταγωνίζεται το χρόνο των καταναλωτών: αν κανείς δει μια παράνομα «κατεβασμένη» ταινία, δεν θα έχει χρόνο να δει και μια νόμιμη, πράγμα που μειώνει τη ζήτηση για τις τελευταίες. Το ισοζύγιο ανάμεσα στα αρνητικά και στα θετικά της «πειρατείας» διαφέρει από περιεχόμενο σε περιεχόμενο, από χώρα σε χώρα, από εποχή σε εποχή κλπ.