Η εκάστοτε κυβέρνηση κάνει σημαία της τον αγώνα κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής, μια διαδικασία που περνάει αναπόφευκτα και αναγκαία μέσα από τον θεσμό της Δικαιοσύνης. Η ίδια η εκτελεστική εξουσία που τις υποκινεί, η ίδια εξουσία βάζει με τον τρόπο της στη συνέχεια τροχοπέδη, διά των παρεμβάσεών της, έτσι ώστε να μην υπάρχει ουσιαστικό αποτέλεσμα στο διά ταύτα.
Από την πλευρά τους, οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, είτε γιατί φοβούνται, είτε γιατί φλερτάρουν με την εξουσία, καταγγέλλουν ενίοτε τις παρεμβάσεις αυτές, αλλά συνήθως ετεροχρονισμένα και αφού έχουν απομακρυνθεί, είτε εκούσια, είτε ακούσια, είτε λόγω συνταξιοδότησης, από τις θέσεις που κατέχουν.
Επί σειρά ετών, κάθε υπουργός Δικαιοσύνης αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του αναφέρει ως πρώτιστο μέλημά του την επίσπευση της απονομής Δικαιοσύνης και κυρίως για δίκες μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος, δηλαδή πολιτικές δίκες και δίκες που αφορούν στα μεγάλα σκάνδαλα. Βαρύγδουπη εξαγγελία, η οποία ακυρώνεται στην πράξη, καθώς τα αναγκαία και ουσιαστικά μέτρα που θα επιφέρουν την πολυπόθητη επίσπευση των εκδικάσεων δεν λαμβάνονται ποτέ και, αν λαμβάνονται, είναι είτε προβληματικά είτε ημιτελή και στην τελική προκαλούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν.
Ακυρώνεται κάθε προσπάθεια κάθαρσης
Από την άλλη πλευρά, η καθυστέρηση αυτή στην απονομή της Δικαιοσύνης «βολεύει» κατ’ ουσίαν την πολιτική εξουσία, διότι εκείνη δείχνει πως έχει την πρόθεση να πατάξει τη διαφθορά, την εγκληματικότητα και την παρανομία, ευχαριστεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» με τις αποκαλύψεις των σκανδάλων ότι και καλά «δεν χαρίζεται σε κανέναν όσο ψηλά κι αν βρίσκεται», ακολουθούν παραπομπές, συλλήψεις, ανακρίσεις, αλλά στη συνέχεια, μέσα από τις συνεχείς αναβολές – κωλυσιεργίες της εκδίκασης, «ματαιώνεται» ουσιαστικά και όχι νομικά κάθε προσπάθεια κάθαρσης του δημόσιου βίου!
Ετεροχρονισμένες καταγγελίες
Η «όχληση» της εκτελεστικής εξουσίας προς τη δικαστική προκειμένου να την κατευθύνει προς συγκεκριμένη διαδρομή είναι διαρκής, και από το σθένος των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών θα εξαρτηθεί εάν θα ευοδωθεί ή όχι η προσπάθεια. Ωστόσο, όταν οι τελευταίοι φτάνουν να καταγγείλουν τις πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο τους, είναι πλέον αργά. Ετεροχρονισμένες καταγγελίες, όταν δηλαδή έχουν απομακρυνθεί από τη θέση που κατείχαν και όχι την ώρα που γίνονται αποδέκτες αυτών των παρεμβάσεων, αποδυναμώνουν την καταγγελία τους.
Όπως για παράδειγμα η πρόσφατη, αποκαλυπτική και ηχηρή καταγγελία της Ελένης Ράικου στην «ΜΠΑΜ» αντιμετωπίζεται από άλλους με επαίνους, από άλλους με καχυποψία και από άλλους με χλευασμό και ειρωνεία, όχι γιατί δεν είναι αληθινά και ουσιαστικά όσα λέει, αλλά γιατί γίνεται με «χρονοκαθυστέρηση» και αφού την απομάκρυναν από τη θέση της εισαγγελέως Διαφθοράς. Αν η αναφορά της είχε γίνει στον χρόνο που λάμβαναν χώρα οι παρεμβάσεις, θα δυσαρεστούσε την εκτελεστική εξουσία και θα προκαλούσε και την «μήνιν» της, αλλά θα ήταν καθολικά αποδεκτή και αξιέπαινη η πράξη της, από την κοινωνία.
Πολιτικές παρεμβάσεις για εκλογικό όφελος
Οι πρόσφατες «παραινέσεις» του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη προς τη δικαστική εξουσία να κλείσει στη φυλακή κάποιους άμεσα, υπονοώντας την υπόθεση Novartis και ό,τι απέμεινε από εκκρεμείς υποθέσεις εξοπλιστικών, προκειμένου από αυτή την «επίδειξη πυγμής και αποφασιστικότητας για κάθαρση» να ωφεληθεί η παρούσα κυβέρνηση στις επερχόμενες εκλογές, επιβεβαιώνουν τη συνήθη τακτική της εκτελεστικής εξουσίας να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη Δικαιοσύνη ως «ψηφοσυλλέκτη».
Ενδεικτικά, το «βρώμικο ’89», όπως έμεινε στην Ιστορία η δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά, άλλαξε άρδην το πολιτικό σκηνικό και έπαιξε ρόλο ρυθμιστή στο εκλογικό αποτέλεσμα. Οι εκλογές του 2000, τις οποίες κέρδισε ο Κώστας Σημίτης, είχαν ως «σήμα κατατεθέν τους» το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και τις μετοχές-φούσκες. Δίκες επί δικών και μια δεκαετία και πλέον μετά όλοι αθωώθηκαν. Προφυλακίστηκαν τότε κάποιοι επώνυμοι, τόσο όσο χρειάστηκε για να πείσει η τότε κυβέρνηση ότι έχει την ειλικρινή πρόθεση να τιμωρήσει τους ενόχους, και στο τέλος αθωώθηκαν όλοι. Οι εκλογές του 2004 είχαν ως σημαία τους την πάταξη της διαπλοκής και πηγαινοέρχονταν στα εισαγγελικά και ανακριτικά γραφεία δικογραφίες που αφορούσαν το σκάνδαλο της Siemens και το σκάνδαλο του ΟΤΕ και του Σωκράτη Κόκκαλη. Δικαστικές έρευνες μηνών, ανακρίσεις, διώξεις, και στο τέλος η υπόθεση οδηγήθηκε στο αρχείο.
Πριν τις εκλογές του 2007 ξεσπάει το «σκάνδαλο του Βατοπαιδίου», προκαλώντας πολλές παρεμβάσεις προς τη δικαστική εξουσία να στείλει στη φυλακή τους υπουργούς του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή. Ο τελευταίος έχασε τις εκλογές, αλλά το «σκάνδαλο του αιώνα», όπως το χαρακτήριζαν τότε, αποδείχτηκε «άνθρακες». Ωστόσο, και πάλι είχε χρησιμοποιηθεί προς… άγρα ψήφων και καταστροφή του πολιτικού αντιπάλου.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις παρεμβάσεων
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την επαναφορά του Συντάγματος του ’75, οι πολιτικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη κλιμακώνονται χρόνο με τον χρόνο, αλλάζουν σε μορφή, έκφραση και τρόπους επίτευξης. Από την άλλη, η Δικαιοσύνη μοιάζει ευεπίφορη στα κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας, αφού η ηγεσία της, πρόεδροι και αντιπρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων, διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης και επικυρώνεται από ειδική επιτροπή της Βουλής. Την τελευταία δεκαετία, αφενός λόγω της οικονομικής κρίσης και αφετέρου λόγω της έκπτωσης των ηθικών αξιών, το… μπούλινγκ της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική θεριεύει μέρα με τη μέρα.
Ποιος δεν θυμάται τον υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου επί κυβερνήσεως Αντώνη Σαμαρά να παραδέχεται δημόσια ότι είχε επικοινωνήσει με την εισαγγελέα και τον ανακριτή που χειριζόταν την υπόθεση της Χρυσής Αυγής για να δει τι απέγινε με τις προφυλακίσεις και τη συνακόλουθη συνομιλία του με τον πρωθυπουργό, όπου ο τελευταίος φέρεται να τον νουθετεί λέγοντάς του να… τηλεφωνήσει στον «παναθηναϊκάκια» για να διασφαλιστεί η προφυλάκιση των μελών της Χρυσής Αυγής. Όπου «παναθηναϊκάκιας», ανώτερος εισαγγελικός λειτουργός που κατείχε θέση-κλειδί εκείνη την εποχή.
Τηλεοπτικές άδειες
Ποιος μπορεί να ξεχάσει το καλοκαίρι – φθινόπωρο του 2016 τις πρωτοφανείς παρεμβάσεις της κυβέρνησης στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου που αφορούσε τις τηλεοπτικές άδειες; Πολύ πριν την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ και κόντρα στη φημολογούμενη πρόθεση των δικαστών να καταρρίψουν τον σχετικό νόμο, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από την Έκθεση της Θεσσαλονίκης ανήγγειλε, ως να την είχε στο τσεπάκι, τη θετική υπέρ του νόμου δηλαδή απόφαση του ΣτΕ!
Μέσω των αρμόδιων υπουργών όσο και μέσω τότε των προέδρων των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων -της Βασιλικής Θάνου (Αρείου Πάγου) και του Νίκου Σακελλαρίου (Συμβουλίου της Επικρατείας)- προσπάθησαν να «εξασφαλίσουν» τη θετική τους ψήφο υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου εμφανιζόμενοι έξω από το Μέγαρο Μαξίμου και με δηλώσεις τους «έταζαν» αναδρομικά και άλλα σε δικαστές και εισαγγελείς.
Η πίεση δε της πολιτικής εξουσίας τότε ήταν τόσο λυσσαλέα, που δεν δίστασαν κάποιοι να απειλήσουν ανώτατο δικαστικό λειτουργό του ΣτΕ ότι θα αποκαλύψουν -ανύπαρκτο ουσιαστικά- «ροζ» σκάνδαλο εις βάρος του, επειδή ο λειτουργός αυτός είχε πάρει με το μέρος του -που ήταν να κριθεί αντισυνταγματικός νόμος- την πλειοψηφία των δικαστών.