Για «σοβαρές ενδείξεις ενοχής» των κατηγορουμένων που σχετίζονται με «κακουργηματικές πράξεις» έκανε λόγο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθήνας, στο πολυσέλιδο βούλευμά του αναφορικά με το αποκαλούμενο κύκλωμα λαθρεμπορίας χρυσού.
Παράλληλα, οι δικαστές του Συμβουλίου έκριναν ότι δεν γίνονταν «λαθραία εξαγωγή χρυσού» στην Τουρκία από τον γνωστό ενεχυροδανειστή Ριχάρδο Μ. και τους συγκατηγορουμένους του, αλλά εξαγωγή «λαθραίων εμπορευμάτων».
Το Συμβούλιο έκρινε επίσης ότι θα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους, οι οκτώ κατηγορούμενοι που είχαν κριθεί προσωρινά κρατούμενοι (το βούλευμα υπογραμμίζει ότι αναφέρει ότι και οι 8 θα πρέπει να αποφυλακιστούν άμεσα).
Στον Ριχάρδο Μ. και στον -κατά τη δικογραφία- συναρχηγό της ομάδας, Τούρκο συριακής καταγωγής, επιβλήθηκε χρηματική εγγύηση ύψους 200.000 ευρώ, καθώς και οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους μια φορά τον μήνα. Στους υπόλοιπους έξι επιβλήθηκαν μόνο οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου και της εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους μια φορά τον μήνα.
Το σκεπτικό του Συμβουλίου
Οι δικαστές, κάνοντας δεκτή ανάλογη πρόταση της Εισαγγελέως Κατερίνας Τσιρώνη, εξέφρασαν την απόλυτη πεποίθηση τους ότι «υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για τις κακουργηματικές πράξεις» που αποδίδονται στους κατηγορούμενους καθώς «παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκώμενες κακουργηματικές πράξεις..»
Κατά το Συμβούλιο, τα έγγραφα που απέστειλε στην Ανακρίτρια της υπόθεσης η ΑΑΔΕ-Γενική Διεύθυνση Τελωνείων, όπου αναφέρεται πως δεν αποτελεί λαθρεμπορία η εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία λόγω Τελωνειακής Ένωσης, «δεν αναιρούν την κρίση του περί ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής» η οποία δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο «και τούτο διότι η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων με τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων..»
Σύμφωνα με την άποψη του Συμβουλίου, ζητούμενο σε αυτήν την φάση είναι να διαφανεί η προέλευση των αντικειμένων που διαχειριζόταν οι δύο ομάδες, καθώς όπως αναφέρεται στο βούλευμα, κανένας εκ των οκτώ προσφευγόντων «δεν εξειδίκευσε αν τα κατασχεθέντα προέρχονται από το εξωτερικό, χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτη, ή αν προέρχονται από την επιχειρηματική δραστηριότητα λειτουργίας των ενεχυροδανειστηρίων και αν αντιστοιχίζονται με τις ποσότητες χρυσού και λοιπών πολύτιμων μετάλλων και αντικειμένων που συγκεντρώθηκαν από την συγκεκριμένη επιχειρηματική δράση, περιπτώσεις για τις οποίες οφείλεται καταβολή ΦΠΑ, χωρίς εν προκειμένω να προκύπτει η καταβολή του».
Τόσο η προτείνουσα Εισαγγελέας όσο και οι δικαστές του Συμβουλίου τονίζουν πως για τις κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργυρού και άλλων πολύτιμων αντικειμένων δεν προκύπτει από πουθενά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευση τους και «την επ’ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ και «ενδεχομένως» ειδικού φόρου πολυτελείας, με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα». Τονίζεται μάλιστα στο Βούλευμα πως «τέτοια παραστατικά δεν αποτελούν τα δελτία αποστολής» που προσκόμισε ο εκ των κατηγορουμένων γνωστός ενεχυροδανειστής.
Κατά την εισαγγελική λειτουργό μάλιστα, που εισηγήθηκε την άρση της κράτησης τους, χωρίς να τάσσεται με την άποψη της Ανακρίτριας που επικαλέστηκε τα έγγραφα της ΑΑΔΕ, οι κατηγορούμενοι: «προέβησαν σε συγκρότηση και εν συνεχεία ένταξη σε δομημένη εγκληματική οργάνωση η οποία επιδιώκει την διάπραξη αδικημάτων όπως της λαθρεμπορίας και τοκογλυφίας».
Η κ. Τσιρώνη στην πρόταση της επίσης αναφέρει: «Γίνεται αντιληπτό ότι στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των Μηνημονίων που βιώνει η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία, βρήκαν ευχερές πεδίο δράσεως, άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και χαρακτηριζόμενοι από πλεονεξία και διάθεση ευκαιριακού πλουτισμού μέσω παράνομων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπό την προνομιακή θέση που κατέχουν, αναζητούν τρόπους εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας». Αναφέρει επίσης η Εισαγγελική λειτουργός, υιοθετώντας το κατηγορητήριο που συντάχθηκε σε βάρος των θεωρούμενων ως αρχηγών των ομάδων ότι «μέσω της αφθονίας των οικονομικών μέσων που διέθεταν, χρηματοδοτούσαν καθημερινά τα μέλη τους με σκοπό την αγορά σχεδόν του συνόλου του χρυσού που οι οικονομικά εξαθλιωμένοι συμπολίτες μας ενεχυρίαζαν ή πωλούσαν… Πέραν όμως τούτων, προδήλως αγόραζαν και κατείχαν χρυσό από άγνωστες πηγές ο οποίος ήταν προϊόν παράνομης εισαγωγής από τρίτες χώρες του εξωτερικού.. τον οποίο κατείχαν και διακινούσαν παρανόμως και εν γνώσει της λαθραίας προέλευσης του».
Τόσο η Εισαγγελέας όσο και οι δικαστές του Συμβουλίου θεωρούν πως το ζήτημα της υπόθεσης αφορά λαθραία εμπορεύματα και κρίνουν πως το αν ήταν νόμιμη ή όχι η εξαγωγή στην Τουρκία θα κριθεί από την ανάκριση.
Έτσι για την αποφυλάκιση των οκτώ επικαλούνται καθαρά δικονομικούς λόγους, όπως ότι οι κατηγορούμενοι είναι γνωστής διαμονής κ.ά. Ειδικά μάλιστα για τον ενεχυροδανειστή Ριχάρδο και τον συγκατηγορούμενο του Τούρκο συριακής καταγωγής, στο διατακτικό του βουλεύματος τονίζεται ότι η εγγύηση των 200 χιλιάδων ευρώ στον καθένα που τους επιβλήθηκε, μαζί με περιοριστικούς όρους, πρέπει να καταβληθεί άμεσα καθώς -όπως αναφέρουν οι δικαστές- «η αντικατάσταση της προσωρινής τους κράτησης τελεί υπό τον όρο της προηγούμενης καταβολής της εγγυοδοσίας».