Ο Θ. Βερέμης έδωσε μία συνέντευξη επ’αφορμή του νέου του βιβλίου «Ανδρέας Παπανδρέου: Μεγάλες Προσδοκίες» και εμείς σας παραθέτουμε τα πιο σημαντικά σημεία από αυτή.
«Από τον Μαρξ έως τη Δήμητρα Λιάνη – Αυτός Ήταν ο Πραγματικός Ανδρέας Παπανδρέου», ένας γυναίκας και σκληρός πολιτικός που σημάδεψε όλη την Ελλάδα.
Όπως λέει ο ίδιος ο καθηγητής Θ. Βερέμης, «πάντα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τον Ανδρέα. Ανήκω στη γενιά που έζησε τόσο τον ίδιο, όσο και τις συνέπειες των πολιτικών του. Μέσα από τη συγγραφή θέλησα να καταλάβω βαθύτερα τι είναι αυτό το περίεργο φαινόμενο που λέγεται Ανδρέας Παπανδρέου».
Ένας έξυπνος άνθρωπος με καταθλιπτικές τάσεις
Ο Θάνος Βερέμης είχε την τύχη να γνωρίσει τον Ανδρέα από κοντά.
«Γνωριστήκαμε πριν γίνει πρωθυπουργός, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Νέος εγώ ακόμα, είχα εκφράσει σε κοινούς φίλους μας την επιθυμία μου να τον γνωρίσω και κατάφερα να κλείσω ένα ραντεβού μαζί του. Με δέχθηκε στο σπίτι του, στο Καστρί. Ομολογώ πως μέχρι σήμερα δεν έχω συναντήσει τέτοιο πολιτικό. Τότε δεν ήμουν παρά ένας νεαρός που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του. Παρότι δεν ήμουν κάτι ιδιαίτερο, έδειξε ενδιαφέρον για αυτά που του έλεγα και κρατούσε ζωντανή τη συζήτηση. Ταυτόχρονα με ψυχολογούσε, για να καταλάβει τι ήθελα να ακούσω. Προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του. Και το κατάφερε. Έμεινα κατάπληκτος από την ευφυΐα του και την ακρίβεια με την οποία απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Είχε από τότε την ικανότητα να σε κατακτά με το λόγο του. Ήταν εύστροφος, ένας μεγάλος οραματιστής. Παράλληλα όμως ήταν ασταθής, κάτι που οφειλόταν στις καταθλιπτικές του τάσεις και τον διπολισμό του, ασθένειες που ήξερε ο στενός οικογενειακός του κύκλος και έγινε προσπάθεια να μην γίνουν γνωστές, ώστε να μην αξιοποιηθούν από πολιτικούς αντιπάλους».
Ένα ευαίσθητο παιδί που δεν βίωσε την πατρική στοργή
Γιος του Γεωργίου Παπανδρέου και της πολωνικής καταγωγής Σοφίας Μινέικο, ο Ανδρέας Παπανδρέου γεννήθηκε στη Χίο, στις 5 Φεβρουαρίου 1919. Πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η χώρα έχει μόλις βγει νικήτρια από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πολίτες όπως ήταν αναμενόμενο είναι κουρασμένοι από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις και τον Εθνικό Διχασμό, όμως η νικηφόρα ιστορική συγκυρία και η προσάρτηση περιοχών με ελληνικό πληθυσμό έχει δημιουργήσει ένα διάχυτο κλίμα εθνικής ευφορίας.
Όταν γεννήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο πατέρας του Γεώργιος ήταν ένας νέος και φιλόδοξος πολιτικός. Η συγκυρία θα τον βρει να υπηρετεί ως γενικός διοικητής των νήσων του Αιγαίου. Θα περίμενε κανείς ότι το αστικό οικογενειακό πλαίσιο θα εξασφάλιζε ήρεμα παιδικά χρόνια στον πρωτότοκο γιο της οικογένειας Παπανδρέου. Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.
«Οι πρώτες αναμνήσεις και εμπειρίες του μικρού Ανδρέα ήταν σκληρές. Ο χαρισματικός πολιτικά Γεώργιος δεν ήταν φτιαγμένος για τις χαρές της οικογένειας και σύντομα έφυγε από το σπίτι. Ο Ανδρέας ήταν τότε γύρω στα πέντε και η απουσία του πατρικού προτύπου επρόκειτο να τον σημαδέψει έντονα στη μετέπεια προσωπική και πολιτική ζωή του, αφού εκεί θα π αναζητούσε όσα δεν του πρόσφερε ο πατέρας του», λέει ο κ. Βερέμης.
Ο Γέρος της Δημοκρατίας (Γεώργιος Παπανδρέου) «ήταν ένας παθολογικός γυναικάς», σημειώνει ο κ. Βερέμης, «με την έννοια ότι “έβαζε χέρι” σε όποια γυναίκα έβρισκε μπροστά του. Κάποτε μια κυρία μού διηγήθηκε ότι σε ένα δείπνο ο Γεώργιος τη θώπευε κάτω από το τραπέζι. Ήταν τόσο επίμονος που για να τον κάνει να σταματήσει, είπε δυνατά: “Κύριε πρόεδρε, θα μου σκίσετε τις κάλτσες”».
Μυημένος από μικρός στις μαρξιστικές ιδέες, ο Ανδρέας έτρεφε από νωρίς μέσα του έναν έντονο ριζοσπαστισμό. Όπως γράφει ο Μιχάλης Μακράκης στο βιβλίο Το Ξεκίνημα, «ο Ανδρέας εκδίδει στα 15 του χρόνια με τη βοήθεια άλλων συμμαθητών του στο Κολλέγιο Αθηνών ένα περιοδικό με έντονη σοσιαλιστική ρητορική. Το περιοδικό κυκλοφορεί στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και θέτει σε κίνδυνο το σχολείο, μιας που μπορεί εύκολα να κατηγορηθεί για συνεργασία με τους αριστερούς».
«Το Κολλέγιο Αθηνών έχει τότε διευθυντή τον φιλελεύθερο αμερικανό Homer Davis», λέει ο Θάνος Βερέμης. «Κατά τη διάρκεια της θητείας του, βρήκαν καταφύγιο στο Κολλέγιο Αθηνών πολλοί αριστεροί που εκδιώκονταν από το δημόσιο σχολείο. Όταν το περιοδικό, που θεωρήθηκε κομμουνιστικό, έπεσε στα χέρια του διευθυντή, αυτός επισκέφθηκε αμέσως τον Γεώργιο Παπανδρέου και οι μαθητές τιμωρήθηκαν. Όμως ο κίνδυνος να φυλακιστεί ο Ανδρέας για τις πολιτικές του ιδέες, οι οποίες στα φοιτητικά του χρόνια κινήθηκαν προς την κατεύθυνση των τροτσκιστών, ήταν μεγάλος και έτσι ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον στείλει στην Αμερική».
Στην Αμερική τώρα, ο Ανδρέας αφιερώνεται στην ακαδημαϊκή του καριέρα.
Μετά το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, θα διδάξει οικονομικά σε δύο μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια, το Northwestern στο Ιλινόις και το Berclay στο Σαν Φρανσίσκο. Είναι η εποχή όπου ο Ανδρέας δεν θέλει καν να ακούσει για πολιτική.
«Τότε βίωνε μία δύσκολη ψυχολογικά κατάσταση και συχνά επέλεγε να παραδοθεί στην απαισιοδοξία του. Η κατάσταση στην Ελλάδα τον τρόμαζε και η μνήμη της Ασφάλειας και του ξύλου τον ακολουθούσε ακόμη. Τα σύντομα ταξίδια του στην Αθήνα συνοδεύτηκαν από κάποια ψυχοσωματικά προβλήματα. Χαρακτηριστικά, το 1959 εξαρθρώνεται το σαγόνι του χωρίς λόγο και παραμένει σε αυτήν την κατάσταση έως την ημέρα της επιστροφής του στην Αμερική», λέει ο κ. Βερέμης.
Ο Ανδρέας τελικά θα επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα μετά από απαίτηση του πατέρα του. Λίγο οι τύψεις για τα δύσκολα παιδικά χρόνια, λίγο η λαχτάρα του Γεωργίου Παπανδρέου να ζήσει τα εγγόνια του στη δύση της ζωής του, οδηγούν τον Γέρο της Δημοκρατίας στην απόφαση να χρίσει τον πρωτότοκο Ανδρέα πολιτικό του διάδοχο. Ήξερε ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να τον κρατήσει στην Ελλάδα.
Στις εκλογές του 1963, ο Ανδρέας θα θέσει υποψηφιότητα στην Πάτρα και τελικά, όπως έλεγε το λογοπαίγνιο του πατέρα του, «επαναπατρίστηκε». Ο κ. Βερέμης λέει ότι «ο Γεώργιος κατάφερε να φέρει τον γιο του στην Ελλάδα χάρη στη βοήθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η συγκυρία για συνεργασία μεταξύ των δύο πολιτικών ήταν ευνοϊκή, αφού ο Καραμανλής ήθελε να χτίσει μία γέφυρα επικοινωνίας με την Ένωση Κέντρου, για να αντιμετωπίσει την αντιπολίτευση της ΕΔΑ».
Αυτή θα είναι η αρχή μίας πολιτικής καριέρας που θα άλλαζε τη ζωή του Ανδρέα Παπανδρέου και της Ελλάδας. Από την ακραία ρητορική κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο Πατρινός οικονομολόγος από την Αμερική σύντομα θα υιοθετούσε την realpolitik και τον ρεαλισμό. «Έκτοτε ο Ανδρέας έβλεπε τον κόσμο με τον αμερικανικό πραγματισμό. Δεν αγαπούσε τις τέχνες, τα γράμματα, την ποίηση. Ήταν ένας σκληρός τεχνοκράτης. Ήξερε ποιο ήταν το πνεύμα της εποχής, τι ήθελε να ακούσει ο λαός. Είχε ουσιαστικά καταλάβει τη λογική του Thomas Jefferson, ενός από τους πατέρες του αμερικανικού έθνους. Ο Jefferson, ένας πανέξυπνος και μορφωμένος άνθρωπος, έλεγε ότι το πρότυπο της Αμερικής δεν είναι ο πρώτος και ο άριστος, αλλά ο μικρός καθημερινός άνθρωπος. Φαίνεται οξύμωρο να το λέει αυτό ένας άνθρωπος που μιλά πέντε γλώσσες. Όμως ήξερε τι έλεγε, διότι αυτός ο μέσος άνθρωπος ήταν η πλειοψηφία της αμερικανικής κοινωνίας που θα στρεφόταν κατά της βρετανικής αριστοκρατίας, είτε αυτή βασιζόταν στην καταγωγή, είτε στην ευφυΐα. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Ανδρέας. Στόχευσε στον πολυπληθή παρανομαστή του μικρομεσαίου οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά Έλληνα, που είχε μείνει έξω από το πολιτικό σύστημα. Του είπε ότι ήταν αδικημένος απέναντι στην ολιγαρχία, είτε αυτή ήταν οι πλούσιοι και μορφωμένοι είτε οι αριστοκράτες. Ο Ανδρέας εφάρμοσε το αμερικανικό marketing και προσπάθησε να κατακτήσει την πλειοψηφία που θα του εξασφάλιζε την εξουσία», λέει ο Θάνος Βερέμης.
«Έτρεφε μία πραγματική κακία για τους ανταγωνιστές του. Ο Ανδρέας δεν ήταν ο πολιτικός που θα μιλούσε φιλικά εκτός Βουλής» αναφέρει ο κος Βερέμης.
H ικανότητα του Ανδρέα Παπανδρέου να αγγίζει με μία λαϊκιστική ρητορική τους πολλούς, συνδυάστηκε με πολιτικές θέσεις που έδειχναν να ικανοποιούν τον ψηφοφόρο κάθε ιδεολογικής τοποθέτησης. Τον λάτρευαν οι μαρξιστές, όταν έλεγε ότι το ΠΑΣΟΚ «στηρίζεται στην αρχή ότι πρέπει να περάσουμε πέρα από τον καπιταλισμό, σε σοσιαλιστικό μετασχηματισμό».
Τον λάτρευαν οι επικριτές του υπαρκτού σοσιαλισμού, όταν έλεγε ότι το ΠΑΣΟΚ είναι μαρξιστικό κόμμα, υπό την έννοια «της αποδοχής της μαρξιστικής μεθόδου ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων» και όχι την «αποδοχή δογμάτων ή την χρήση εξτρεμιστικής ορολογίας».
Ικανοποιούσε τους δεξιούς, όταν σε μία εθνικιστική έξαρση καλούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να βυθίσει το Χόρα και αργότερα υιοθετούσε τη σκληρή πολιτική του «μη διαλόγου» απέναντι στην Τουρκία.
Και φυσικά όπως θα πουν πολλοί ικανοποιούσε την πλειοψηφία των ψηφοφόρων όταν έδινε οικονομικές υποσχέσεις…
Ο συγκερασμός διαφορετικών πολιτικών αποχρώσεων και η πολυσυλλεκτικότητα θα φέρουν την περίφημη «Αλλαγή» του 1981.
«Ο Ανδρέας ήταν αρκετά έξυπνος για να μιλήσει στην ψυχή του μη προνομιούχου, του αποσυνάγωγου της πολιτικής ζωής, του ξεχασμένου, του περιθωριοποιημένου, αυτού που για χρόνια είχε μείνει “στην απ’ έξω”. Καταλάβαινε τον πικραμένο Έλληνα που επειδή είχε πατέρα αριστερό, δεν μπορούσε να βρει μία θέση στο δημόσιο, τον Έλληνα που ανήκε στα χαμηλότερα στρώματα επειδή δεν είχε ανώτερη μόρφωση», λέει ο κ. Βερέμης. «Όταν μιλούσε στο λαό, ο Ανδρέας μεταμορφωνόταν από ευγενικό και μορφωμένο αστό σε έναν άνθρωπο που με απλή γλώσσα καφενείου σου έλεγε αυτά που ήθελες να ακούσεις».
«Ο Καραμανλής, αυτός ναι, μπορεί να είναι δεξιός αλλά είναι ένας σημαντικός πολιτικός της νεότερης Ελλάδας»
Με αυτόν τον Έλληνα, ο Ανδρέας υπέγραψε συμβόλαιο που τον διατήρησε στην εξουσία για πάνω μία δεκαετία. Ο λαός τον λάτρεψε. «Και συνεχίζει να τον λατρεύει», προσθέτει ο Θάνος Βερέμης.
«Μία μέρα, ένας ηλικιωμένος κύριος με έπιασε και μου είπε: “Ρε, ποιος είσαι εσύ που βγαίνεις στην τηλεόραση και λες τον Ανδρέα λαϊκιστή; Ποιος είσαι εσύ που λες κακό λόγο για αυτόν τον γίγαντα; Ένα τίποτα είσαι”.
Για πολλούς ο Ανδρέας παραμένει εικόνισμα», συμπληρώνει ο κος Βερέμης.
Λαός και γυναίκες: Οι δύο έρωτες του Ανδρέα
Σε αντίθεση με τον Γεώργιο Παπανδρέου, «ο Ανδρέας συνδεόταν συναισθηματικά με τις γυναίκες. Ο πατέρας ήθελε απλώς να τους “βάλει χέρι”, όμως ο γιος ήταν “ερωτευμένος”. Λόγω του ελλείμματος στοργής από την πατρική σχέση, ο Ανδρέας είχε ανάγκη αγάπης και στοργής από τη γυναίκα-τροφό. Του άρεσε να γοητεύει τις γυναίκες και να γοητεύεται από αυτές. Ο λαός και οι γυναίκες φαίνεται πως κάλυψαν ένα συναισθηματικό κενό στην ψυχή του Ανδρέα που αναζητούσε εναγωνίως θαυμασμό και αποδοχή», λέει ο Θάνος Βερέμης και αναφέρει ένα περιστατικό από την προσωπική ζωή του πολιτικού:
«Πριν από τις εκλογές του 1981, ο Ανδρέας συνδέθηκε συναισθηματικά με μία γυναίκα, με την οποία ανέπτυξε παράλληλη σχέση. Είναι η εποχή που η ελληνική κοινωνία ήταν συντηρητική και δεν αποδεχόταν ακόμη τον γυναικά ηγέτη. Έτσι ο Μένιος Κουτσόγιωργας τον πιάνει και του λέει: “Ανδρέα, θα μας καταστρέψεις. Οι Έλληνες είναι συντηρητικοί και θέλουν πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια”. Με τα πολλά, ο Ανδρέας απομακρύνεται από τη σχέση και πέφτει σε κατάθλιψη. Συνεργάτες του τον περιγράφουν λυπημένο, απαρηγόρητο και αξύριστο να κάθεται με τις πιτζάμες του και να βλέπει όλη μέρα τηλεόραση. Ο Ανδρέας ήταν πολύ συναισθηματικός με τις γυναίκες. Με εξαίρεση τη Λιάνη, καμία γυναίκα του δεν ήταν εντυπωσιακή με την έννοια της σεξοβόμβας. Αυτό μάλλον δείχνει ότι πάνω από όλα είχε ανάγκη τον συναισθηματικό δεσμό».
Μάλιστα, ο Ανδρέας είχε δείξει κατά καιρούς μία περιφρόνηση για την προσέγγιση των γυναικών δια της μεθόδου του πατέρα του. «Ο Διαμαντής Πεπελάσης, που για 15 χρόνια έζησε με τον Ανδρέα στην Αμερική, έχει πει για τη σχέση του με τις γυναίκες: “Όταν του έδειχνα γυναίκες στο δρόμο και του έλεγα “τι είναι αυτό, τι είναι τούτο’, εκείνος μου απαντούσε: “Έλα ρε Διαμαντή, εσύ ακόμα εκεί είσαι; Με αυτά ασχολείσαι;”, λέει ο Θάνος Βερέμης.
«Ο Ανδρέας μισούσε με πάθος»
Αν ο Ανδρέας δεν μπορούσε να διαχειριστεί κάτι, αυτό ήταν η πηγαία αντιπάθειά του προς τους πολιτικούς του αντιπάλους. «Δεν μπορούσε να διαχειριστεί την αντιπαλότητα και έτρεφε μία πραγματική κακία για τους ανταγωνιστές του. Ο Ανδρέας δεν ήταν ο πολιτικός που θα μιλούσε φιλικά εκτός Βουλής. Όποιος δεν τον αγαπούσε ή του πήγαινε κόντρα, τον μισούσε με πάθος και έπρεπε να τον εξοντώσει. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στον οποίο δεν συγχώρεσε ποτέ την αποστασία του ’65 και το εξέφραζε αυτό σε κάθε ευκαιρία. Από την άλλη, έτρεφε μία πραγματική συμπάθεια για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όταν κάποτε τον ρώτησα: “Τι γνώμη έχετε για τον Καραμανλή;”, μου απάντησε χωρίς να το σκεφτεί: “Ο Καραμανλής, αυτός ναι, μπορεί να είναι δεξιός αλλά είναι ένας σημαντικός πολιτικός της νεότερης Ελλάδας, ξεχωρίζει”», συμπληρώνει ο κ. Βερέμης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου διακόπτει -like a boss- την ομιλία του πολιτικού του αντιπάλου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Σχετικά δε με τα συναισθήματά του απέναντι σε Α. Τσοχατζόπουλο και Κ. Σημίτη, ο Θάνος Βερέμης σχολιάζει: «Το κυριότερο χαρακτηριστικό του Άκη, ίσως και η μεγαλύτερη αρετή του, ήταν ότι συμφωνούσε σε όλα με τον Ανδρέα. Λέγεται ότι όταν ο Ανδρέας ρωτούσε: “Άκη, τι ώρα είναι;”, εκείνος απαντούσε: “Ό,τι ώρα πεις εσύ, αρχηγέ”. Αυτό έπιανε, αφού κρίση του Ανδρέα για τους συνεργάτες του βασιζόταν πρώτιστα στο κριτήριο της αφοσίωσης. Για την επαγγελματική τους επάρκεια δεν έδειχνε ανάλογο ενδιαφέρον».
«Ο Ανδρέας ήθελε να ελέγχει τους πάντες»
Εκτός την απόλυτη αφοσίωση, ο Ανδρέας επέλεγε τους συνεργάτες του με κριτήριο το ανύπαρκτο πολιτικό και προσωπικό εκτόπισμα. Το αποτέλεσμα ήταν οι κυβερνήσεις να στελεχώνονται από ανθρώπους που, αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας, δεν θα τους ήξερε κανείς! «Ο Ανδρέας ήξερε τι έκανε. Προτεραιότητά του ήταν να ελέγχει τους πάντες, ώστε να μην μπορέσει κάποιος να τον διώξει από την εξουσία, όπως συνέβη με τον πατέρα του στην Ένωση Κέντρου», λέει ο κ. Βερέμης.
«Η παραπάνω τακτική οριοθέτησε τις ικανότητες των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου. Παρόλα αυτά, η συμφιλίωση μίας πολιτικά διχασμένης κοινωνίας, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η ίδρυση του ΕΣΥ, η αναδιανομή του πλούτου, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής και η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου παραμένουν μέχρι σήμερα σημαντικές μεταρρυθμίσεις του Ανδρέα Παπανδρέου που καμία πολιτική δύναμη δεν τόλμησε να αναιρέσει».
Από την άλλη, «ο Ανδρέας δημιούργησε έναν λαϊκισμό που έμεινε στην Ελλάδα και μετά τον θάνατό του. Προσπαθώντας να αναδειχθεί μέσα από τον μικρό άνθρωπο, του έδειξε υπερβολική προσοχή και του έμαθε ότι μπορεί να αισθάνεται ξαφνικά κυρίαρχος, επειδή απλώς το θέλει. Του έμαθε ότι αυτός πρέπει να είναι ο μέσος όρος της κοινωνίας και όχι ο “βλάκας” που σπούδασε και δούλεψε σκληρά για να πετύχει», λέει ο κ. Βερέμης.
Η ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
«Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα»
Ο Ανδρέας ήταν ένας ικανότατος οικονομολόγος οντως. Όμως, από ό,τι φαίνεται, δυσκολευόταν να επιλέξει κατάλληλο υπουργό Οικονομικών. Μανόλης Δρεττάκης, Δημήτριος Κουλουριάνος, Ιωάννης Ποττάκης, Γεράσιμος Αρσένης, Κώστας Σημίτης, Δημήτρης Τσοβόλας ήταν τα πολλά ονόματα που πέρασαν από την οδό Νίκης επί Ανδρέα Παπανδρέου. Η συνεχής δε αποκαθήλωση των τσάρων της οικονομίας αποδεικνύει κατά το Θάνο Βερέμη ότι η ελληνική οικονομία ζημιώθηκε την εποχή του Ανδρέα. «Σε κανέναν άλλο τομέα δεν άλλαξε τόσους υπουργούς. Αυτό γινόταν, γιατί όλοι έλεγαν στον Ανδρέα το ίδιο πράγμα: η οικονομία δεν πάει καλά και πρέπει αμέσως να νοικοκυρευτεί. Όταν τα άκουγε αυτά ο Ανδρέας, απαντούσε “ναι ναι έχεις δίκιο” και την επόμενη μέρα έδιωχνε τον υπουργό. Αυτό έγινε με τον Γεράσιμο Αρσένη, που το 1985 μίλησε επικριτικά για τα ελλείμματα του δημοσίου και ζήτησε μείωση στα έξοδα των υπουργείων, θέση που μέσα σε ένα 24ωρο του κόστισε το υπουργικό αξίωμα».
Ο Ανδρέας ανήκει πια στην Ιστορία, όμως η πολιτική του μας ακολουθεί. Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα, αν σήμερα πληρώνουμε το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα». Σύμφωνα με τον Τάσο Γιαννίτση, υπουργό και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, η απάντηση μάλλον είναι καταφατική…
«Κράτος, πολιτικό σύστημα και κοινωνικές δυνάμεις εκδήλωσαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες έναν έντονο αρνητισμό απέναντι σε αλλαγές που συνδέθηκαν με την αναπτυξιακή και κοινωνική πρόοδο, σύμφωνα με πιο επιτυχημένα κοινωνικά πρότυπα. Η εξήγηση γιατί συνέβη αυτό στην Ελλάδα είναι ότι πιθανότατα έχει οικοδομηθεί εδώ μία πολιτικο-κοινωνική ισορροπία στην οποία ευρύτατα κοινωνικά στρώματα έφτασαν να ασπαστούν τη λατρεία ενός κρατισμού που εξασφάλιζε μαζικούς διορισμούς στον δημόσιο τομέα, μονιμότητα, εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες εργασίας, περίθαλψης και συνταξιοδότησης και απουσία μηχανισμών ελέγχου. Ο μηχανισμός αυτός (…) ακύρωνε για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού κάθε κίνητρο για πρωτοβουλίες, δημιουργικότητα, καινοτομία, προσπάθεια, επιχειρηματική πρωτοβουλία, ανάληψη ρίσκου για επενδύσεις».
Σχετικά με τα παραπάνω χαρακτηριστικά που μάλλον καλλιεργήθηκαν από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ο Θάνος Βερέμης αναφέρει ότι «ένα από τα λάθη του Ανδρέα ήταν ότι παρείχε στο μέσο Έλληνα κακή πολιτική παιδεία και κολάκευσε στον λαό τα στοιχεία που δεν έπρεπε ποτέ να έχει κολακεύσει. Την περίοδο της επικράτησης του ΠΑΣΟΚ, κατασκευάστηκε ο μύθος ότι η δημοσιονομική σταθεροποίηση δεν ήταν παρά μία ακόμη μορφή καταπάτησης των λαϊκών δικαιωμάτων. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ διέδιδε ότι η ανεξέλεγκτη αγορά υπήρξε το κόλπο των νεοφιλελεύθερων για να υπονομεύσουν τη μεγάλη αλλαγή».
«Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» – αντιπαράθεση μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Βουλή
Το ηλικιωμένο alter ego του Silvio Berlusconi
Η δύση του Ανδρέα Παπανδρέου ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ο γιος του Ανδρέα, Νίκος Παπανδρέου, έχει γράψει για εκείνη την εποχή: «Από το 1989 και μετά, κάτω από το βάρος των κατηγοριών περί διαφθοράς για το θέμα Κοσκωτά, με τους πρώην πολιτικούς φίλους να τον αποφεύγουν, με το θορυβώδες και πολιτικά ακριβό διαζύγιο και τον ψυχολογικά φθοροποιό γάμο, ο Ανδρέας απομονώνεται από τους δικούς του. Όσο προχωράει στη νέα του έγγαμη ζωή, όλο και περισσότερο θα μετανιώνει».
Το τέλος του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν αμφιλεγόμενο. Χωρίς να εξαρτάται πια από τα σχόλια και τη γνώμη των άλλων, ακολούθησε χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος τον δρόμο πλάι στη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου. Έγινε η ελληνική εκδοχή του Silvio Berlusconi, η οποία ωστόσο ήταν καταβεβλημένη από τα γηρατειά και δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό ανίκητο Ανδρέα, που πλέον υπέγραφε χαρτιά και διατάγματα για δύο ώρες και μετά γυρνούσε σπίτι για να δει γουέστερν. «Ο Ανδρέας έγινε αυτό που οι περισσότεροι Έλληνες ήθελαν να γίνουν, αλλά συχνά ντρέπονταν να παραδεχτούν ακόμη και στον εαυτό τους. Ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει ότι οι Έλληνες τον ήθελαν γκομενιάρη, μάγκα, σκληρό, έναν πολιτικό που τα βάζει με τους ισχυρούς. Έτσι έφτιαξε αυτήν την εικόνα, η οποία ωστόσο δεν ήταν ο πραγματικός Ανδρέας. Για να κατακτήσει την αγάπη και την αποδοχή του λαού, ο Ανδρέας έγινε κάτι σαν το changeling, το μυθικό ζώο που κατά τη βρετανική παράδοση αλλάζει συνεχώς μορφή ανάλογα με την περίσταση, με αποτέλεσμα κανείς να μην ξέρει πώς πραγματικά είναι. Ο Ανδρέας έγινε ο απόλυτος Ρωμιός για τους Ρωμιούς, το όνειρο κάθε Έλληνα, με πολλά πρόσωπα για να ικανοποιεί τους πάντες. Ήταν ένα φαινόμενο ανεπανάληπτο στην ελληνική πραγματικότητα, που δεν ξέρουμε αν ποτέ θα επαναληφθεί».
Πηγή: vice.gr