Καταπέλτης, για την απαλλαγή του αδελφού του πρωθυπουργού από δικαστήριο της Μυτιλήνης, η νομική ανάλυση, που έστειλαν ανώτατοι δικαστικοί κύκλοι στις “Δικογραφίες”, μετά από τη αποκάλυψη μας ότι, οι δικαστές, που ενεπλάκησαν στην υπόθεση ελέγχονται πειθαρχικά, για ανάρμοστη συμπεριφορά.
Οπως εξηγούν στο κείμενο τους, που δημοσιεύεται αυτούσιο, “δεν ήταν δυνατόν να εφαρμόσουν το άρθρο 217”, καθώς “ η πράξη που τους απασχολούσε ήταν κακούργημα και μάλιστα σε βάρος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, τιμωρούμενη με τη ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Με την απρόσμενη συμπεριφορά τους, συμπίεσαν την υπόθεση αυτή στο καλούπι της παραγραφής.
Παρ΄ όλ’αυτά ενήργησαν ως ανερμάτιστοι δικαστικοί λειτουργοί, επικίνδυνοι για τον εαυτό τους και τους άλλους.
Προπαντός επικίνδυνοι για την Ελληνική Δικαιοσύνη, της οποίας, δυστυχώς, αποτελούν μέλη”.
Διαβάστε την άποψη – κόλαφο, για τους δικαστικούς λειτουργούς, που απάλλαξαν τον αδελφό του πρωθυπουργού, ο οποίος κινδύνευε ακόμη και με ισόβια!
“Σε μειοδοτικό διαγωνισμό που διενήργησε, την 29/112011, η Διεύ-
θυνση Τεχνικών έργων της Περιφερειακής Ενότητας Λέσβου για
την κατασκευή δικτύου μεταφόρτωσης απορριμμάτων στο νησί,
προϋπολογισμού 1.100.000 ευρώ, μετείχε και η εταιρεία «Δ.
Τσίπρας-Ζ.Τσίπρα ΔΙΟΔΟΣ Ο.Ε.», η οποία και αναδείχθηκε προσω-
ρινός μειοδότης.
Κατά τον έλεγχο των υποβληθέντων δικαιολογη-
τικών, που διενήργησε η Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, διαπιστώ-
θηκε ότι είχε υποβληθεί «έγχρωμη φωτοτυπία» της υπ΄ αριθ.
23685/28.2.2012 ασφαλιστικής ενημερότητας του στελέχους της
εταιρείας Γεωργίου Τσίπρα.
Αμέσως ζητήθηκε το πρωτότυπο, πλην
όμως, η εταιρεία απέστειλε και πάλι φωτοτυπία.
Τότε διαπιστώθηκε, ότι οι δύο υποβληθείσες φωτοτυπίες, ενώ υποτίθεται ότιαφορούσαν το ίδιο πρωτότυπο, έφεραν διαφορετική σφραγίδα.
Στη συνέχεια, ζητήθηκε από το εκδόσαν την ενημερότητα Ταμείο
(ΤΣΜΕΔΕ), έγγραφη βεβαίωση περί της ενημερότητος αυτής.
Το Ταμείο απάντησε ότι με τον αριθμό πρωτοκόλλου 23685 και
ημερομηνία 28.2.2012 δεν έχει εκδοθεί ενημερότητα, αλλά με τον
ίδιο αριθμό πρωτοκόλλου (23685) έχει εκδοθεί ενημερότητα με
ημερομηνία έκδοσης 23.2.2010.
Αποδεικνύονταν, λοιπόν, ότι η ενημερότητα που προσκομίσθηκε στην Διεύθυνση Τεχνικών ΈργωνΛέσβου, ήταν νοθευμένη, διότι πέρα της διαφορετικής σφραγίδας, είχε νοθευθεί και κατά την χρονολογία εκδόσεως, καθόσον, ενώ ηαληθής ήταν 23.2.2010, οι προσαχθείσες φωτοτυπίες είχαν χρονολογία 2012.
Μακροσκοπικώς, λοιπόν, εξεταζομένη η ενημερότης,
φαίνεται νοθευμένη, όχι μόνο κατά το έτος (το 2010 έγινε 2012)
και τη σφραγίδα, αλλά, οι δύο φωτοτυπίες διέφεραν, μεταξύ τους,
και στον τρόπο θέσεως του ονόματος του Ι. Τσεκούρα, προϊστα-
μένου διαχείρισης εισφορών, αφού, στη μεν μία φωτοτυπία είναι
αναγεγραμμένο οριζοντίως, στη δε άλλη διαγωνίως.
Η υπόθεση, ως ήτο φυσικόν, οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη (10.5.2012). Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Μυτιλήνης, υπόθεση τόσο
σοβαρή, που αφορούσε τα αδέλφια και τον εξάδελφο του αρχηγού
της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, την χρέωσε στον εισαγγελικό
πάρεδρο, δηλαδή ένα νεαρό εισαγγελικό λειτουργό, έσχατο στην
ιεραρχία των εισαγγελικών λειτουργών Μυτιλήνης.
Η υπόθεση περιέπεσε σε νάρκη και τελικά προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 31.5.2016, δηλαδή τέσσερα (4) χρόνια μετά. Επειδή απουσίαζε ο δικηγόρος του κατηγορουμένου, η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 28.3.2017.
Και ώ! του θαύματος: Την 3.8.2016, δημοσιεύθηκε ο νόμος 4411/2016, δηλαδή 64 ημέρες μετά την αναβολή, βάσει του άρθρου 8 του οποίου η υπόθεση παραγράφηκε.
Τελικά, μετά νέα αναβολή, η υπόθεση συζητήθηκε την
26.9.2017, πεντέμιση (5,1/2) χρόνια μετά.
Όταν τελικά εκδικάσθηκε η υπόθεση, την εισαγγελική έδρα κατείχε ο πρώην εισαγγελικός πάρεδρος, που είχε ασκήσει τη ποινική δίωξη, νυν
αντεισαγγελέας.
Και τότε συνέβη το καταπληκτικό. Ο εισαγγελικός
λειτουργός, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει την πράξη πλαστογραφία
(νόθευση) του άρθρου 216 ΠΚ, πρότεινε, ανενδοίαστα, τη μεταβο-
λή της κατηγορίας (της δικής του κατηγορίας), σε πλαστογραφία
πιστοποιητικού, που προβλέπεται από το άρθρο 217 του ΠΚ, και
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους.
Προχώρησε περαιτέρω, ο εισαγγελικός λειτουργός και πρότεινε προς το δικαστήριο την παραγραφή του εγκλήματος, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 8 του ως άνω νόμου του Παρασκευόπουλου 4411/ 2016,
ο οποίος, τόσον συμπτωματικά, είχε εκδοθεί τον Αύγουστο του
2016, δηλαδή, μετά την πρώτη αναβολή της υποθέσεως.
Και το δικαστήριο απεδέχθη, ασμένως, την εισαγγελική πρόταση.
Η δίωξη, που ασκήθηκε ήταν για χρήση νοθευμένου εγγράφου, που
προβλέπεται από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 του Ποινικού Κώδικα.
Εδώ, ο εισαγγελικός πάρεδρος αγνοούσε, ή, καίτοι το γνώριζε, το
παρείδε, ότι με τη παράγραφο τρία του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι
αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των
73.000 ευρώ (όσο ήταν το ποσό κατά τον χρόνο τελέσεως της
πράξεως), τότε η πλαστογραφία (νόθευση) και η χρήση του νοθευ-
μένου εγγράφου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, είναι
δηλαδή κακούργημα.
Αλλά, ο εισαγγελικός πάρεδρος αγνοούσε, ή, καίτοι το γνώριζε, το παρείδε, ότι η πλαστογραφία σε βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, τιμωρείται, αν η αξία του αντικειμένου είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με ισόβια κάθειρξη, σύμφωνα με τον νόμο ν. 1608/1950, περί καταχραστών Δημοσίου (ΑΠ 729/2017).
Έτσι, μία πράξη που τιμωρούνταν με ισόβια, εκτιμήθηκε από τη Δικαιοσύνη, όπως αυτή εκπροσωπήθηκε από τους συγκεκριμένους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς, ότι συνιστά πλημμέλημα, αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και όχι κακούργημα,
αρμοδιότητας Τριμελούς Εφετείου, με αποτέλεσμα να παραγραφεί.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ:
Κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, σχετική με το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ, ως νόθευση εγγράφου νοείται η αλλοίωση της εννοίας του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, την εξάλειψη ή την αντικατάσταση λέξεων, αριθμών, σημείων και άλλων στοιχείων του γνήσιου εγγράφου, αλλά και με περιορισμό του αρχικού περιεχομένου του, ώστε να μεταβάλλεται η αποδεικτική δύναμή του.
Ηπράξη, κατά τη παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου τιμωρείται με τη
ποινή του αυτουργού της πλαστογραφίας (τρείς μήνες μέχρι πέντε
χρόνια).
Το έγκλημα της πλαστογραφίας (και της νοθεύσεως επομένως),
προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τα άρθρα 216
παρ. 3 περ. βʼ ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως
της πράξεως, όταν το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει ο δράστης
για τον εαυτό του ή άλλον βλάπτοντας τρίτον ή η ζημία που
σκόπευε να προκαλέσει σε άλλον με την πράξη της πλαστογραφίας
και το περιουσιακό όφελος που επιδιώχτηκε ή η ζημία που
προξενήθηκε με την πράξη της απάτης υπερβαίνει συνολικά το
ποσό των 73.000 ευρώ. Για τη θεμελίωση κακουργηματικής
πλαστογραφίας δεν απαιτείται το περιουσιακό όφελος που
επιδιώκει ο δράστης και η βλάβη του τρίτου να επέρχεται αμέσως
και ευθέως από μόνη την πράξη της πλαστογράφησης εγγράφου,
αλλά αρκεί ότι με την πλαστογράφηση διαμορφώνεται ο αναγκαίος
όρος, που, κατά το σχέδιο του δράστη, παρέχει τη δυνατότητα, με
την παρεμβολή και άλλων μεταγενέστερων ενεργειών του, να
επέλθει το σκοπούμενο όφελος ή και η βλάβη.
Πιο συγκεκριμένα, εφόσον το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απει-λήθηκε στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δίκαιου ή σε άλλο νομικό πρόσωπο από όσα
αναφέρονται στο άρθρο 263 α , περ. α΄ΠΚ (στα οποία υπάγεται η
Περιφερειακή Ενότητα Λέσβου) υπερβαίνει το ποσό των 150.000
ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν το αντικείμενο
του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή
της ισόβιας κάθειρξης.
Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι αναγκαία η επέλευση της ζημίας (αρκεί η απειλή ζημίας).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 ΠΚ, « Όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική
πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει
πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να
χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του
χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή».
Από την προαναφερθείσα διάταξη, προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, συνίσταται στην κατάρτιση από το δράστη πλαστού ή τη νόθευση πιστοποιητικού με σκοπό να διευκο-
λύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο
αυτού του ίδιου ή άλλου.
Διευκόλυνση της άμεσης συντήρησης
υπάρχει, όταν με το πιστοποιητικό ο δράστης δημιουργεί τις προϋ-
ποθέσεις, για την εξεύρεση πόρων άμεσα αναγκαίων για τη διατή-
ρηση στη ζωή, δηλαδή των προϋποθέσεων εκείνων που του εξα-
σφαλίζουν την επιβίωση (Βλέπ. Α. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Επι-
λογές Ειδικού Μέρους, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σελ.164, Ι. Μανωλε-
δάκη, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο των όρων του Ειδικού Μέρους του
Ποινικού Κώδικα, 1996, σελ.62 και πρόταση Αντ/λέως ΑΠ Κ. Σταμάτη στην ΑΠ 171/1984, Ποιν.Χρον 1984, σελ.745).
Σημειωτέον ότι, ο δράστης στο έγκλημα του άρθρου 217 παρ. 1 ΠΚ πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικά στην άμεση συντήρηση, την κίνηση ή
την κοινωνική πρόοδο αυτού του ιδίου ή κάποιου άλλου, χωρίς
όμως η προσδοκώμενη εκ της πράξεως ωφέλεια ή η αντίστοιχη
ζημία τρίτου να έχουν τη σημασία, την οποία έχουν για τη θεμε-
λίωση της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ.
Στην περίπτωση όμως που εκ της πλαστογραφίας βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις, ή το συμφέρον της δημοσίας υπηρεσίας, ή
αν, γενικότερα, η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του
υπό του άρθρου 217 αναφερομένου, τότε και αν ακόμη χρησι-
μοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα υπό του ιδίου άρθρου ως
πιστο-ποιητικά ή μαρτυρικά, εφαρμοστέα τυγχάνει η βασική περί
πλαστο-γραφίας διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και όχι η ειδική
διάταξη του άρθρου 217 (Βλέπ. Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδι-
κας, Ερμηνεία κατ΄άρθρο, τόμος β΄σελ.109, ΑΠ 729/2017, 248/
2015, 634/ 2014, 1053/2012, 1152/2010, 1029/2009, 2462/2008
και πληθώρα άλλων).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ:
Αφού στο ερώτημα «ποιος ήταν ο πλαστογράφος», δεν είχε ο εισαγγελικός πάρεδρος τη νοητική, τη νομική κατάρτιση ή τη θέληση να ερευνήσει τα επί μέρους ερωτήματα, «ποιος είχε στα χέρια του τη ασφαλιστική βεβαίωση», «ποιον αφορούσε» και «ποιος είχε συμφέρον στην νόθευση», έπρεπε να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση και ακολούθως να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση, υποχρεωτική στα κακουργήματα, προκειμένου να διακριβωθεί, ποιος νόθευσε το πιστοποιητικό και αν υπάρ-
χουν άμεσοι ή έμμεσοι συνεργοί και ηθικοί αυτουργοί;
Τόσον ο εισαγγελικός πάρεδρος και μετέπειτα αντεισαγγελέας Πλημμελει-
οδικών (οπότε (υποτίθεται) ήταν «πλέρια» ενημερωμένος με τη
νομολογία των δικαστηρίων και κάτοχος (υποτίθεται) του Ποινικού
Κώδικα), όσον και ο πλημμελειοδίκης, δεν διάβασαν τα δύο άρθρα
216 και 217 του ΠΚ;
Δεν είδαν τις διαφορές;
Και αφού κατέληξαν στην μεταβολή της κατηγορίας, δεν τους απασχόλησε ποια από τις τρεις προϋποθέσεις του 217 ΠΚ ίσχυε εν προκειμένω; «άμεση συντήρηση»;, ή «κίνηση»;, ή η «κοινωνική πρόοδός του»;
Σε ποιο από τα τρία αυτά στοιχεία-σκοπούς της νοθεύσεως, ενέταξαν τη συμμετοχή σε μειοδοτικό κανονισμό;
Άν άνοιγαν οποιονδήποτε σχολιασμένο Ποινικό Κώδικα, ή αναζητούσαν σε οποιαδήποτε τράπεζα νομικών πληροφοριών, ή ακόμη και στο Google, με το λήμμα «πλαστογραφία πιστοποιητικού», θα ανεύρισκαν αμέσως και
πανεύκολα, εκείνο που έπρεπε ήδη να γνωρίζουν.
Ότι, δηλαδή, δεν ήταν δυνατόν να εφαρμόσουν το άρθρο 217 και ότι η πράξη που τους απασχολούσε ήταν κακούργημα και μάλιστα σε βάρος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, τιμωρούμενη με τη ποινή της
ισόβιας κάθειρξης.
Με την απρόσμενη συμπεριφορά τους, συμπίεσαν την υπόθεση αυτή στο καλούπι της παραγραφής.
Παρ΄ όλ’αυτά ενήργησαν ως ανερμάτιστοι δικαστικοί λειτουργοί, επικίνδυνοι για τον εαυτό τους και τους άλλους.
Προπαντός επικίνδυνοι
για την Ελληνική Δικαιοσύνη, της οποίας, δυστυχώς, αποτελούν
μέλη.
Εξ άλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ «αν δύο ή περισσότεροι
τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως
αυτουργός της πράξης».
Με τον όρο «από κοινού» νοείται
αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης
και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας
συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της
αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος,
γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο
τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να
ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση
της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος.
Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί
μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς
να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι
επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς.(ΑΠ
1936/2010, 1264/2005).
Τελεσθέντα ποινικά αδικήματα: A.-α) Νόθευση εγγράφου, β)
χρήση νοθευμένου εγγράφου, γ) συναυτουργία στις ανωτέρω
πράξεις, δ) παράβαση καθήκοντος, άρθρα 216 παρ. 1,3 ΠΚ, και 1
ν. 1608/1950, Β.- κατάχρηση εξουσίας. Στις υπό στοιχείον Α.-
πράξεις, υπαίτιοι οι αδελφοί Τσίπρα και ο εξάδελφος Τσίπρα. Στην
υπό στοιχείον Β΄ πράξη, οι εισαγγελικοί και δικαστικοί
(οι οποίοι επελήφθησαν της υποθέσεως)”.
tomanifesto.gr