Με δήλωσή της η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, αποχαιρέτησε τον Χριστόφορο Λιοντάκη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σήμερα το πρωί.
«Μια ευγενική μορφή που κόσμησε τα ελληνικά Γράμματα με την ποιότητα, το ήθος και τη γνήσια ποιητική του φλέβα, ο Χριστόφορος Λιοντάκης έφυγε σήμερα το πρωί από κοντά μας. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας και από τους σπουδαιότερους της Κρήτης. Το 2000 είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή ποιημάτων του «Με το φως».
Λιτοδίαιτος, σχεδόν ασκητή, όσον αφορούσε στα υλικά πράγματα, γεμάτος πλούτο και λυρισμό στο πνεύμα και στη γραφή του. Όπως έγραψε «Η ποίηση αποκαλύπτει τις αθέατες όψεις και τις άδηλες αναλογίες του κόσμου. Σπάζοντας την κρούστα της σύμβασης που έχει οδηγήσει την ψυχή στο λήθαργο, ενεργοποιώντας τον αδρανή πλούτο των εικόνων βοηθά τον άνθρωπο να δραπετεύσει». Σήμερα «Ο Μεγάλος Δρόμος» του ποιητή έφθασε στο τέλος του. Η Ποίηση και η γενέτειρά του θρηνούν για την απώλεια του Χριστόφορου Λιοντάκη. Στην οικογένειά του και στους ανθρώπους που τον αγάπησαν και ήταν πολλοί, γιατί κι αυτός αγάπησε πολύ πολλούς, εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια».
Υπουργείο Πολιτισμού: Ποιος ήταν ο Χριστόφορος Λιοντάκης
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης είχε γεννηθεί το 1945 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ανήκει στην αποκαλούμενη Γενιά του ’70, μαζί με άλλους συγγραφείς που άρχισαν να δημοσιεύουν τα έργα τους κατά τη δεκαετία του 1970, και κυρίως προς το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Ξεκινώντας από ένα μικρό χωριό της Κρήτης, το Ίνι στην Ανατολική Μεσσαρά έφθασε στην Αθήνα μέσα στη δικτατορία για να σπουδάσει Νομικά και αργότερα στο Παρίσι για μαθήματα Φιλοσοφίας του Δικαίου. Αγάπησε όμως από νωρίς την ποίηση και δέθηκε μαζί της, εκδίδοντας το πρώτο του βιβλίο το 1973. «Στον πένθιμο περίγυρο των παιδικών μου χρόνων – ήταν τότε λίγα τα χαμόγελα και η τρυφερότητα κρυμμένη – η φύση έγινε το πρώτο μου καταφύγιο, διαφυγή στη θλίψη. Ίσως λοιπόν σ’ αυτό το θαύμα να συντελέστηκε η επαφή μου με την ποίηση», όπως γράφει ο ίδιος.
Σημαντική θέση στο έργο του κατέχουν ο έρωτας και μύθος, ζωντανεύοντας πρόσωπα που αναδύονται στη σύγχρονη πραγματικότητα με στόχο τη συναίρεση του χρόνου μέσα από την κατάλυση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, το προσωπικό και το συλλογικό. Αγαπούσε πολύ τον Παπαδιαμάντη στον οποίο επανερχόταν συχνά και μέσα από το έργο του (Ο ερωτικός Παπαδιαμάντης), αγαπούσε τον Ρεμπώ και γενικότερα τη γαλλική ποίηση, που μετέφρασε με αφοσίωση- γι’ αυτό άλλωστε το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας τον έχρισε Ιππότη της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών. Αγαπούσε όμως και τις τέχνες, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική. Ποιήματά του μάλιστα μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος.
Λιτοδίαιτος, ασκητής σχεδόν όσον αφορά τα υλικά, γεμάτος πλούτο και λυρισμό στο πνεύμα και τη γραφή. Όπως έγραψε «Η ποίηση αποκαλύπτει τις αθέατες όψεις και τις άδηλες αναλογίες του κόσμου. Σπάζοντας την κρούστα της σύμβασης που έχει οδηγήσει την ψυχή στο λήθαργο, ενεργοποιώντας τον αδρανή πλούτο των εικόνων βοηθά τον άνθρωπο να δραπετεύσει». Ήταν ένας γλυκός, ήπιος άνθρωπος με ψυχή ενός βασανισμένου παιδιού αλλά και με κρητική λεβεντιά, μαχητικός μέχρι το τέλος της ζωής του, καθώς πάλεψε σκληρά και γενναία με τον Θάνατο μέχρι αυτός να καταφέρει να τον νικήσει.
«Λυρικός ποιητής του ερωτικού λόγου» όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, με τη ματιά του πάντοτε «πυρπολημένη», ο Χριστόφορος Λιοντάκης συνελάμβανε κάθε «μαγικό ελάχιστο» χωρίς να παύει να είναι δραματικός ποιητής. Άφησε σπουδαίο έργο πίσω του. Καθώς «καμιά ομορφιά/ δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης» πολλά ποιήματά του έτρεφαν την ομορφιά των στίχων τους από τη λύπη της μνήμης. Από τη λύπη που γεννά η θύμηση του παρελθόντος. Από τη λύπη για το χαμό αγαπημένων προσώπων, της μητρικής τρυφερότητας και αυτοθυσίας, στιγμών ακριβών και εικόνων της φύσης, ιδίως την άνοιξη. Η αίσθηση της χαμένης αρχαίας ομορφιάς αυτού του τόπου. Από τη λύπη που γεννά το σήμερα.
Ως ποιητής δεν ήταν κλεισμένος στον πύργο του. Θλιβόταν για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο κόσμος, μακρινός και κοντινός του, για την κατάπτωση της κοινωνίας, την ασχήμια και την εξαθλίωση της Αθήνας των τελευταίων ετών, το δράμα των μεταναστών. Γιατί πάνω απ’ όλα ίσως αγαπούσε τον «άλλον». Ο ίδιος τόνιζε: «Σε οποιοδήποτε κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να ανθίσει η ποίηση, ακόμα και στο πιο σκληρό. Εξαρτάται από τις συνθήκες και τις ευαισθησίες που έχει αναπτύξει το κάθε άτομο». Το 2000 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή ποιημάτων του «Με το φως» που δημοσιεύθηκε το 1999. Επίσης, για την ίδια συλλογή ποιημάτων έλαβε το βραβείο του διακεκριμένου λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω». Το Γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού του απένειμε το μετάλλιο του Ιππότη της Τάξεως των Τεχνών και των Γραμμάτων, ενώ ο Δήμος Ηρακλείου το Λογοτεχνικό Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης. Το 2012 του απονεμήθηκε το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.