Ήταν το πρώτο δυστύχημα της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Στις 29 Οκτωβρίου του 1959, το ελικοφόρο αεροπλάνο τύπου DC-3, απογειώθηκε από το Ελληνικό λίγο μετά τις 5 το απόγευμα. Η πτήση είχε προορισμό τη Θεσσαλονίκη και είχε 15 επιβάτες καθώς και τριμελές πλήρωμα.
Μόλις δυο λεπτά μετά την απογείωση, ο κυβερνήτης ανέφερε ότι η πτήση «έχει καλώς». Μέχρι τις 5.25, το αεροσκάφος έπρεπε να ειδοποιήσει και το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Τανάγρας.
Η ειδοποίηση δεν έγινε, αλλά ο αρμόδιος αξιωματικός υπέθεσε ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στην αντίστοιχη καθυστέρηση της απογείωσης του αεροπλάνου από το Ελληνικό. Λίγο όμως μετά τις 6 το απόγευμα όμως, σήμανε συναγερμός.
Ένας βοσκός είδε το αεροπλάνο να πέφτει τυλιγμένο στις φλόγες μεταξύ Αυλώνα και Μαλακάσας και ειδοποίησε αμέσως τη Χωροφυλακή. Οι άνδρες της μετέβησαν πρώτοι στην περιοχή και βρέθηκαν μπροστά σε ένα φρικιαστικό θέαμα. Τα πτώματα των επιβαινόντων ήταν διαμελισμένα, σε τέτοιο βαθμό, που κανείς δεν μπορούσε να τα αναγνωρίσει.
Οι εμπειρογνώμονες διαπίστωσαν λίγο αργότερα πως ένα από τα φτερά του αεροπλάνου είχε αποκοπεί, και βρισκόταν σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το αεροπλάνο. Οι εκτιμήσεις για τα αίτια του δυστυχήματος ήταν αντιφατικά.
Η κυβέρνηση Καραμανλή επικαλέστηκε τις άσχημες καιρικές συνθήκες ενώ η Ένωση Ιπταμένων Πολιτικής Αεροπορίας θεώρησε υπεύθυνη την ιδιοκτησία της Ολυμπιακής Αεροπορίας, δηλαδή τον Αριστοτέλη Ωνάση. Το επίσημο πόρισμα εκδόθηκε πολλούς μήνες αργότερα και έδειξε πως το αίτιο ήταν βλάβη στον κινητήρα στην απογείωση.