*Γράφει ο Ιωάννης Κουσουλός (δικηγόρος)
Μεταξύ του άρθρου 256 ΠΚ Απιστία στην Υπηρεσία υπήρχε άρρηκτη συνδεσμολογία με το άρθρο 1 του Ν 1608/1950 όπου γινόταν σαφής μνεία στους καταχραστές δημοσίου χρήματος.
Με την νέα τροπολογία υπάρχει ευθεία καταστρατήγηση του άρθρου 4 περ. 1,2,5, του Συντάγματος, καθόσον δίνεται το δικαίωμα ηπιότερης – ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε όσους διαχειρίζονται δημόσια κυρίως περιουσία να εκφύγουν των ποινικών ευθυνών τους, έχοντας συνάμα δημιουργήσει δημοσιονομικό έλλειμα – άλλως ελάττωση δημόσιας περιουσίας. Το έλλειμα αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο το οποίο αποτυπώνεται κυρίως δια της ακραίας υπερφορολόγησης και της έλλειψης κατάλληλων υποδομών σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου.
Το κάτ έγκληση διωκόμενο αδίκημα μπορεί να ισχύσει μόνο σε ιδιωτικού δικαίου διαφορές, οπερ και θα τεκμαίρεται το έννομο συμφέρον.
Σε αντίθετη περίπτωση ουσιαστικά «ακυρώνει» με έμμεσο τρόπο το σύνολο των ελεγκτικών και διωκτικών αρχών του Κράτους. Η βάση του συγκεκριμένου εγκλήματος είναι κυρίως η προάσπιση της δημόσιας περιουσίας. Το ερώτημα που γεννάται είναι πως ένας πολίτης θα συλλέξει όλα εκείνα τα πειστήρια ώστε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της απιστίας αν δεν υπάρχει η συνδρομή των αρμόδιων οργάνων. Αντί λοιπόν να περάσουμε σε μια λογική ατιμωρησίας τουναντίον πρέπει να ενισχύσουμε το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο με σοβαρότερες κυρώσεις.