Ο όρος αυξητικά άλγη, εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1823 μετά από παρατηρήσεις που έκανε ένας Γάλλος γιατρός, ο Marcel Duchamp σε μεγάλο αριθμό εφήβων οι οποίοι υπέφεραν από άλγη των κάτω άκρων.
Της Αλεξίας Σβώλου
Θεώρησε ότι η ταχεία ανάπτυξη του σκελετού σε αυτήν την περίοδο ήταν η γενεσιουργός αιτία και επινόησε τον συγκεκριμένο όρο για την περιγραφή αυτών των πόνων.
Οι συγκεκριμένοι πόνοι δεν προσβάλλουν όλα τα παιδιά και ούτε είναι σταθεροί καθ’ όλη τη διάρκεια της αύξησης.
Αντιθέτως εμφανίζονται, γίνονται πιο έντονοι και ακολούθως εξασθενούν με τρόπο περιοδικό ενώ εμφανίζονται κατά τεκμήριο στην ηλικία 3-12 ετών δηλαδή σε μία περίοδο μη ταχείας ανάπτυξης του σκελετού.
Παρά την ύπαρξη πάντως διαφορετικών απόψεων είναι κοινώς αποδεκτό ότι αυτά τα άλγη σταματούν με το τέλος της ανάπτυξης και σίγουρα αποτελούν το συχνότερο πρόβλημα του μυοσκελετικού συστήματος στην παιδική ηλικία, εξηγεί ο κ. Πετράτος Δημήτρης, Παιδοορθοπαιδικός, Αναπλ. Διευθυντής Παιδοορθοπαιδικής Κλινικής Παίδων ΜΗΤΕΡΑ.
Ποια είναι η συχνότητα και η αιτιολογία των αυξητικών αλγών; Η αναφερόμενη συχνότητα κυμαίνεται από 2.6 έως 49.4% ενώ όσον αφορά στην αιτιολογία τους παραμένουν αδιευκρίνιστοι οι μηχανισμοί που τα προκαλούν. Διάφορες θεωρίες έχουν διατυπωθεί (ανατομική, θεωρία της κόπωσης, ψυχοσωματική, υπερελαστικότητα αρθρώσεων) καμία όμως δεν είναι αποδεδειγμένη.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Τα περισσότερα παιδιά (90%) αναφέρουν πόνο και στα δύο πόδια ή πότε στο ένα και πότε στο άλλο κυρίως τη νύχτα (67%) ενώ σε ποσοστό μόλις 16% προκαλούν νυχτερινή αφύπνιση. Λιγότερο συχνά (11,5%) ο πόνος είναι ιδιαίτερα ισχυρός προκαλώντας κλάμα ή πιο έντονες αντιδράσεις.
Σε υψηλό ποσοστό που κυμαίνεται από 38 έως 78% εμφανίζονται τα άλγη μετά από έντονη δραστηριότητα, στοιχείο που ενισχύει τη θεωρία της μυϊκής κόπωσης, σε σημαντικό ποσοστό (36%) σχετίζονται με ταχεία αύξηση ύψους ενώ στο 53% εμφανίζονται τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Όσον αφορά το κλινικό προφίλ των παιδιών αυτών -με μία ελαφρά επικράτηση προσβάλλονται συχνότερα τα κορίτσια- το σωματικό τους βάρος είναι περίπου ίδιο με αυτό του γενικού πληθυσμού, κατά μέσο όρο το 5% έχει συνοδά ορθοπαιδικά προβλήματα, ενώ φαίνεται ότι σε υψηλότερο ποσοστό τα παιδιά αυτά κοιμούνται ανεπαρκώς.
Τέλος αναφέρεται θετικό οικογενειακό ιστορικό για αυξητικά άλγη στο 70%.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση των «αυξητικών αλγών» τίθεται αφού αποκλεισθούν όλα τα πιθανά αίτια πόνου με βάση το ιστορικό, την ενδελεχή φυσική εξέταση και τον περαιτέρω εργαστηριακό – απεικονιστικό έλεγχο εφόσον χρειάζεται.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στα παιδιά αυτά είναι η παρουσία σοβαρών παθολογικών καταστάσεων που προκαλούν άλγη τα οποία κακώς αποδίδονται στην αύξηση του σκελετού, διευκρινίζει ο κ. Πετράτος.
Με ποια κριτήρια γίνεται η διάγνωση των αυξητικών πόνων;
Με ιδιαίτερη σαφήνεια καταγράφηκαν από τον Peterson το 1986 και διακρίνονται σε αυτά που ενισχύουν και σε αυτά που αποκλείουν μια τέτοια διάγνωση.
Τα άλγη αυτά είναι συνήθως αμφοτερόπλευρα, έχουν διαλείποντα χαρακτήρα και εντοπίζονται στον πρόσθιο μηρό, τη γαστροκνημία ή/και την οπίσθια επιφάνεια του γόνατος. Εμφανίζονται αργά το απόγευμα ή προς το βράδυ και συνήθως απουσιάζουν την επόμενη μέρα το πρωί.
Συνοδεύονται από αρνητικά ευρήματα όσον αφορά τη φυσική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο.
Πόνος μόνιμος, προοδευτικά αυξανόμενος, ετερόπλευρος, εντοπισμένος σε άρθρωση ή σε οστό που συνοδεύεται από αντικειμενικά ευρήματα από τη φυσική εξέταση ή/και τον εργαστηριακό έλεγχο δεν μπορεί να είναι αυξητικός.
Υπάρχει θεραπεία για τους πόνους αυτούς και από ποιους εφαρμόζεται;
Εφαρμόζεται κυρίως από τους γονείς και περιλαμβάνει από απλή ανάπαυση και θερμά επιθέματα έως παυσίπονα, εντριβές με οινόπνευμα και κρέμες ή ακόμη και επίδεση του σκέλους.
Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις εφαρμόζονται χωρίς να υπάρχει κανένα επιστημονικό δεδομένο, ακόμη και γυψονάρθηκες ή και γυψεπίδεσμοι.
Οι «αυξητικοί πόνοι» δεν υποκρύπτουν κάποια επικίνδυνη κατάσταση και είναι τελείως αθώοι αλλά επειδή και πολλά άλλα νοσήματα προβάλλουν με οστικά άλγη απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από γονείς και γιατρούς προκειμένου να τεθεί με ασφάλεια η διάγνωση, καταλήγει ο κ. Δημήτρης Πετράτος.