Τέσσερα, διαφορετικά, βουλεύµατα (µε τελευταίο αυτό της PROBANK) κρίνουν ως «αντισυνταγµατικό» τον νόµο για την απιστία • Τι συµβαίνει µε τις υπόλοιπες υποθέσεις που βρίσκονται στα δικαστικά γραφεία • Ποια υψηλόβαθµα τραπεζικά στελέχη κάθονται σε αναµµένα κάρβουνα • Σχεδιάζεται(;) νέα ρύθµιση-πρόκληση για επέκταση των ευεργετικών διατάξεων σε ολόκληρο τον ιδιωτικό τοµέα!
Ρεπορτάζ ΠΈΤΡΟΣ ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ
Τείχος στο επιχειρούμενο ξέπλυμα δεκάδων τραπεζικών στελεχών που κατηγορούνται για κακουργηματικά αδικήματα και δη εκείνο της απιστίας, ορθώνουν οι δικαστές. Μέσα σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα τέσσερα δικαστικά συμβούλια, με διαφορετικές συνθέσεις, έκριναν ως αντισυνταγματικό τον Νόμο που ψηφίσθηκε από την κυβέρνηση της Νέας ∆ημοκρατίας, ο οποίος άνοιξε ειδικό παράθυρο στην ποινική μεταχείριση των τραπεζικών στελεχών αλλά και των επιχειρηματιών που κατηγορούνταν για το αδίκημα της απιστίας.
Βάσει των τροποποιήσεων στον Ποινικό Κώδικα, οι Τράπεζες θα έπρεπε να μηνύσουν (εντός τετραμήνου) τον ίδιο τους τον εαυτό προκειμένου να συνεχιστούν οι ανακρίσεις και οι εισαγγελικές έρευνες για μια σειρά από σκανδαλώδεις υποθέσεις. Τη στιγμή, λοιπόν, που μια σειρά από δικογραφίες θα κατέληγαν στον κάλαθο των αχρήστων, καθώς κανένα πιστωτικό Ίδρυμα δεν στράφηκε (με έγκληση) κατά των στελεχών του, η πλήρης ανατροπή έρχεται από τα δικαστικά συμβούλια τα οποία ζητούν από εισαγγελείς και ανακριτές να συνεχιστούν κανονικά οι έρευνες!
Υπόθεση PROBANK
Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα, όπως αποκαλύπτει η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ», αποτελεί η υπόθεση των θαλασσοδανείων της PROBANK για την οποία κατηγορούνται 70 τραπεζικά στελέχη για ζημία ύψους 64.000.000 ευρώ. Το αρμόδιο συμβούλιο με πρόεδρο τον Νίκο Ζαγοριανό έκρινε ως αντισυνταγματικό τον νέο νόμο ζητώντας την επιστροφή της δικογραφίας στην εισαγγελία προκειμένου να συνεχιστεί κανονικά η ποινική διαδικασία. Είχε προηγηθεί η απαλλακτική πρόταση προς το συμβούλιο, καθώς στο μεσοδιάστημα δεν κατατέθηκε μήνυση. Πλέον, όμως, η κατάσταση ανατρέπεται, καθώς με βάση το σκεπτικό του βουλεύματος, η ∆ικαιοσύνη οφείλει να διερευνήσει την υπόθεση στην ουσία της ανεξάρτητα εάν μεσολάβησε ο νόμος του Νοεμβρίου του 2019. Υπενθυμίζεται ότι βάσει της δίωξης την περίοδο 2004-2011 δόθηκε σωρεία δανείων σε διάφορες επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να σημειωθεί ζημία 64.000.000 ευρώ. Η υπόθεση της PROBANK δεν είναι η μοναδική η οποία καταδεικνύει ότι οι δικαστές δεν έχουν καμία διάθεση να «αμνηστεύσουν» τα τραπεζικά στελέχη που εμπλέκονται σε υποθέσεις των θαλασσοδανείων, καθώς προηγούμενη εβδομάδα ένα άλλο δικαστικό συμβούλιο είχε διατάξει τη συνέχιση της έρευνας για την υπόθεση των κομματικών θαλασσοδανείων!
Η ανατροπή
Πρόκειται για την υπόθεση την οποία είχε αποκαλύψει η «Μ» φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας την εισαγγελική πρόταση της κυρίας Αγγελικής Τριανταφύλλου, η οποία ζητούσε την απαλλαγή του συνόλου των κατηγορουμένων (τραπεζικών στελεχών αλλά και διευθυντών του ΠΑΣΟΚ και της Νέας ∆ημοκρατίας) εξαιτίας του γεγονότος ότι καμία από τις συστημικές Τράπεζες δεν δήλωσε ότι επιθυμούσε τη συνέχιση της έρευνας. Ωστόσο, βάσει του υπ’ αριθ. 2996/2020 βουλεύματος οι δικαστές κρίνουν ότι ο νόμος για την αμνηστία «είναι αντίθετος στο Σύνταγμα και στην ΕΣ∆Α», διατάσσοντας περαιτέρω κύρια ανάκριση για τα 97 στελέχη τραπεζών που κατηγορούνται για κακουργηματική απιστία και επτά στελεχών της Νέας ∆ημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που κατηγορούνταν για ηθική αυτουργία για δάνεια ύψους 428.000.000 ευρώ. Κατά την κρίση των τριών δικαστών του συμβουλίου (με πρόεδρο την Μαρία Χρυσού) «στην κρινόμενη περίπτωση η μη υποβολή δήλωσης συνέχισης της ποινικής διαδικασίας καθ΄ υποκατάσταση της έγκλησης, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.2 του νόμου 4637/2019 εκ μέρους των τραπεζών Πειραιώς , Εθνικής, Αττικής και Eurobank για τα αδικήματα της κακουργηματικής απιστίας κατά συναυτουργία και κατά μόνας άπαξ και κατ΄ εξακολούθηση, ουδέν ουσιαστικής ή και δικονομικής φύσης κώλυμα εγείρει ως προς την κατ΄ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης. Υπό την παραδοχή αυτή η υπό διερεύνηση ποινική δίωξη δεν άγεται σε οριστική παύση ένεκα έλλειψης έγκλησης ή και δήλωσης συνέχισης της ποινικής διαδικασίας… ως εκ τούτου θα πρέπει να διαταχθεί περαιτέρω κύρια ανάκριση προκειμένου η υπό κρίση ποινική δίωξη να διερευνηθεί κατ΄ ουσίαν». Σημειώνεται ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση κατηγορούνται 17 στελέχη της Τράπεζας Αττικής, 16 στελέχη της Τράπεζας Πειραιώς, 8 στελέχη της Εθνικής Τράπεζας ,20 στελέχη της Marfin, 30 της Αγροτικής Τράπεζας και έξι της Eurobank. Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά πρόσωπα, κατηγορούνται οι Αθανάσιος Σκορδάς, Μενέλαος ∆ασκαλάκης, Γιάννης Παπακωνσταντίνου, Άννα Πολυχρόνη, Τηλέμαχος Χυτήρης, Γιώργος Γεωργακόπουλος και Ανδρέας Μακρυπίδης. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι, όπως είχαμε αποκαλύψει, καμία από τις τρεις συστημικές Τράπεζες (Εθνική, Τράπεζα Πειραιώς και Eurobank) καθώς και η Τράπεζα Αττικής δεν καταδέχτηκε, παρά τη σχετική ενημέρωση που είχε από τον ανακριτή, να καταθέσει μήνυση μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της 19ης Απριλίου 2020.
Αγροτική
Είχαν προηγηθεί άλλα δύο διαφορετικά βουλεύματα τον περασμένο Ιούλιο (2147/2020 και 2165/2020) που αφορούσαν υποθέσεις της Αγροτικής Τράπεζας. Και τα δύο βουλεύματα καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη διάταξη της αμνηστίας είναι αντισυνταγματική καθώς, μεταξύ άλλων, παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Οι διατυπώσεις των βουλευμάτων είναι κατηγορηματικές σε ό,τι αφορά τις προθέσεις του νομοθέτη που έδωσε ειδικό μπόνους στα τραπεζικά στελέχη. «Η διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 β’ ΠΚ τόσο αυτοτελώς κρινόμενη όσο και σε συνδυασμό με το τεσσαρακοστό έκτο άρθρο της ΠΝΠ… είναι αντισυνταγματική (ως παραβιάζουσα τις αρχές της ισότητας, ως περιορίζουσα αδικαιολόγητα το δικαίωμα πρόσβασης στη ∆ικαιοσύνη, αλλά και ως υποκρύπτουσα συγκαλυμμένη αμνηστία) και για τον λόγο αυτό ανεφάρμοστη», με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην εξαλείφει από μόνη της η μη υποβολή έγκλησης ή δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας το αξιόποινο έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Η πρώτη υπόθεση αφορούσε διώξεις εις βάρος όλου του διοικητικού συμβουλίου της Αγροτικής Τράπεζας το 2006 (18 μέλη του τότε ∆.Σ. κατηγορήθηκαν για απιστία και ακόμη ένα στέλεχος για συνέργεια σε απιστία) για ζημιά πολλών εκατομμυρίων που, κατά το κατηγορητήριο, προκάλεσαν στην Τράπεζα δανειοδοτώντας υπό χρεοκοπία αγροτικό συνεταιρισμό. Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε επίσης στελέχη της τράπεζας αλλά και την «απροθυμία» τού ειδικού εκκαθαριστή, δηλαδή την εταιρεία που είχε αναλάβει την εκκαθάριση της Αγροτικής μετά τη διάσπασή της σε «καλή» και «κακή» τράπεζα, να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του για έγκληση. Και στις δύο περιπτώσεις το Συμβούλιο καλεί τους εισαγγελείς να προχωρήσουν στην ουσία των υποθέσεων, δηλαδή να υποβάλουν πρόταση για τη δίωξη των κατηγορουμένων, αγνοώντας τις αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες διατάξεις.
Τα τέσσερα συγκεκριμένα βουλεύματα αλλά και η υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που μετά την παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Βασίλη Πλιώτα, εξετάζεται στον Άρειο Πάγο για το εάν ορθώς παύθηκε η δίωξη για το αδίκημα της απιστίας, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου για αρκετές ακόμη υποθέσεις που βρίσκονται σε εισαγγελικά ή ανακριτικά γραφεία με δεκάδες «επώνυμους» κατηγορούμενους, τραπεζίτες και επιχειρηματίες. Οι περισσότεροι εξ’ αυτών αλλά και οι νομικοί τους συμπαραστάτες εκτιμούσαν ότι μετά την τροποποίηση του νόμου οι φάκελοι των δικογραφιών θα κατέληγαν στις καλένδες. Ποιες είναι αυτές οι υποθέσεις;
• Η υπόθεση της Τράπεζας Πειραιώς και της εταιρείας Libra του εφοπλιστή Λογοθέτη. Μετά την αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα και την άρνηση της Τράπεζας να καταθέσει έγκληση η ανακρίτρια που χειριζόταν την υπόθεση εξέδωσε τυπικές κλήσεις για τους κατηγορούμενους. Η υπόθεση πλέον βρίσκεται σε εισαγγελέα για την πρόταση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, χωρίς κανείς να γνωρίζει ποια θα είναι η ακριβής κατάληξη.
• Η υπόθεση των «θαλασσοδανείων» σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
• Η υπόθεση των ακινήτων της Τράπεζας Πειραιώς.
• Η υπόθεση με τα stockoptions της Εθνικής Τράπεζας.
• Η υπόθεση για τις διαγραφές δανείων των συστημικών τραπεζών.
Σχετικά άρθρα: Λογοθέτης: Ο εφοπλιστής που ομολόγησε το σκάνδαλο και η δικαίωση της “Μ”
Κατάθεση έγκλησης ή “ξέπλυμα”;
Η (πονηρή) σκέψη της κυβέρνησης για να καµφθεί το θέµα της αντισυνταγµατικότητας
Τη στιγμή που οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς αλλά και διεθνείς Οργανισμοί όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης (GRECO) κρίνουν ως αντισυνταγματική τη διάταξη για την κακουργηματική απιστία των Τραπεζιτών, στην κυβέρνηση υπάρχουν σκέψεις η κατέγκληση δίωξη να επεκταθεί στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα, ώστε το σύνολο των αδικημάτων της απιστίας που συντελείται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις να διώκεται μετά από έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως. Θεωρούν στην κυβέρνηση ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να περάσουν τον σκόπελο της αντισυνταγματικότητας και να μειώσουν το πολιτικό κόστος. Ωστόσο, μια τέτοια νομοθέτηση θα οδηγούσε εκατοντάδες υποθέσεις που βρίσκονται σήμερα στη Δικαιοσύνη στην αρχειοθέτηση και για ακόμη μια φορά θα ήγειρε το ζήτημα του σεβασμού της διάκρισης των εξουσιών και της καλής νομοθέτησης!
Απίστησε και ο ΣΥΡΙΖΑ!
Με την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα από τον ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν τις εκλογές του 2019 επήλθε μια καθοριστική αλλαγή στην ερμηνεία και την ποινική μεταχείριση του αδικήματος της απιστίας. Συγκεκριμένα, με την αλλαγή που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ στο άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα για την απιστία οδήγησε εκατοντάδες κατηγορούμενους για οικονομικά εγκλήματα στα «μαλακά» και εκτός φυλακής. Μια από τις αλλαγές στο εν λόγω άρθρο που έχει ειδικό βάρος σχετίζεται με την προκληθείσα ζημία από το αδίκημα της απιστίας. Το παλαιό άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα δίωκε όποιον «με γνώση ζημίωνε την περιουσία άλλου».
Με την τροποποίηση του ΣΥΡΙΖΑ για απιστία διώκεται όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης «προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου». Με την αναφορά σε «βέβαιη ζημία» η αποδεικτική τεκμηρίωση της τέλεσης του αδικήματος της απιστίας γίνεται πλέον πολύ πιο δύσκολη, ιδίως σε περιπτώσεις διαχειριστικών πράξεων που ενεργούνται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού ή υπό καθεστώς αβεβαιότητας π.χ. δανείων και επενδύσεων. Με απλά λόγια, με τη διατύπωση που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτείται πλέον αναμονή της εξέλιξης των γεγονότων, προκειμένου να μπορεί να γίνει ασφαλής διάγνωση της ζημίας. Π.χ. στην περίπτωση δανείων που έχουν δοθεί χωρίς εξασφαλίσεις θα πρέπει να βεβαιωθεί η μη καταβολή του κεφαλαίου στη λήξη για να διαπιστωθεί η βέβαιη ζημιά. Δεδομένου ότι η παραγραφή του αδικήματος είναι 20ετής και πολλά δάνεια έχουν πολύ μεγαλύτερο ορίζοντα λήξης, η διατύπωση που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί στην ατιμωρησία τους τραπεζίτες που χορήγησαν αυτά τα δάνεια.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί