«Το 2020 κλείνει για την ελληνική οικονομία, δυστυχώς, με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Η χώρα μας θα έχει μια από τις μεγαλύτερες υφέσεις στην Ευρώπη, αν όχι τη μεγαλύτερη. Οι πολίτες στην Ελλάδα βιώνουν τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος στην Ευρώπη, το ίδιο και οι χαμηλόμισθοι.Οι δυνατότητες επιβίωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εξασθενούν διαρκώς, καθώς βρίσκονται εγκλωβισμένες στη μέγγενη της έλλειψης ρευστότητας και της διαρκούς αύξησης των χρεών», τονίζει σε άρθρο της η βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Έφη Αχτσιόγλου.
Η κα Αχτσιόγλου, προσθέτει ότι «Το πολιτικά κρίσιμο, όμως, είναι να κατανοήσουμε ότι αυτή η συνθήκη που διαμορφώθηκε δεν ήταν αναπόφευκτη. Το αντίθετο. Η κυβέρνηση είχε στα χέρια της σειρά εργαλείων για να δράσει διαφορετικά: να δαπανήσει περισσότερα, σε διαφορετική κατεύθυνση και κυρίως έγκαιρα. Δεν το έκανε, παρά τις διαρκείς πιέσεις για μέτρα που θα υποστήριζαν το εισόδημα των πολιτών, τη ρευστότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τελικά θα συγκρατούσαν τη ραγδαία πτώση του ΑΕΠ».
Η κυβέρνηση, σημειώνει η κα Αχτσιόγλου, ουσιαστικά, με τις ιδεολογικές της εμμονές αρνήθηκε την αντικυκλική πολιτική: την αντιμετώπιση δηλαδή της κρισιακής κατάστασης στην οικονομία μέσω κρατικών δαπανών. Αυτή η στάση της κυβέρνησης, που έχει, φυσικά, βαθιά στρατηγικό χαρακτήρα, διαμόρφωσε μια συνθήκηπου δυναμιτίζει τις δυνατότητες για γρήγορη ανάκαμψη το 2021.
«Το χειρότερο όμως είναι ότι η κυβέρνηση αρνείται αλαζονικά να δει την αιτιακή σχέση που συνδέει τις πολιτικές της επιλογές με τα δραματικά αποτελέσματα στην οικονομία και εμφανίζεται απολύτως διατεθειμένη να συνεχίσει τα ίδια και χειρότερα το 2021. Υπάρχει εναλλακτική; Ασφαλώς και υπάρχει. Η χώρα εξακολουθεί να έχει δυνατότητες που προκύπτουν από το μαξιλάρι ασφαλείας, την πρωτόγνωρη ρευστότητα χάρη στο πρόγραμμα της ΕΚΤ, τα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης, την αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας», υπογραμμίζει.
«Το κρίσιμο είναι να υπάρξει μια συνολική στροφή στην οικονομική πολιτική, στην κατεύθυνση της στήριξης των δημοσίων δομών σε βασικά αγαθά (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση), της ενίσχυσης των μισθών και της προστασίας των σχέσεων εργασίας, της διευθέτησης του χρέους των επαγγελματιών, της στήριξης και ανανέωσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Μια τέτοια όμως αλλαγή παραδείγματος συνδέεται πλέον άρρηκτα με τη συνολική πολιτική αλλαγή», καταλήγει στο άρθρο της η κα Αχτσιόγλου.