Οι νέες ανακοινώσεις του Υπουργείου Απασχόλησης σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις που θα λάβουν χώρα από τις αρχές του 2022 αφορούν τον τρόπο χρηματοδότησης των επικουρικών συντάξεων, υπενθυμίζει η Alpha Bank σε ανάλυσή της για το ασφαλιστικό σύστημα.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Υπουργείου, το υπάρχον σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης επικουρικών συντάξεων του πρώτου πυλώνα θα λάβει τη μορφή ενός αμιγώς κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης προκαθορισμένων εισφορών, παραμένοντας στον πρώτο, δημόσιο πυλώνα.
Εκτός από τις δυσμενείς δημογραφικές προβλέψεις που απειλούν τη βιωσιμότητα του συστήματος, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση βασίζεται επίσης στην ανάγκη α)να σταματήσει σταδιακά η φορολογική επιβάρυνση έτσι ώστε να ελαφρυνθούν εργοδότες και εργαζόμενοι, αυξάνοντας την προσφορά και ζήτησης εργασίας και β)να δημιουργήσει πόρους προς όφελος της εθνικής οικονομίας προκειμένου να ενισχυθούν οι επιχειρηματικές επενδύσεις. Επιπρόσθετα, μια αποτελεσματική μεταρρύθμιση θα πρέπει να στοχεύει και στην αποκατάσταση της απολεσθείσας εμπιστοσύνης των νέων γενεών στο συνταξιοδοτικό σύστημα, αλλά και στην παροχή κινήτρων για τη μείωση της αδήλωτης εργασίας.
Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρχει σαφής εικόνα του δημόσιου κόστους κατά τη μεταβατική περίοδο. Οι απώλειες των εισφορών, η συνεπακόλουθη αύξηση του φορολογικού κόστους και του δημόσιου χρέους, καθώς και η δίκαιη και αποτελεσματική διαγενεακή και διαχρονική κατανομή του κόστους μετάβασης – δηλαδή η απάντηση στο ερώτημα ποιοι και σε τι βαθμό θα επωμισθούν το κόστος – αποτελούν καίρια ζητήματα τα οποία θα προκύψουν.
Το Υπουργείο Απασχόλησης ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιηθούν αναλογιστικές μελέτες που θα επικεντρωθούν στο “ακαθάριστο” δημοσιονομικό κόστος της μεταρρύθμισης. Επιπλέον, είναι σημαντικό η εφαρμογή της μεταρρύθμισης να συνδυασθεί με μία τακτική, επίσημη και πλήρη ενημέρωση των ασφαλισμένων για τις λεπτομέρειες του νέου επικουρικού συστήματος και την πορεία των εισφορών και των αποταμιεύσεών τους, η οποία θα ισχυροποιήσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των πολιτών στο ασφαλιστικό σύστημα.
Σημειώνεται ότι το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα στηρίζεται σε τρεις πυλώνες, τον πρώτο πυλώνα δημόσιων, υποχρεωτικών και κρατικών συντάξεων, τον δεύτερο πυλώνα εθελοντικών, ιδιωτικών επαγγελματικών ταμείων και τον τρίτο πυλώνα εθελοντικών, ιδιωτικών ατομικών κεφαλαίων. Δεδομένου ότι οι δημόσιες συντάξεις αποτελούν συχνά μεγάλο μέρος των κρατικών δαπανών, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και οι παραμετρικές αλλαγές είναι συχνά απαραίτητες για να διατηρηθούν τα συστήματα συνταξιοδότησης βιώσιμα και επαρκή, να καλύψουν τις οικονομικές απολαβές των γενεών που συνταξιοδοτούνται και να διασφαλίσουν την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών. Άλλωστε, ο σκοπός του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι να παρέχει προστασία από τον κίνδυνο φτώχειας στους ηλικιωμένους μετά το τέλος του εργασιακού τους βίου.
Στην Ελλάδα, αλλά και σε πλείστες άλλες χώρες, η δημόσια συνταξιοδότηση μέσω της κοινωνικής ασφάλισης έχει τη μορφή ενός αναδιανεμητικού συστήματος(PAYGO), υποδηλώνοντας ότι οι μισθολογικές εισφορές των εν ενεργεία εργαζόμενων καλύπτουν τις παροχές στους συνταξιούχων. Έτσι, το αναδιανεμητικό σύστημα βασίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών και ως εκ τούτου, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως τα ποσοστά γονιμότητας, η μακροζωία και η γήρανση του πληθυσμού, έχουν καθοριστικό ρόλο στο ύψος των παροχών. Στις συντάξεις αναδιανεμητικού τύπου, ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων – ο πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον απασχολούμενο πληθυσμό από 15 έως 64 ετών – είναι μια σημαντική παράμετρος για την επάρκεια των συντάξεων, υποδηλώνοντας ότι το σύστημα είναι ευάλωτο σε δημογραφικούς και μακροοικονομικούς κινδύνους. Στο μέλλον, η κάλυψη των συνταξιοδοτικών παροχών αναμένεται να παρουσιάσει ακόμα περισσότερες προκλήσεις για τους συνταξιούχους των επόμενων γενεών. Ως εκ τούτου, ριζικές δημογραφικές αλλαγές, όπως ο συνδυασμός της γήρανσης του πληθυσμού με την παρατεταμένη μακροζωία και τα χαμηλότερα ποσοστά γεννητικότητας, αποτελούν βασικούς παράγοντες χρηματοοικονομικών πιέσεων ή ελλειμμάτων στο δημόσιο συνταξιοδοτικό ταμείο.
Στην άλλη πλευρά του συνταξιοδοτικού φάσματος, στον δεύτερο και τρίτο πυλώνα, βρίσκονται τα επαγγελματικά και τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία αντιμετωπίζουν διαφορετικών ειδών προκλήσεις σε σχέση με το αναδιανεμητικό σύστημα. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες, ο δεύτερος και τρίτος πυλώνας συνταξιοδότησης δεν είναι τόσο ανεπτυγμένοι. Οι υψηλές εισφορές άλλωστε για το αναδιανεμητικό σύστημα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια επιλογής και ενός δεύτερου ή τρίτου συνταξιοδοτικού προγράμματος κατ’ επιλογήν του εργαζόμενου.
Που θα κριθεί το στοίχημα
Με δεδομένα τα παραπάνω, η επιτυχία της μεταρρύθμισης των επικουρικών συντάξεων μέσα από τη δημιουργία ενός κεφαλαιοποιητικού σκέλους προκαθορισμένων εισφορών και η υποστήριξή του στο συνταξιοδοτικό σύστημα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, βασική προϋπόθεση της επιτυχίας της προωθούμενης μεταρρύθμισης είναι η δημιουργία καλώς δομημένων, προσεκτικά διαχειριζόμενων και επαρκώς διαφοροποιημένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων.
Με εύρωστη οικονομία και ένα αποτελεσματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, η μεταρρύθμιση θα συμβάλει στη στήριξη της βιωσιμότητας και της επάρκειας του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ωστόσο, αν και η αναγγελθείσα μεταρρύθμιση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν επαρκεί για να επιλύσει τα ριζωμένα προβλήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα, ενώ δεν προωθεί παράλληλα και άλλες μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τον δεύτερο και τρίτο συνταξιοδοτικό πυλώνα. Έτσι, το συνταξιοδοτικό σύστημα παραμένει αντιμέτωπο με περαιτέρω προκλήσεις, οι οποίες εκτός από το δημογραφικό πρόβλημα, αφορούν και το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον, αλλά και το πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας.
Με τα παραπάνω ως δεδομένα, σκοπός της παρούσας μελέτης είναι α) να περιγράψει και να αναλύσει το υπάρχον σύστημα στην Ελλάδα, με βάση τους τρεις πυλώνες λειτουργίας του και να παρουσιάσει ένα συνοπτικό χρονικό των πιο πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, β) να τονίσει τον διαβρωτικό ρόλο του δημογραφικού προβλήματος και του γηράσκοντος πληθυσμού στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, γ) να δώσει παραδείγματα μεταρρυθμιστικών προσπαθειών από άλλες χώρες, δ) να παρουσιάσει τους παράγοντες που θα διαμορφώσουν το συνταξιοδοτικό κόστος στο μέλλον και ε) να αναδείξει τα υπόλοιπα υπάρχοντα προβλήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα, συνδέοντας τη βιωσιμότητά του και με άλλους μακροοικονομικούς παράγοντες, αλλά και την αγορά εργασίας.
Η Ελλάδα, ως χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου, γνώρισε σημαντικές δημογραφικές αλλαγές τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής αλλά και της μείωσης του ρυθμού νέων γεννήσεων. Το ποσοστό της ηλικιακής ομάδας άνω των 65 ετών στο συνολικό πληθυσμό αναμένεται να φτάσει στο 32.8% έως το 2070, ενώ ο δείκτης εξάρτησης των ατόμων άνω των 65 ετών προς τα άτομα ηλικίας 15-64 ετών, ο οποίος έχει ζωτικό ρόλο στη βιωσιμότητα του συστήματος, προβλέπεται να αυξηθεί από το 35 το 2019, στο 60 το 2070.