Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Δεύτερη δόση εμβολίου: Γιατί δεν πρέπει να την αποφύγουμε

Δεύτερη δόση εμβολίου: Η σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, σχεδιάστηκε έτσι ώστε να δείξει ποιες είναι οι επιδράσεις του εμβολίου σε μια σειρά παραμέτρους του ανοσοποιητικού συστήματος.Η δεύτερη δόση των εμβολίων κατά του κορονοϊού δεν πρέπει να παραλείπεται. Κι αυτό γιατί παράγει μια ισχυρή ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος παρέχοντας προστασία απέναντι σε ένα ευρύ φάσμα ιών.

Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, για τα εμβόλια mRNA.

«Παρά την απρόσμενη αποτελεσματικότητά τους, ελάχιστα γνωρίζουμε για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα εμβόλια RNA» επισημαίνει ο Μπαλί Πουλέντραν, καθηγητής Παθολογίας, Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας του Στάνφορντ.

Η σχετική μελέτη του που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, σχεδιάστηκε έτσι ώστε να δείξει ποιες είναι οι επιδράσεις του εμβολίου σε μια σειρά παραμέτρους του ανοσοποιητικού συστήματος.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος από εμβολιασθέντες με εμβόλιο RNA. Μετρήθηκαν αντισώματα, τα επίπεδα των πρωτεϊνών σηματοδότησης του ανοσοποιητικού και χαρακτήρισαν την έκφραση κάθε γονιδίου στο γονιδίωμα 242.479 ξεχωριστών τύπων και κατάστασης ανοσοκυττάρων.

«Η προσοχή του κόσμου έχει πρόσφατα εστιαστεί στα εμβόλια COVID-19, ιδιαίτερα στα νέα εμβόλια RNA», δήλωσε ο Πουλέντραν, σημειώνοντας παράλληλα πως «Είναι η πρώτη φορά που χορηγούνται εμβόλια RNA σε ανθρώπους και δεν έχουμε ιδέα πώς κάνουν αυτό που κάνουν, να προσφέρουν 95% προστασία έναντι του COVID-19».

Αχαρτογράφητη περιοχή

Παραδοσιακά, η κύρια ανοσολογική βάση για την έγκριση νέων εμβολίων ήταν η ικανότητά τους να επάγουν εξουδετερωτικά αντισώματα. Δηλαδή, εξατομικευμένες πρωτεΐνες που δημιουργούνται από ανοσοκύτταρα τα οποία ονομάζονται Β κύτταρα και τα οποία μπορούν να προσκολληθούν σε έναν ιό και να τον εμποδίσουν να μολύνει τα κύτταρά μας.

«Τα αντισώματα είναι εύκολο να μετρηθούν», δήλωσε ο Πουλέντραν. «Αλλά το ανοσοποιητικό σύστημα είναι πολύ πιο περίπλοκο από αυτό. Τα αντισώματα από μόνα τους απέχουν πολύ από την πολυπλοκότητα και το πιθανό εύρος προστασίας από το ανοσοποιητικό μας».

Ο Πουλέντραν και οι συνάδελφοί του αξιολόγησαν την εξέλιξη όλων των τύπων ανοσοκυττάρων που επηρεάζονται από το εμβόλιο ως προς τον αριθμό τους, τα επίπεδα ενεργοποίησής τους, τα γονίδια που εκφράζουν και τις πρωτεΐνες και τους μεταβολίτες που παράγουν και εκκρίνουν κατά τον εμβολιασμό.

Ένα βασικό συστατικό του ανοσοποιητικού συστήματος που εξετάστηκε ήταν τα Τ κύτταρα: πρόκειται για ανοσοκύτταρα που αναζητούν καi καταστρέφουν, χωρίς να προσκολλώνται σε σωματίδια του ιού, αντίθετα ανιχνεύουν κύτταρα των ιστών του σώματος, που φέρουν σημάδια ιογενών λοιμώξεων και μόλις τα βρουν, τα καταστρέφουν.

Επιπλέον, το έμφυτο ανοσοποιητικό σύστημα, ένα σύνολο κυττάρων πρώτης ανταπόκρισης, θεωρείται πλέον τεράστιας σημασίας. «Είναι η έκτη αίσθηση του σώματος», είπε ο Πουλέντραν, «των οποίων τα συστατικά κύτταρα είναι τα πρώτα που γνωρίζουν την παρουσία ενός παθογόνου στοιχείου. Χωρίς να ξεχωρίζουν τα παθογόνα στοιχεία, εκκρίνουν πρωτεΐνες σηματοδότησης σαν «αρχικό όπλο», ξεκινώντας την ανταπόκριση του προσαρμοστικού ανοσοποιητικού συστήματος, δηλαδή τα κύτταρα Β και Τ που επιτίθενται σε συγκεκριμένα είδη ή στελέχη ιών ή βακτηρίων. Το προσαρμοστικό ανοσοποιητικό σύστημα χρειάζεται μια εβδομάδα να αναλάβει, όμως μέχρι τότε, τα έμφυτα ανοσοκύτταρα εκτελούν το κρίσιμο καθήκον να κρατήσουν τις αρχικές λοιμώξεις μακριά, «καταβροχθίζοντας» ή εκλύοντας επιβλαβείς ουσίες, αδιάκριτα, σε ό, τι τους φαίνεται παθογόνο.

Τα εμβόλια RNA, λειτουργούν πολύ διαφορετικά από τα κλασικά εμβόλια που αποτελούνται από ζωντανούς ή νεκρούς παθογόνους μικροοργανισμούς, μεμονωμένες πρωτεΐνες ή υδατάνθρακες που εκπαιδεύουν το ανοσοποιητικό σύστημα από το μηδέν για το συγκεκριμένο παθογόνο και το διαγράφει. Τα εμβόλια RNA περιέχουν γενετικές συνταγές για την παραγωγή της πρωτεΐνης ακίδας που χρησιμοποιεί ο SARS-CoV-2 για να κολλήσει στα κύτταρα που μολύνει.

Με την έναρξη των εμβολιασμών, η Ιατρική του Στάνφορντ, επέλεξε 56 υγιείς εθελοντές και έλαβε δείγματα αίματος σε πολλαπλά χρονικά σημεία πριν και μετά την πρώτη και τη δεύτερη λήψη. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η πρώτη δόση αυξάνει τα επίπεδα αντισωμάτων όπως αναμενόταν, αλλά όχι τόσο όσο η δεύτερη. Αντίστοιχα, η δεύτερη δόση κάνει επίσης πράγματα που δεν κάνει κάν η πρώτη.

Νέα κατηγορία ανοσοκυττάρων

«Η δεύτερη δόση παρέχει σημαντικά ευεργετικά αποτελέσματα που υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά της πρώτης δόσης. Προκαλεί μια πολλαπλή αύξηση στα επίπεδα αντισωμάτων, μια καταπληκτική απόκριση των Τ-κυττάρων, και μια εντυπωσιακά ενισχυμένη έμφυτη ανοσοαπόκριση. Απροσδόκητα, δε, ιδιαίτερα η δεύτερη δόση, προκαλεί τη μαζική κινητοποίηση μιας πρόσφατα ανακαλυφθείσας ομάδας κυττάρων πρώτης ανταπόκρισης, που είναι συνήθως σπάνια και αδρανή», επεσήμανε ο Πουλέντραν.

Αυτά τα μονοκύτταρα πρώτης ανταπόκρισης, ένα μικρό υποσύνολο των μονοκυττάρων που εκφράζουν υψηλά επίπεδα αντιικών γονιδίων εντοπίστηκαν σε μια άλλη μελέτη του Πουλέντραν για τα εμβόλια. H οποία διαπίστωσε πως τα κύτταρα αυτά, δεν εμφανίζονται κατά την πραγματική λοίμωξη, εμφανίζονται όμως με τον εμβολιασμό.

Όπως τόνισε ο καθηγητής, «αυτή η ειδική ομάδα μονοκυττάρων, που αποτελούν μέρος του έμφυτου ανοσοποιητικού, αποτελούσε μόνο το 0,01% των κυττάρων αίματος πριν από τον εμβολιασμό. Αλλά μετά τη δεύτερη λήψη του εμβολίου, η ποσότητά τους αυξήθηκε 100 φορές και έφτασε να αντιπροσωπεύει το 1% του συνόλου των κυττάρων του αίματος. Επιπλέον, η διάθεσή τους έγινε λιγότερο φλεγμονώδης αλλά πιο έντονα αντιική. Φαίνονται μοναδικά ικανά να παρέχουν ευρεία προστασία έναντι διαφορετικών ιογενών λοιμώξεων.

Η δε ασυνήθιστη αύξηση της συχνότητας αυτών των κυττάρων, μόλις μια ημέρα μετά την αναμνηστική ανοσοποίηση, προκαλεί έκπληξη. Είναι πιθανό αυτά τα κύτταρα να είναι σε θέση να αναχαιτίσουν όχι μόνο τον κοροναϊό, αλλά και άλλους ιούς».

Στη συγγραφή της μελέτης μετείχαν επίσης, η Kari Nadeau καθηγήτρια Παιδιατρικής, Αλλεργίας και Ανοσολογίας, τον αναπληρωτή καθηγητή Βιοϊατρικής Πληροφορικής και Δεδομένων Πουρβές Κάτρι, ο ερευνητής Πραμπού Αρουνατσαλάμ, και ο αναπληρωτής καθηγητής του Εθνικού Κέντρου Ερευνών Γιέρκες στην Ατλάντα, Τόμας Χάγκαν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ