Το 2015, το Νόμπελ Ειρήνης αποφασίστηκε να απονεμηθεί, ενάντια στα δημοφιλή προγνωστικά, στην Τυνησία, η οποία αντίθετα με τις βλέψεις και τις επιδιώξεις της με την Αραβική Άνοιξη που απειλούσε επικίνδυνα να παρασύρει τη χώρα στο χάος, αποφάσισε να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο του διαλόγου και της ∆ημοκρατίας.
Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Το βραβείο δόθηκε στο National Dialogue Quartet, μια Συνομοσπονδία Οργανώσεων αποτελούμενη από συνδικαλιστές, εργοδότες, δικηγόρους και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «για την καθοριστική συμβολή του στην οικοδόμηση μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας στην Τυνησία μετά την Επανάσταση τoυ 2011».
Το National Dialogue Quartet ιδρύθηκε το 2013 και αποτελείται από τέσσερις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών της Τυνησίας, τη Γενική Ένωση Εργασίας, τη Συνομοσπονδία Βιομηχανίας, Εμπορίου και Χειροτεχνίας, τον Σύνδεσμο για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώματα και το Τάγμα των ∆ικηγόρων.
Συνασπισμός
Ο Συνασπισμός των τεσσάρων αυτών εθνικών οργανώσεων κατάφερε μάλιστα να αποκλείσει άλλες σημαντικές υποψηφιότητες, όπως της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ για τον ηγετικό της ρόλο στον τρέχοντα διάλογο για την προσφυγική κρίση, καθώς και του Πάπα Φραγκίσκου, του Αργεντινού Ποντίφικα που είχε εισαγάγει καινοτόμες μεταρρυθμίσεις στην Καθολική Εκκλησία.
Ξεκινώντας το 2011, τα τέσσερα μέλη του National Dialogue Quartet υπηρέτησαν ως ζωτικής σημασίας μεσολαβητές μεταξύ διαφόρων πολιτικών δυνάμεων της Τυνησίας, πιέζοντας ασταμάτητα για συμβιβασμό. Χωρίς τη συμβολή τους η πολιτική ηγεσία στην Τυνησία θα μπορούσε να μην είχε αντιδράσει συμβιβαστικά και συνεργατικά, οδηγώντας σε εκτροχιασμό τη δημοκρατική μετάβαση.
Μια μετάβαση που ήταν πραγματικό κατόρθωμα, καθώς οι περισσότερες χώρες της Αραβικής Άνοιξης -Λιβύη, Αίγυπτος, Υεμένη, Συρία- πλήττονταν από συγκρούσεις ή έτειναν σταθερά προς περισσότερο αυταρχισμό.
Το National Dialogue Quartet ιδρύθηκε περίπου δύο χρόνια μετά την πολιτική επανάσταση στην Τυνησία, η οποία ξεκίνησε όταν ο Mohamed Bouazizi, ένας απλός πολίτης, αυτοπυρπολήθηκε στις 17 ∆εκεμβρίου του 2010 μετά την κακομεταχείριση που υπέστη από την αστυνομία. Η αυτοθυσία του ήταν αποτέλεσμα της ταπείνωσης και της απελπισίας που βίωνε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού λόγω του αυταρχικού καθεστώτος και της οικονομικής δυσπραγίας.
Η υψηλή ανεργία, ο πληθωρισμός των τροφίμων, η διαφθορά, η έλλειψη πολιτικών ελευθεριών, όπως και της ελευθερίας του λόγου και οι κακές συνθήκες διαβίωσης αποτελούσαν μερικά από τα ενδεικτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο λαός της Τυνησίας.
Η αυτοθυσία του Mohamed Bouazizi λειτούργησε λοιπόν ως καταλύτης των μαζικών διαμαρτυριών υπέρ της ∆ημοκρατίας. Οι διαμαρτυρίες δεν άργησαν να εξαπλωθούν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Τυνησίας αλλά και ευρύτερα στον αραβικό κόσμο. Οι διαδηλώσεις αποτέλεσαν το πιο δραματικό κύμα κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής στην Τυνησία εδώ και τρεις δεκαετίες και κατέληξαν σε δεκάδες θανάτους και τραυματισμούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν το αποτέλεσμα της δράσης των αστυνομικών και των δυνάμεων ασφαλείας εναντίον των διαδηλωτών.
Οι μαζικές διαμαρτυρίες οδήγησαν τελικά, 28 μέρες αργότερα, στην αποπομπή του επί 23 χρόνια προέδρου Zine el-Abidine Ben Ali, ο οποίος τράπηκε σε φυγή προς τη Σαουδική Αραβία. Τα γεγονότα αυτά ακολούθησαν ένας ταχύς εκδημοκρατισμός της χώρας και η διεξαγωγή ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών, τις οποίες κέρδισε το ισλαμικό κόμμα Ennahda.
Ισλαμιστές
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κυβέρνηση επικρίθηκε για τη χαλαρή στάση της έναντι των ριζοσπαστών ισλαμιστών. Κατά συνέπεια, οι εντάσεις μεταξύ της ισλαμικής, στην πλειοψηφία της, κυβέρνησης της Τυνησίας και της αντιπολίτευσης αυξήθηκαν. Όταν το 2013 οι πολιτικοί της Αριστεράς Chokri Belaid και Mohamed Brahmi δολοφονήθηκαν, ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των μελών των ισλαμικών και των άλλων κοσμικών κομμάτων της χώρας, απειλώντας την εύθραυστη μετάβαση της Τυνησίας προς τη ∆ημοκρατία.
∆εδομένης της κρίσιμης κατάστασης, η Γενική Ένωση Εργασίας έκανε το πρώτο βήμα για τη διαμόρφωση μιας συμμαχίας της κοινωνίας των πολιτών, προσεγγίζοντας την τυνησιακή Συνομοσπονδία Βιομηχανίας, Εμπορίου και Χειροτεχνίας, η οποία μάλιστα θεωρούνταν ο ιστορικός της αντίπαλος. Αργότερα προσχώρησαν και ο Σύνδεσμος για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώματα και το Τάγμα των ∆ικηγόρων, δημιουργώντας τη Συνομοσπονδία του National Dialogue Quartet.
Τότε ήταν που το National Dialogue Quartet μεσολάβησε μεταξύ των διαφόρων πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών ομάδων της χώρας και ξεκίνησε συνομιλίες για εύρεση λύσης στο κλιμακούμενο πολιτικό αδιέξοδο. Πριν από τις πολιτικές συζητήσεις, οι πολιτικοί ηγέτες του κόμματος Ennahda επέμεναν ότι δεν θα εγκαταλείψουν την εξουσία. Μετά από μήνες διαμεσολαβήσεων και την επίμονη προσπάθεια της Συνομοσπονδίας, συμφωνήθηκε η διεξαγωγή εθνικού διαλόγου για την εύρεση λύσης, δεδομένου ότι η απογοήτευση και η αγανάκτηση του λαού για ουσιαστική αλλαγή διογκωνόταν. Τελικά, το 2014 ο πρωθυπουργός της ισλαμικής κυβέρνησης Ali Larayedh παραιτήθηκε και η Τυνησία πραγματοποίησε τις πρώτες ελεύθερες και δίκαιες, δημοκρατικές εκλογές, στις οποίες κέρδισε ο κοσμικός Beji Caid Essebsi.
Παρά τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετώπισε η Τυνησία, μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε με την επιμονή και τη χρήση δημοκρατικών διαύλων επικοινωνίας να θέσει τις βάσεις για μια εθνική αδελφότητα, παράδειγμα προς μίμηση για άλλες χώρες.
Ήταν όλα ρόδινα λοιπόν;
Όχι βέβαια. Στην πορεία, παρά την πολιτική πρόοδο, η χώρα δεν κατάφερε να επιτύχει απόλυτη ασφάλεια στο εσωτερικό της. Αυτό διαφαίνεται και από τις επιθέσεις που έγιναν τον Μάρτιο του 2015 όταν ένοπλοι εξτρεμιστές «χτύπησαν» το Μουσείο Μπαρντό στην Τύνιδα, αφήνοντας 22 νεκρούς, και τον Ιούνιο του ίδιου έτους όταν 38 άτομα -κυρίως Βρετανοί τουρίστες- σκοτώθηκαν σε άλλη ένοπλη επίθεση σε θέρετρο στην παραλία Sousse.
Μεταρρυθμίσεις
Στην Τυνησία υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα που έπρεπε ακόμα να γίνουν. Επιτυχημένες περιφερειακές εκλογές και κυρίως οικονομικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, που αποτελεί μια πραγματική μάστιγα για τη χώρα. Πράγματα που δεν έγιναν, καθώς στη χώρα υπάρχει υψηλό ποσοστό διαφθοράς, ευνοιοκρατίας και παρανομίας, που διατηρείται από το παλιό καθεστώς.
Η Τυνησία παρέμεινε ένα ανοιχτό πολιτικό εργαστήριο, όπου η ενθάρρυνση των τζιχαντιστικών ομάδων κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του κόμματος Ενάχντα, με πολλούς κήρυκες των Ουαχάμπι να μπαίνουν στη χώρα και να πείθουν νέους να ενταχθούν στη μάχη ενάντια στους εχθρούς του Ισλάμ και να υποστηρίξουν το ισλαμιστικό κόμμα, κάνει την κατάσταση στη χώρα από την οποία ξεκίνησε και η Αραβική Άνοιξη το 2011 να εξακολουθεί να είναι εύθραυστη και να μαστίζεται από οικονομικά δεινά, πολιτικές αντιπαραθέσεις και την απειλή του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, η επιδείνωση της ποιότητας ζωής, οι περικοπές του προϋπολογισμού που επέβαλε το ∆ιεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι κάκιστες κρατικές υπηρεσίες αύξησαν τη λαϊκή απογοήτευση. Η πανδημία όχι μόνο δεν βοήθησε στην αποκλιμάκωση της έντασης, αλλά πολλαπλασίασε τα προβλήματα, γονατίζοντας την οικονομία, που βασίζεται κυρίως στην τουριστική βιομηχανία. Λόγω της πανδημίας η Τυνησία είναι πλέον αντιμέτωπη με τεράστιες ελλείψεις, ιδίως οξυγόνου. Με 18.600 θανάτους εξαιτίας του COVID-19 επί συνόλου σχεδόν 570.000 κρουσμάτων, η αραβική χώρα των 12 εκατομμυρίων κατοίκων καταγράφει έναν από τους χειρότερους επίσημους δείκτες θνητότητας στον κόσμο. Έτσι, τις τελευταίες ημέρες πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις στην Τύνιδα και σε 14 πόλεις, κυρίως στην κεντρική και νότια χώρα που μαστίζεται από την ανεργία των νέων και την ακραία φτώχεια.
Σε αρκετές περιπτώσεις, οι ειρηνικές συγκεντρώσεις γρήγορα εξελίχθηκαν σε βίαια επεισόδια, με τις μολότοφ να πέφτουν βροχή και τους νέους να πυρπολούν ελαστικά, να καταστρέφουν κτίρια και να λαφυραγωγούν καταστήματα.
Οι μαζικές αυτές διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης για τον τρόπο που χειρίστηκε την πανδημία και η βίαιη αντιμετώπισή τους από τις Αρχές οδήγησαν τον πρόεδρο της χώρας να αποπέμψει τον πρωθυπουργό, να αναστείλει τη λειτουργία της Βουλής και να αναλάβει ο ίδιος την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, δρώντας εναντίον κυρίως της βασικής συνιστώσας της κυβέρνησης, του ισλαμικού κόμματος Κίνημα Αναγέννησης ή Ενάχντα, το οποίο από την πλευρά του κατήγγειλε «πραξικόπημα» από τον αρχηγό του κράτους. Μια απόφαση που αναμένεται να τροφοδοτήσει τόσο τις πολιτικές όσο και τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Ένα βασικό στοιχείο που προβληματίζει είναι πως το πρώην κυβερνών κόμμα έχει διαχρονικά καλές σχέσεις με την Τουρκία, επηρεάζοντας τη χώρα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Επομένως, η αντικατάσταση του πρωθυπουργού αφορά και τον Ταγίπ Ερντογάν, από τη στιγμή που χάνει ένα πολύτιμο μέλος του «ισλαμικού τόξου».
Βέβαια, ακόμα δεν είναι σαφές αν ο πρόεδρος της Τυνησίας θα επιλέξει πρωθυπουργό από άλλο πολιτικό χώρο ή τεχνοκράτη και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να προεξοφληθεί ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές διεργασίες και εξελίξεις θα επιδράσουν στη γεωπολιτική τοποθέτηση της χώρας. Επίσης, ένας ακόμη παράγοντας αβεβαιότητας είναι αν τελικά και πότε θα προκηρυχθούν εκλογές, καθώς και το εύρος των αρμοδιοτήτων που θα έχει νέα κυβέρνηση.
Η κρίση στην Τυνησία αναμένεται να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στη Μεσόγειο, καθώς η Άγκυρα βλέπει ότι σε όλη τη Μέση Ανατολή το κίνημα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας έχει χάσει την επιρροή του και ανατρέπεται σιγά σιγά, με συνέπεια να χάνει ερείσματα και επιρροή και ταυτόχρονα να στερεί τη φιλοτουρκική λιβυκή κυβέρνηση Νταμπέιμπα και λοιπούς φίλους της Μ.Α. στη Λιβύη από ερείσματα εκεί.
Ωστόσο, έπειτα από αυτούς τους πολλούς μήνες πολιτικού αδιεξόδου και την κορύφωση της πανδημίας, η χώρα πρέπει να αποδείξει τώρα ότι μπορεί να διδαχθεί από το παρελθόν και να χτίσει ένα ισχυρότερο μέλλον.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί