Φέρνοντας στο μυαλό σου το Αφγανιστάν δεν μπορείς παρά να σκεφτείς έναν τόπο με σκληρές απάτητες κορυφές, γκρεμούς, μικρές κοιλάδες και οροπέδια, σπηλιές, κλεισούρες και βάραθρα. Έναν σκληροτράχηλο τόπο φτιαγμένο για ανταρτοπόλεμο.
Νίκου Βασιλειάδη
Δεν είναι παράξενο πως από τα αρχαία χρόνια πολύ προτού φτάσουν εκεί οι μακεδονικές φάλαγγες του «Ισκαντέρ» Μεγάλου Αλέξανδρου, όλοι οι επίδοξοι κατακτητές της χώρας απέτυχαν αφήνοντας βαρύ τίμημα αίματος στις κακοτράχαλες χαράδρες της Βακτριανής.
Και σήμερα, ύστερα από έναν πόλεμο που κρατά σχεδόν τρεις δεκαετίες, οι δύο μεγαλύτερες στρατιωτικές υπερδυνάμεις του πλανήτη, με όλα τα υπερσύγχρονα οπλικά τους συστήματα, ακολούθησαν την μοίρα εκείνων που θέλησαν να την υποτάξουν και ομολογούν πως ήταν άφρονα πράξη η εισβολή στο έδαφος του Αφγανιστάν.
Η Μόσχα στη δεκαετία του 1980 και η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της στις μέρες μας.
Για όσους θέλησαν να το καθυποτάξουν, από τους Αχαιμενίδες του Δαρείου ως τους καβαλάρηδες Μογγόλους και από τους βρετανούς ερυθροχίτωνες «redcoats» ως τους επίλεκτους σοβιετικούς αλεξιπτωτιστές και τους αμερικανούς κομάντος, το Αφγανιστάν έγινε νεκροταφείο αυτοκρατοριών, όπου ακόμη και η πιο ασυναγώνιστη ισχύς αναγκάστηκε να πληρώσει βαρύ τον φόρο αίματος.
Η σύγχρονη ιστορία των πολέμων αρχίζει με τα «κόκκινα παλτά», τους Εγγλέζους και τους τρεις αγγλοαφγανικούς πολέμους, που τελείωσαν το 1919 και τον «χρυσό αιώνα» της χώρας ως το αναίμακτο πραξικόπημα του 1973, που ανέτρεψε τον δημοφιλή βασιλιά Ζαχίρ Καν.
Λίγο αργότερα το Κρεμλίνο παγιδευμένο από την αμερικανική CIA, αποφασίζει να εισβάλλει στη χώρα και επιχειρεί να επιβάλει με τα όπλα ένα «σοσιαλιστικό» σύστημα. Η εισβολή στο Αφγανιστάν ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1979 και αρχικά οι σοβιετικοί στρατηγοί θεωρούσαν ότι η επιχείρηση στο Αφγανιστάν θα είναι σύντομης διάρκειας και εύκολη. Ωστόσο, γρήγορα μετατράπηκε σε έναν παρατεταμένο και εξαντλητικό πόλεμο.
Αρχικά οι ρώσοι ενεπλάκησαν σε μάχες με μια χούφτα φανατικών πολεμιστών, αλλά φτάνοντας στο 1989, πολεμούσαν ήδη από καιρό απέναντι σε έναν καλά οργανωμένο ανταρτικό στρατό, τον οποίο υποστήριζαν οι ΗΠΑ, η Δύση, αραβικές χώρες, ακόμη και η Κίνα. Κανένα αντιστασιακό κίνημα σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε λάβει τόσο μεγάλη βοήθεια από το εξωτερικό.
Μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών το 1989 όπου στα εννέα χρόνια πολέμου, σκοτώθηκαν τουλάχιστον 14.000 σοβιετικοί στρατιώτες και περίπου 50.000 τραυματίστηκαν, στους εμφυλίους των πολέμαρχων, που ακολούθησαν, χιλιάδες άνθρωποι χάθηκαν ώσπου το 1995- 1996, εισβάλλουν στη χώρα οι Ταλιμπάν, τα φανατισμένα παπαδοπαίδια, νεαροί πρόσφυγες σπουδαγμένοι στους «μεντρεσέδες», τα σουνιτικά ιεροδιδασκαλεία του Πακιστάν.
Ήταν οπλισμένοι και εκπαιδευμένοι από τις μυστικές υπηρεσίες της Μπεναζίρ Μπούτο, θρεμμένοι χάρη στη βοήθεια και τα δισεκατομμύρια της αμερικανικής CΙΑ.
Όμως η αποφράδα 11η Σεπτεμβρίου του 2001 άλλαξε το σκηνικό και οι ΗΠΑ αποφασίζουν να δώσουν ένα καλό μάθημα στους Ταλιμπάν σε απάντηση των επιθέσεων της Αλ Κάιντα στους δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη.
Η επίθεση παρουσιάστηκε μάλιστα όχι μόνο ως επιχείρηση για την εξόντωση του Μπιν Λάντεν αλλά και για την ανατροπή των Ταλιμπάν, που είχαν επιβάλει καθεστώς τρόμου με την καθιέρωση του ισλαμικού νόμου. Παρουσιάστηκε ως εισβολή για την «απελευθέρωση» και την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με ρεπορτάζ να πλημμυρίζουν για την όντως απεχθή θέση των γυναικών στη χώρα, που ήταν υποχρεωμένες να φορούν την κατάπτυστη μπούργκα.
Με την εισβολή και τη συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους έπεσαν στην ίδια παγίδα που είχαν στήσει 30 χρόνια νωρίτερα στους Ρώσους. Οι Ταλιμπάν, όπως και οι μουτζαχεντίν και οι αρχαίοι πρόγονοί τους, δεν πολεμούν ποτέ σε μάχες εκ παρατάξεως. Χάνονται στα βουνά τους και χτυπούν ξαφνικά, παλαιότερα μόνο σε ενέδρες γύρω από τις πόλεις, χωρίς απώλειες. Το σημαντικότερό τους όπλο είναι ότι ξέρουν να υπομένουν και να περιμένουν. Μέχρι να νικήσουν. Όπως και έγινε.
Ήταν αυτή ακριβώς η άγνοια των Αμερικανών, που τους έκανε να νομίζουν ότι θα μπουν στο Αφγανιστάν και θα αλλάξουν με τα όπλα αιώνες ιστορίας μέσα σε λίγους μήνες, σημειώνει σε ανάλυσή της η Washington Post.
«Θεωρήσαμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος μάς έβλεπε όπως εμείς βλέπαμε τον εαυτό μας. Και πιστέψαμε ότι μπορούσαμε να διαμορφώσουμε τον κόσμο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή μας, χρησιμοποιώντας τα όπλα μας και τα λεφτά μας» δήλωσε στην Washington Post ο αμερικανός αντισυνταγματάρχης εν αποστρατεία Τζέισον Ντέμπσι, ο οποίος πολέμησε σε δύο περιόδους τους Ταλιμπάν.
«Και οι δύο αυτές υποθέσεις, αγνόησαν την αφγανική κουλτούρα, την πολιτική και την ιστορία. Και οι δύο ήταν εντελώς λανθασμένες» πρόσθεσε.
Η προσπάθεια της Δύσης να επιβάλλει μία νέα αφγανική κυβέρνηση και ένα Σύνταγμα φτιαγμένο κατά τα δυτικά πρότυπα, χωρίς την πρόβλεψη για το τι ήταν βιώσιμο και τι μπορούσε να λειτουργήσει στο Αφγανιστάν, πηγαίνοντας κόντρα στις αφγανικές παραδόσεις και την ιστορία, αποδείχθηκε το μοιραίο λάθος της Δύσης και των Αμερικανών που τώρα πια αντικρίζουν την δεύτερη μετά το Βιετνάμ μεγαλύτερη ήττα της σύγχρονης πολεμικής τους ιστορίας.
Η κυβέρνηση και οι αφγανικές ένοπλες δυνάμεις που προσπάθησαν να θωρακίσουν επί δύο δεκαετίες οι Αμερικανοί, ξοδεύοντας 100 δισ. δολάρια, κατέρρευσε μέσα σε λίγες εβδομάδες χωρίς αντίσταση από μια ομάδα ανθρώπων που η κουλτούρα τους και η φανατική τους πίστη στο Ισλάμ που τους ενώνει και τους δίνει κίνητρο, ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι τον τελευταίο. Και για αυτό ακέραια την ευθύνη έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δύση.
Οι Ταλιμπάν όπως και η Αλ Κάιντα δεν είναι παρά ο «Φρανκεστάιν» που δημιούργησαν και εξόπλισαν οι ΗΠΑ στον πόλεμο κατά των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ‘80.
“Αυτοί (το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ) θα έπρεπε να έχουν παραδεχθεί νωρίτερα ότι απέτυχαν.
Η αμερικανική εκστρατεία ήταν μια αποτυχημένη επιχείρηση από την αρχή, καθόσον όπως και σε πολλά άλλα παρόμοια σχέδια, στην καρδιά της βρίσκονταν η υπερβολή μιας απειλής και κακώς προσδιορισμένες γεωπολιτικές ιδέες. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν μη ρεαλιστικές απόπειρες εκδημοκρατισμού μιας κοινωνίας που αποτελείται από πολλές φυλές”, τόνισε ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μιλώντας για την επικράτηση των Ταλιμπάν, ενθυμούμενος το δικό του πάθημα όταν ανέβηκε στην εξουσία, την άνοιξη του 1985 και βρήκε μια χώρα εξαντλημένη οικονομικά, σε τέλμα στο Αφγανιστάν και ανίκανη να συνεχίσει την κούρσα των εξοπλισμών.
Τώρα οι Ταλιμπάν προετοιμάζονται για την εξουσία προσπαθώντας να δείξουν ότι τα πράγματα θα είναι διαφορετικά αυτή τη φορά, όμως ο φόβος και ο τρόμος κυριαρχεί σε κάθε τμήμα της αφγανικής κοινωνίας.
Η ιστορία του Αφγανιστάν δείχνει ότι το βασικό πρόβλημα κάθε κυβέρνησης ήταν και θα παραμείνει η διαμόρφωση μιας κεντρικής εξουσίας που να μην περιορίζεται στην πρωτεύουσα και τα αστικά κέντρα αλλά να μπορεί να διαχειρίζεται μια χώρα που αποτελείται από πολλές εθνότητες και όπου οι δεσμοί στο εσωτερικό φυλών και φατριών είναι πιο ισχυροί από τις τυπικές νομικές σχέσεις.
Αλλά όπως οι πρώτες μέρες της «αλλαγής» δείχνουν οι Ταλιμπάν, έχουν πάρει το μάθημά τους από την προηγούμενη φορά που κατείχαν την εξουσία στην χώρα.
Οι διακηρύξεις τους ότι παρέχουν αμνηστία σε κρατικούς λειτουργούς προσπαθούν να καθησυχάσουν τους φόβους για τυχόν κύμα εκδικητικότητας, ενώ οι δηλώσεις τους ότι δεν θα αντιταχθούν σε διάφορες μορφές παρουσίας των γυναικών πάντα μέσα στα πλαίσια της Σαρίας απευθύνονται και στη διεθνή κοινότητα.
Στην πρώτη τους τηλεοπτική συνέντευξη υποστήριξαν πως δεν επιθυμούν εσωτερικούς ή εξωτερικούς εχθρούς και ότι στοχεύουν σε ειρηνικές σχέσεις με άλλα κράτη, με τον εκπρόσωπό τους, Ζαμπιχουλάχ Μουτζαχίντ, να προσπαθεί να δημιουργήσει ένα συναινετικό προφίλ και να εξωραΐσει την εικόνα τους.
Μέλημά τους η προσπάθεια να αναζωογονήσουν την οικονομία και να διασφαλίσουν την ευημερία στη χώρα , ώστε να βγει το Αφγανιστάν από την κρίση . «Το έθνος μας είναι ένα μουσουλμανικό έθνος είτε τώρα είτε προ 20 ετών, αλλά όσον αφορά την ωριμότητα υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του τώρα και ημών 20 χρόνια πριν».
Είναι όμως έτσι; Οι Ταλιμπάν μπορεί να είναι η νέα πραγματικότητα στο Αφγανιστάν, αλλά όχι και τόσο νέα. Δείγματα γραφής τους από την εποχή που βρίσκονταν στην εξουσία είναι πέρα πάσης φαντασίας και περιγραφής για όσους ζουν σε δυτική χώρα. Τις περισσότερες φορές αυτή η πραγματικότητα περιγράφεται με τη λέξη «μεσαίωνας».
Την επιστροφή αυτού του μεσαίωνα φοβούνται όλοι παρότι οι πρώτες αυτές μέρες χαρακτηρίζονται από μια σχετική αυτοσυγκράτηση που έχουν επιδείξει τα νέα αφεντικά του Αφγανιστάν. Η Δύση προειδοποιεί ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για συμπεράσματα αφού με το που θα φύγουν οι πολίτες της Δύσης από τη χώρα και ατονήσει η διεθνής προσοχή γύρω από τα συμβαίνοντα μέσα στη χώρα, οι ισλαμιστές δεν θα καθυστερήσουν να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο.
Κομβικό ρόλο σε όλη αυτή τη νέα κατάσταση τώρα πια θα διαδραματίσει η Τουρκία η οποία θέλει να είναι μία από τις χώρες που μπορούν να διαδραματίσουν θετικό ρόλο στη διασφάλιση της ενότητας και της ειρήνης στο Αφγανιστάν και προσπαθεί να κρατήσει ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας με τους Ταλιμπάν μέσω του Πακιστάν και του Κατάρ.
Ήδη μιλώντας στον Independent, ο Μουλάς Μουχάμαντ Γιακούπ, υψηλόβαθμο στέλεχος των Ταλιμπάν και γιος του πρώην ηγέτη τους Μουχάμαντ Ομάρ, δήλωσε ότι οι Ταλιμπάν βλέπουν την Τουρκία ως σύμμαχο και όχι ως εχθρό.
«Ζητάμε από τον Ερντογάν να μας σέβεται. Η Τουρκία είναι μια χώρα που φιλοξενεί πολλούς Αφγανούς και θέλουμε να δημιουργήσουμε στενές σχέσεις. Βλέπουμε την Τουρκία όχι ως εχθρό, αλλά ως σύμμαχο» και στο το ίδιο μήκος κύματος και ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Σουχέιλ Σαχίν, ο ποίος δήλωσε ότι «η Τουρκία για εμάς είναι αδελφική χώρα. Είναι ωραίο που μία αδελφική χώρα βρίσκεται στο πλευρό μας. Θέλουμε καλές σχέσεις με την Τουρκία. Θέλουμε να είμαστε κοντά στην Τουρκία για να έχουμε οικονομική βοήθεια ή άλλη συνεργασία».
Τα μηνύματα των δύο στελεχών των Ταλιμπάν μπορεί να θεωρηθούν και η απάντηση στις γέφυρες που προσπαθούσε να ρίξει το προηγούμενο διάστημα ο Ερντογάν προς τους ακραίους Αφγανούς ισλαμιστές, σε μία προσπάθεια του να κάμψει τις όποιες αντιρρήσεις τους για την παρουσία όλων των ξένων δυνάμεων στο Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένων και των τουρκικών.
Ο Ερντογάν είχε δηλώσει τότε ότι η θέση της Τουρκίας στο Αφγανιστάν είναι διαφορετική καθώς βρίσκεται εκεί ως φίλη χώρα και όχι με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις, όπως οι υπόλοιπες χώρες. Προχώρησε μάλιστα ένα βήμα παραπέρα και δήλωσε ότι η Τουρκία και οι Ταλιμπάν δεν έχουν διαφορές σε θέματα θρησκευτικής πίστης, θέση που προκάλεσε αντιδράσεις εντός της Τουρκίας, καθώς αρκετοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να υπενθυμίσουν στον πρόεδρο Ερντογάν ότι το πιο μετριοπαθές τουρκικό Ισλάμ δεν έχει τίποτα κοινό με τους φανατικούς Ταλιμπάν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στο νεκροταφείο των αυτοκρατοριών συνιστούν μια μεγάλη ήττα για της ΗΠΑ και την Δύση.
Ήττα τόσο στο επίπεδο του συμβολισμού όσο και σε αυτό της πολιτικής ουσίας. Ο “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” και η εισβολή στο Αφγανιστάν που ξεκίνησαν οι Αμερικανοί με τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, πέτυχαν βέβαια την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν (που υπήρξε δημιούργημά τους) και τον δραστικό περιορισμό της Αλ Κάιντα αλλά μέχρι εκεί και τίποτε παραπάνω. Ύστερα από 20 χρόνια στρατιωτικής κατοχής, 2.400 Αμερικανούς στρατιώτες νεκρούς κι ένα συνολικό οικονομικό κόστος που ξεπερνάει το ένα τρισεκατομμύριο, οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν κατάφεραν να περιθωριοποιήσουν τους Ταλιμπάν, αλλά τελικά ηττήθηκαν στρατιωτικά από αυτούς.
Αποχωρούν χωρίς να έχουν εξασφαλίσει και το παραμικρό είτε στις οργανωμένες δυνάμεις της αφγανικής κοινωνίας είτε την επιρροή τους στη νέα τάξη πραγμάτων της ασιατικής χώρας.
Η περίφημη διαδικασία του “χτισίματος” των δημοκρατικών θεσμών απέτυχε σε τέτοιο βαθμό ώστε κανείς πια δεν πιστεύει πως η Αμερική θα επιχειρήσει ξανά ανάλογο εγχείρημα. Η Καμπούλ έγινε μία επανάληψη της Σαϊγκόν γιατί οι μαχητές του αφγανικού υπό τις οδηγίες και την βοήθεια των ΗΠΑ στρατού θεώρησαν ότι δεν άξιζε να θυσιαστούν για μια διεφθαρμένη και ξένη προς τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους κυβέρνηση. Με όποιον τόπο κι αν έφευγαν οι Αμερικανοί, οι Αφγανοί σύμμαχοί τους θα κατέρρεαν πολύ γρήγορα. Όπως το ίδιο γρήγορα πια καταρρέει ο μεγάλος αμερικανικός αιώνας που οραματίστηκε για τις ΗΠΑ το 1941 o Henry Luce στο περιοδικό Life.
Όπως Δημοσιεύθηκε στην ΜΠΑΜ της Κυριακής 22/8/21