Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός, ο οραματιστής, ο μπροστάρης σε κάθε νεύμα της Ιστορίας, «σε κάθε νεύμα από το ‘‘μέσα’’ του κόσμου», όπως έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο δρων πολίτης. Ο μουσικός και ο πολιτικός.
Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Ο Μίκης δεν έγραψε απλώς πολύ καλά τραγούδια που αγαπήθηκαν βαθιά, αλλά δημιούργησε στην ουσία έναν νέο πολιτισμό
Η γενιά μου γνώρισε τον Μίκη ως τον απαγορευμένο συνθέτη, τον μουσικό που για κάποιο λόγο που δεν μας εξηγούσαν οι «μεγάλοι» γιατί δεν μπορούσες να τραγουδήσεις, να ακούσεις, να μιλήσεις γι’ αυτόν. Κάθε φορά που ένας δίσκος του έμπαινε στο ξύλινο έπιπλο πικάπ, η φωνή χαμήλωνε και τα συνωμοτικά βλέμματα συναντιούνταν σε μια σιωπηρή συμφωνία που φανέρωνε τη λαχτάρα για την έξοδο από ένα δυστοπικό και ομιχλώδες παρόν.
Και ύστερα μετά το ’74, μαζί με τη δημοκρατία ο Μίκης έγινε ο πατέρας της γενιάς μας! Μιας γενιάς που γαλουχήθηκε από τα τραγούδια και τη μουσική του.
Μάθαμε να ρωτάμε τις κοπέλες του Άουσβιτς και του Νταχάου αν είχαν δει την αγάπη μας. Αναστενάζαμε για τη Φτωχογειτονιά, εκεί στη σκάλα των δακρύων, όταν το φεγγάρι μάγια μάς έκανε, προχωρώντας μέσα στη νύχτα, χωρίς να γνωρίζουμε κανέναν. Αλλά δεν ήμασταν μόνοι… Ήμασταν δυο, ήμασταν τρεις, ήμασταν 1.013… Όταν μύριζε θυμάρι, κοιτάζαμε ψηλά, να δούμε τον κόκκινο ουρανό… με δυο μωρά στην αγκαλιά. Τα νανουρίζαμε με τον λύχνο του άστρου. Ανοίγαμε το στόμα και πλημμύριζε από της αγάπης τα αίματα κάτω από τον ήλιο της ∆ικαιοσύνης…
Ο Μίκης έγινε ο δικός μας άνθρωπος που έλειπε στην ξενιτιά και γύρισε κοντά μας για να μας χαρίσει ό,τι στερηθήκαμε -και που η γενιά μου λόγω ηλικίας δεν γνώριζε- τα σκληρά, πέτρινα χρόνια της δικτατορίας. Έφηβοι που νιώθαμε τα πρώτα σκιρτήματα της δημοκρατίας μέσα από τους στίχους του, ενώ από τα χέρια του κρεμόταν το μπλε αλλά και όλα τα χρώματα της ελληνικής γης. Τα μάτια του να πετάνε σπίθες και η φωνή του να γίνεται φωνή μας. Σαν βράχος στο κύμα που δεν λυγάει, δεν λιγοψυχάει, δεν παραδίδεται, σαν αέρας ορμητικός που μας σπρώχνει προς την έφοδο στον ουρανό.
Το όνομά του συνυπάρχει ακατάστατα με τις πρώτες μου μνήμες από αυτή την εποχή. Τους πιο πολλούς μουσικούς τους άκουγα στο σπίτι με το μικρό τους όνομα ή με το όνομα και το επίθετό τους. Μόνο ο Θεοδωράκης ήταν πάντα σκέτο, ο «Θεοδωράκης»! Νιώθω ακόμη μέσα μου αυτή την απορία: πώς αυτό το όνομα προξενούσε στους πάντες σεβασμό, θαυμασμό και απόλυτη αποδοχή. Έπεφτε σαν βαρίδι! Έτσι πέρασε και στη συνείδησή μου. Ο ξεχωριστός, ο αγαπημένος, ο μπροστάρης.
Ο άνθρωπος που η μουσική του μέσα από τους πολύμορφους, αντισυμβατικούς χτύπους πολεμά για να δώσει μια πιο ευρύχωρη εικόνα του κόσμου που την περιβάλλει. Να φτιάξει ένα σημείο στίξης, μια άνω τελεία, για να αισθανθείς: το δάκρυ κάτω από τις ανθισμένες κερασιές, τη διστακτικότητα και το άγχος ενός πικάπ πάνω από χαραγμένες μνήμες βινυλίου, την οικειότητα πλάι σε έναν ξένο. Για να αισθανθείς την πραγματικότητα με την ακρίβεια του απερίγραπτου, απαλλαγμένος από τους στενόχωρους κόμπους του συγκεκριμένου.
Τραγούδια που μόνο αυτά μπορούσαν να αποτυπώσουν την αναγκαία γλώσσα έκφρασης μέσα σε ένα σύμπαν έντονης πνευματικής ανησυχίας. Εφηβικής ανησυχίας. Ένα χάος ανθρώπινης γεωγραφίας. Που μην το μετράτε σαν αδυναμία. Αλλά ως μια στιβαρή, άνευ φανατισμού, φυσική και ρομαντική αναρχία. Ένας τρόπος έκφρασης της μοναδικότητας του χώρου και του τόπου. Της οριστικής δικαίωσης της διαφορετικότητας, και ταυτόχρονα της οριστικής αναίρεσής της, μέσα από την αυτόματα κατακτημένη ισότητα της μοναδικότητας!
Εθνικός θησαυρός
Το έργο του θεωρείται εθνικός θησαυρός και είναι απόλυτα συνυφασμένο με την προσωπικότητά του. Το ανακαλύπτουμε όταν αποκωδικοποιούμε το πρόσωπο, το έργο και την ολοκληρωμένη παρουσία του στο σκηνικό της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Ο Μίκης δεν έγραψε απλώς πολύ καλά τραγούδια που έγιναν τεράστιες επιτυχίες και αγαπήθηκαν βαθιά, αλλά δημιούργησε στην ουσία έναν νέο πολιτισμό.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο πολυγραφότερος και πολυτροπότερος συνθέτης και μουσικός, δημιούργησε αυτό το νέο οικοδόμημα με νότες που έγραψε στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, στη χούντα, τραγούδια που συντρόφευσαν στη δύσκολη ζωή του έναν ολόκληρο λαό, και όχι αναγκαστικά και μόνο τον ελληνικό, αλλά προπάντων εξέφρασε την ανάγκη των ανθρώπων να ταυτιστούν με την ποίηση μέσα από το αφήγημα του τραγουδιού.
Ο Μίκης ο «χρυσός» του Μάνου Χατζιδάκι που του αναγνώριζε πως «οι κακοτυχιές και οι ταλαιπωρίες είναι για τους ανθρώπους και μάλιστα γι’ αυτούς που συγκεντρώνουνε πολλή ζωή μέσα τους και ξεχωρίζουνε από ‘‘την εν μέσω ρευμάτων περιφερόμενη μάζα’’».
Ο Μίκης με τη συνέπεια των λόγων και των έργων του δίχως συμβιβασμούς, ένα σπάνιο δείγμα ανθρώπου που φανέρωνε τη βαθιά ηθική υπόσταση εκείνης της πρώτης βασανισμένης γενιάς. Ο Μίκης, ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της Ελλάδας που πάνω της πατάμε, της μουσικής που ακούμε, της πατρίδας που όλοι ονειρευτήκαμε, ο δικός μας άνθρωπος, ο φίλος που νιώθαμε πως μπορούμε να εμπιστευθούμε στις δύσκολες στιγμές, ο μελοποιός της ελπίδας που είχαμε για τη ζωή και το μέλλον.
Οικουμενικός
Κρητικός, γεννημένος στη Χίο το 1925, ο Μίκης Θεοδωράκης αφιερώθηκε στη μουσική από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, έχοντας ήδη αρχίσει να μαθαίνει τη ζωή και την ομορφιά της σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας όπου ζούσε με την οικογένειά του.
Παράλληλα όμως μέσα του μεγάλωνε και η ιδέα της ελευθερίας σε μια εποχή που η πατρίδα στέναζε κάτω από τον κατοχικό ζυγό. Μιας ελευθερίας που της αφιέρωσε την ύπαρξή του αγωνιζόμενος μέσα από τις τάξεις της Εθνικής Αντίστασης και του ΕΑΜ.
Ένας αγώνας που συνεχίστηκε και μετά την Απελευθέρωση – γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή καταδίωξή του και με τη μουσική του ολοκλήρωση να επιτυγχάνεται σε συνθήκες φυλάκισης, καθώς έγραψε την πρώτη του συμφωνία στη Μακρόνησο, αλλά μέσα από τη φυλακή είχε και την πρώτη του επαφή με τα ρεμπέτικα και τον κόσμο της λαϊκής μουσικής που τον σημαδεύει ανεξίτηλα στον μετέπειτα δικό του προσωπικό δρόμο.
Μουσικές σπουδές του στο Εθνικό Ωδείο, υποτροφία για το Παρίσι, δίπλα σε φημισμένους δασκάλους όπως ο Olivier Messiaen και ο Eugene Bigot.
Όμως η Ελλάδα όσο και αν μας έχει πληγώσει παραμένει η Ιθάκη της ζωής του καθενός μας, και ο Μίκης έχοντας στα χέρια του ένα αντίτυπο από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου γυρίζει πίσω και με μουσικό οδηγό του τον Βασίλη Τσιτσάνη αρχίζει να γράφει τη δική του ιστορία παντρεύοντας τον λόγο των Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Σικελιανού και Αναγνωστάκη με λαϊκούς ρυθμούς, αλλάζοντας το πολιτισμικό πρόσωπο της Ελλάδας. Ανεξίτηλα.
Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, του γελαστού παιδιού, το 1963 τον βάζει πιο ενεργά στην πολιτική και αρχίζει να ξεδιπλώνει τον «δρώντα πολίτη» που αγωνίζεται ψυχή τε και σώματι για τη δημοκρατία, αγέρωχος, απτόητος, με μια μοναδική ορμή που δεν μπορεί να ανακόψει καμιά φυλακή, καμιά εξορία καμιά χούντα, η οποία τελικά αναγκάζεται λόγω διεθνούς κινητοποίησης και κατακραυγής να τον απελευθερώσει.
Ο Μίκης, που γίνεται οικουμενικός, γυρίζει και δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο μιλώντας για την Ελλάδα και τη λευτεριά.
Και ύστερα ήρθε η μεταπολίτευση, η δημοκρατία που δεν τον ησύχασε ποτέ, δεν τον συνταξιοδότησε, δεν τον έβαλε στην άκρη, δεν τον ξεγέλασε αφήνοντάς τον να αναπαύεται σε πρόσκαιρες δάφνες.
Ο Μίκης που εξακολούθησε να είναι αυτό που ήταν και αυτό που έκανε πάντα: ανεξάντλητος και ακατάπαυστος, αστείρευτος, ειρηνοποιός και επαναστάτης, ανυπότακτος και κύριος του εαυτού του. Να φέρνει τα πάνω – κάτω όταν αυτός νομίζει πως έτσι πρέπει να γίνει.
Τώρα που ο Μίκης έγινε αιώνιος καταλαβαίνω πως το σημαντικό στη μουσική του δεν ήταν να καταλάβεις τον ήχο, την αρμονία, αλλά να τη νιώσεις έντονα μέσα σου σαν μια μοναδική εμπειρία. Αυτή η εμπειρία, η συγκίνηση, που είναι εντελώς προσωπική για τον καθέναν. Κάπως έτσι την ένιωσα και την ένιωσαν εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο. ∆εν χρειαζόταν να την καταλάβουν απόλυτα. Ούτε καν να το επιχειρήσουν. Γιατί κατάλαβα και κατάλαβαν ό,τι ήθελε να μας πει ο Μίκης πρώτα με τις αισθήσεις. Και μετά γνωρίσαμε μέσα από αυτά τη διανόηση ή την ηθική. Τότε ο λόγος θα ξεχυθεί και θα ακουστεί πιο δυνατά και μελωδικά από πότε.
Τελειώνοντας, μια ιστορία, με επίκαιρο χαρακτήρα, για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του Μίκη και το παγκόσμιο αποτύπωμά του. Όταν η Βόρεια Συμμαχία είχε νικήσει τους Ταλιμπάν, οι Αφγανοί στρατιώτες μπήκαν στην Καμπούλ τραγουδώντας τον «Αντώνη», από την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν».
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί