Μία στις τέσσερις ελληνικές επιχειρήσεις παραδέχεται σε έρευνα του ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ ότι έχει αυξήσει τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, με τη σημαντική αυτή άνοδο των τιμών όχι μόνο να απομειώνει τα εισοδήματα των νοικοκυριών αλλά και να ναρκοθετεί τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας – Περισσότερες από τέσσερις στις δέκα μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν ταμειακά διαθέσιμα τα οποία αρκούν το πολύ για έναν μήνα.
Για πρώτη φορά μία στις τέσσερις ελληνικές επιχειρήσεις (και συγκεκριμένα το 23,6%) παραδέχεται σε έρευνα του ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ ότι έχει αυξήσει τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, με τη σημαντική αυτή άνοδο των τιμών όχι μόνο να απομειώνει τα εισοδήματα των νοικοκυριών αλλά και να ναρκοθετεί τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας. Στο μεταξύ, ανησυχητικά μεγαλύτερο είναι και το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με τον φόβο του λουκέτου, καθώς ανέρχεται στο 36,7%.
Τα πορίσματα της έρευνας του ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ συνιστούν σήμα κινδύνου για το ελληνικό επιχειρείν και ειδικά το μικρό και το μικρομεσαίο, το οποίο αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα που αγγίζουν τα όρια της επιβίωσης.
Ειδικότερα, υψηλά παραμένουν τα ποσοστά των επιχειρήσεων εκείνων των οποίων η ρευστότητα είναι είτε μειωμένη είτε ακόμη και ανύπαρκτη. Συγκεκριμένα, περισσότερες από τέσσερις στις δέκα μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (ποσοστό 42,4%) έχουν ταμειακά διαθέσιμα τα οποία αρκούν το πολύ για έναν μήνα. Μάλιστα, η μία στις πέντε επιχειρήσεις (το 21,4%) δεν διαθέτει καθόλου ρευστότητα.
Ακρίβεια: Διαμαρτυρία του ΠΑΜΕ ενάντια στις αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος
Πρόβλημα οι ανατιμήσεις
Την ως άνω προβληματική εικόνα επιβαρύνει και άλλο ένα ακόμη καυτό ζήτημα. Πρόκειται για τη σημαντική άνοδο των τιμών, που μειώνει τα εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων ναρκοθετώντας τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Για τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, είναι η πρώτη φορά σε εξαμηνιαία έρευνα κλίματος του ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ που καταγράφεται τόσο υψηλό ποσοστό επιχειρήσεων που δήλωσε πως αύξησε τις τιμές του (23,6%). Επιπλέον, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει πως θα αυξήσει τις τιμές του το επόμενο διάστημα είναι επίσης το υψηλότερο που έχει καταγράφει σε εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ (22,2%).
Αβεβαιότητα
Πέραν αυτών, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μεσοπρόθεσμα θα έρθουν αντιμέτωπες με προκλήσεις για τις οποίες δεν είναι προετοιμασμένες. Είναι κοινή παραδοχή ότι η πανδημική κρίση λειτουργεί ως «ψηφιακός επιταχυντής», ενώ η λεγόμενη πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων φαίνεται ότι θα επιταχυνθεί.
Εάν συνυπολογιστεί και η αβεβαιότητα που υπάρχει λόγω της στασιμότητας που παρατηρείται στο εμβολιαστικό πρόγραμμα σε συνάρτηση με τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, δημιουργούνται πολλαπλές προκλήσεις για τη βιωσιμότητα μεγάλου μέρους των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα.
Βραχυπρόθεσμα, οι επιχειρήσεις που έχουν πληγεί δυσανάλογα από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης (επιχειρήσεις που το προηγούμενο διάστημα είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους με κρατική εντολή) φαίνεται ότι θα χρειαστούν επιπρόσθετη στήριξη για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους, αλλά και για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους, ιδιαίτερα εάν υπό το βάρος των επιδημιολογικών δεδομένων οδηγηθούμε σε περιορισμούς στη δραστηριότητά τους. Επιπλέον, η αύξηση των τιμών είναι μια πρόδρομη ένδειξη των πληθωριστικών πιέσεων που θα δεχθούν όλες οι οικονομίες. Αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις σε συνδυασμό με τις υφεσιακές τάσεις που μπορεί να προκληθούν από τη συνέχιση της πανδημίας εγκυμονούν τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού. Επομένως κρίσιμος θα είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των ανατιμήσεων.
Υψηλός κίνδυνος βιωσιμότητας
Τα μέτρα στήριξης σε συνδυασμό με τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων έχουν επιτρέψει στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να παραμείνουν ζωντανές. Ωστόσο, μεγάλο μέρος τους συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας. Η έλλειψη ρευστότητας παραμένει το πρόβλημα για τις ΜμΕ και διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει χρόνιο, ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή, όπως οι επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης. Το παρατεταμένο διάστημα που οι επιχειρήσεις αυτές υπολειτούργησαν (ή δεν λειτούργησαν) τις έχει επιβαρύνει ιδιαίτερα, διατηρώντας υψηλά τον κίνδυνο βιωσιμότητας που αντιμετωπίζουν, παρά τα μέτρα στήριξης που υιοθετήθηκαν.