Έχουν περάσει τρεις εβδομάδες από τη στιγμή που ο Μπόρις Τζόνσον ανακοίνωσε ότι παραιτείται από την «καλύτερη δουλειά του κόσμου», και από εκείνη τη στιγμή το Συντηρητικό Κόμμα ψάχνει τον αντικαταστάτη του «γραφικού» Μπόρις, αλλά και από την άλλη το Εργατικό Κόμμα πιέζει για προσωρινό πρωθυπουργό, καθώς θέλει να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και να κερδίσει πόντους για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, η οποία δεν θα αργήσει, αφού ο επόμενος ηγέτης των Συντηρητικών θα πρέπει να προκηρύξει εκλογές.
Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Με ατάκα Σβαρτσενέγκερ ο πρωτεργάτης του Brexit αποχαιρέτησε το Νο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ και η Βρετανία ζει στον πυρετό ανάδειξης νέου πρωθυπουργού
Ο αποχαιρετισμός
Στην τελευταία του εμφάνιση ο Μπόρις Τζόνσον την «Ώρα του πρωθυπουργού» έκλεισε οριστικά την αυλαία της δικής του διακυβέρνησης με τη γνωστή ατάκα του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ στο «Terminator 2», «hasta la vista, baby!». Όπως είπε: «Βοηθήσαμε, βοήθησα, να βγάλουμε αυτήν τη χώρα από την πανδημία και να συμβάλουμε στη διάσωση μιας άλλης χώρας από τον βαρβαρισμό. Και, ειλικρινά, αυτά είναι αρκετά για την πορεία. Αποστολή εξετελέσθη σε μεγάλο βαθμό», τόνισε, προσθέτοντας ότι θα περάσει τις προσεχείς εβδομάδες κάνοντας αυτό που πιστεύει ότι το κοινό περιμένει: «Να προχωρήσω τα θέματα για τα οποία εκλεγήκαμε το 2019. Αυτά τα τελευταία χρόνια υπήρξαν το μεγαλύτερο προνόμιο της ζωής μου. Θέλω να ευχαριστήσω όλους εδώ και hasta la vista, baby».
Λίγο νωρίτερα, όταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κιρ Στάρμερ τον εγκάλεσε κάνοντάς του ερώτηση για τη ματαίωση από το Sky News του τηλεοπτικού ντιμπέιτ μεταξύ των διεκδικητών της ηγεσίας των Τόρις, ο Τζόνσον απάντησε προκαλώντας τα γέλια των βουλευτών: «Ε… λοιπόν, δεν παρακολουθώ από πολύ κοντά το θέμα». Ωστόσο, αποχωρώντας δεν παρέλειψε να δώσει και «συμβουλές» σε αυτόν ή αυτήν που θα τον διαδεχθεί στην Ντάουνινγκ Στριτ: «Παραμείνετε κοντά στους Αμερικανούς, υποστηρίξτε τους Ουκρανούς, αγωνιστείτε για την ελευθερία και τη δημοκρατία παντού. Μειώστε τους φόρους και απορρυθμίστε όπου μπορείτε για να κάνετε αυτήν τη χώρα τον καλύτερο τόπο για να ζήσει και να επενδύσει κανείς».
Η διαδρομή ενός «αστέρα»
Πριν από σχεδόν ενάμιση μήνα, το βράδυ της 6ης Ιουνίου, ο Μπόρις Τζόνσον είχε βγει «νικητής» μέσα από την εσωκομματική ψηφοφορία επί της πρότασης δυσπιστίας που είχαν κινήσει εναντίον του δεκάδες βουλευτές της κυβερνώσας συντηρητικής παράταξης, με 211 βουλευτές να έχουν ψηφίσει τότε υπέρ του δίνοντάς του τη δυνατότητα να επιβιώσει πολιτικά. Όμως, όπως αποδείχθηκε, αυτό δεν ήταν αρκετό.
Όπως είχε συμβεί και τον Δεκέμβριο του 2018, με την τότε πρωθυπουργό Τερέζα Μέι που είχε επικρατήσει με 200 ψήφους υπέρ έναντι 117 κατά, χωρίς όμως να καταφέρει τελικώς να μακροημερεύσει στην πρωθυπουργία, έτσι και ο Μπόρις πολύ σύντομα αναγκάστηκε να γίνει παρελθόν για την πολιτική ζωή του Ηνωμένου Βασιλείου, αντιμέτωπος πλέον με τη δική του «τέλεια καταιγίδα».
Αξιοπιστία
Ο Μπόρις Τζόνσον για πολλούς ήταν ως πολιτικός μια κατηγορία μόνος του! Πολλοί διεθνείς αναλυτές τον κατέτασσαν στο είδος του λαϊκιστή, ανάλογο με αυτό του Ντόναλντ Τραμπ ή του Ζαΐρ Μπολσονάρο, αφού οι πολιτικοί αυτού του είδους ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν την αληθινή βούληση του λαού ενάντια στο «κατεστημένο», από το οποίο όμως οι ίδιοι συνήθως προέρχονται.
Και επειδή στη Βρετανία οι θεσμικοί μηχανισμοί εξακολουθούν να λειτουργούν πέρα από τις επιλογές των κυβερνώντων, τα ψέματα και τα σκάνδαλα του πρωθυπουργού δεν κουκουλώθηκαν. Η αξιοπιστία πήγε περίπατο και οι Συντηρητικοί παίρνοντας το μήνυμα μετά τις ήττες στις πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές εξεγέρθηκαν ενάντια στον ίδιο τον πρωθυπουργό και τον ανέτρεψαν. Όπως έγραψε εύστοχα η γερμανική «Frankfurter Rundschau», οι Τόρις έδιωξαν τον Τζόνσον γιατί «προσπαθούν να σώσουν το τομάρι τους στις επόμενες εκλογές».
Φιλοδοξίες
Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1964, ο Αλεξάντερ Μπόρις ντε Πφέφελ Τζόνσον πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μετακινούμενος μεταξύ χωρών με την οικογένειά του, καθώς ο πατέρας του Στάνλεϊ ακολούθησε μια ποικίλη διεθνή καριέρα. Σε ηλικία οκτώ ετών λέγεται ότι δήλωσε πως φιλοδοξούσε να γίνει «παγκόσμιος βασιλιάς».
Μετά την αποφοίτησή του ξεκίνησε την καριέρα του στη δημοσιογραφία. Αρχικά ως ασκούμενος στους «Times» και στη συνέχεια ως ανταποκριτής της «Daily Telegraph» στις Βρυξέλλες, κάνοντας όνομα με άρθρα που αμφισβητούσαν και γελοιοποιούσαν τους νόμους και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε μια εποχή που οι κυβερνήσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Τζον Μέιτζορ αντιμετώπιζαν το ακανθώδες ζήτημα της Ευρώπης.
Όταν επέστρεψε στο Λονδίνο πέντε χρόνια αργότερα, ο Τζόνσον έγινε τακτικός αρθρογράφος της «Telegraph» και άρχισε να γράφει και για το περιοδικό «Spectator». Το 1999 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού και δύο χρόνια αργότερα εξελέγη βουλευτής των Τόρις στη «συντηρητική» έδρα του Χένλεϊ στο Οξφορντσάιρ. Ο τότε ηγέτης των Εργατικών, Τόνι Μπλερ, είχε όμως μόλις καταγράψει τη δεύτερη από τις τρεις εκλογικές του νίκες και η πολιτική του ηγεμονία δεν είχε ακόμη κλονιστεί από τον πόλεμο στο Ιράκ. Ο Τζόνσον λαχταρούσε την εξουσία, αλλά το κόμμα του φαινόταν ότι θα έμενε μακριά από αυτήν για τα επόμενα χρόνια.
Το 2007 ο Τζόνσον ανακοίνωσε ότι διεκδικούσε το ρόλο του δημάρχου του Λονδίνου. Κάτι που πέτυχε θριαμβευτικά το 2008, με 53% των ψήφων. Το αποτέλεσμα έδειξε την ευρεία εκλογική απήχηση του Τζόνσον και έκανε πολλούς Συντηρητικούς να αναρωτηθούν: Αν μπορούσε να κερδίσει τους Εργατικούς στο Λονδίνο, τι θα μπορούσε να κάνει σε όλη την υπόλοιπη χώρα;
Το 2012 κέρδισε την επανεκλογή του, ενισχύοντας περαιτέρω τη φήμη του ως πιθανός μελλοντικός ένοικος του Νούμερου 10 της Ντάουνινγκ Στριτ. Με την προσοχή του να στρέφεται στην πρωθυπουργία, ο Τζόνσον επέλεξε να μην επιδιώξει τρίτη θητεία το 2016. Η εκλογή του ως βουλευτή το 2015 τον έφερε ακόμη πιο κοντά στη θέση του τότε πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον.
Το 2016 ο Τζόνσον έγινε ο κορυφαίος εκπρόσωπος της εκστρατείας κατά της παραμονής της Βρετανίας στην Ε.Ε. στο δημοψήφισμα που οργάνωσε ο Κάμερον. Όταν όλες οι ψήφοι καταμετρήθηκαν, περίπου το 52% των Βρετανών είχαν ταχθεί υπέρ του Brexit. Όταν η Τερέζα Μέι έγινε πρωθυπουργός και ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος, διόρισε τον Τζόνσον υπουργό Εξωτερικών.
«Σκληρό Brexit»
Ο Τζόνσον παρέμεινε επίμονος υποστηρικτής του σκληρού Brexit, καθώς η κυβέρνηση Μέι προσπαθούσε να διατυπώσει τις λεπτομέρειες της στρατηγικής εξόδου, στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ. Δεν δίστασε μάλιστα να παραιτηθεί από υπουργός Εξωτερικών, κατηγορώντας τη Μέι για ήπια στάση έναντι των Βρυξελλών.
Η Τερέζα Μέι, αφού απέτυχε δύο φορές να κερδίσει υποστήριξη στο σχέδιό της στις ψηφοφορίες στη Βουλή των Κοινοτήτων, τον Μάρτιο του 2019 δεσμεύτηκε να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία. Παραιτήθηκε τελικά από την ηγεσία των Τόρις στις 7 Ιουνίου 2019, παραμένοντας προσωρινή πρωθυπουργός έως ότου το κόμμα της επιλέξει τον διάδοχό της. Ο Τζόνσον ήταν μεταξύ 10 υποψηφίων και τελικά ο νικητής – κερδίζοντας με ποσοστό 66% τον εσωκομματικό του αντίπαλο Τζέρεμι Χαντ.
Στις εκλογές που ακολούθησαν, οι Τόρις του Τζόνσον απέσπασαν τη μεγαλύτερη πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων από το 2001 – οι 364 έδρες που κέρδισαν οι Συντηρητικοί ήταν οι περισσότερες και από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Λίγες εβδομάδες μετά τις εκλογές, το κοινοβούλιο ενέκρινε τελικά τη Συμφωνία Αποχώρησης, και το Ηνωμένο Βασίλειο «αποχαιρέτησε» επίσημα την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Ιανουαρίου 2020.
Καταστροφική πορεία
Το μετά που ακολούθησε είναι μια καταστροφική πορεία, παρά τις υποσχέσεις μια νέα ισχυρή ανεξάρτητη Βρετανία. Το Brexit, το οποίο προώθησε με ψεύτικα νούμερα και πούλησε ως μεγάλη νίκη για τη χώρα του, αποδείχθηκε καταστροφικό, καθώς η Βρετανία βρίσκεται σήμερα σε χειρότερη οικονομική κατάσταση απ’ ό,τι θα ήταν εντός της ΕΕ, με την οικονομία της να υποφέρει από τις σωρευτικές επιπτώσεις, όπως η διατάραξη του εμπορίου, οι ελλείψεις του εργατικού δυναμικού και των εμπορευμάτων, και με τον πληθωρισμό να ανεβαίνει στο 9% εν μέσω οικονομικής στασιμότητας.
Ο Τζόνσον απέναντι σε αυτά απέτυχε γιατί δεν μπόρεσε να λύσει προβλήματα που είχε υποσχεθεί ότι θα μετρίαζε. Και αυτό γιατί στη ρίζα όλων αυτών των προβλημάτων βρίσκεται ένα κενό στην πολιτική φιλοσοφία του σύγχρονου συντηρητισμού, τον οποίο δεν απέφυγε ούτε ο Μπόρις: Η προσκόλληση στην ιδέα ενός απομονωμένου από τον υπόλοιπο κόσμο κράτους.
Στην εκστρατεία για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Τζόνσον είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους ότι θα μπορούσαν να έχουν όλα όσα ήθελαν -μεγαλύτερο πλούτο, λιγότερη Ευρώπη, περισσότερη ελευθερία, λιγότερες ρυθμίσεις, περισσότερο δυναμισμό, λιγότερη μετανάστευση- και ότι η ΕΕ θα χτυπούσε την πόρτα της Βρετανίας απελπισμένη για μια συμφωνία. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο…
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει τον υψηλότερο πληθωρισμό ανάμεσα στις χώρες της G7, τον οποίο οι πλούσιες κρατικές δαπάνες με δανεικά χρήματα μπόρεσαν κάλλιστα να εδραιώσουν. Η Βρετανία έχει κολλήσει σε μια 15ετία χαμηλής παραγωγικότητας με πρόβλεψη να έχει τη χαμηλότερη ανάπτυξη του G7 το 2023.
Επιπλέον η Σκωτία και η Βόρεια Ιρλανδία είναι ανήσυχες στην Ένωση και το Γουέστμινστερ όλο αυτό το διάστημα δεν κατόρθωσε να έχει κανένα σχέδιο για να τις κατευνάσει.
Ακολούθησε η διαχείριση της πανδημίας και τα περίφημα κορωνοπάρτι, και τότε πολλοί Βρετανοί άρχισαν να αναρωτιούνται αν ο πρωθυπουργός τους έλεγε την αλήθεια στον λαό ή τον κορόιδευε για άλλη μία φορά.
Η κυβέρνηση έχασε πολύτιμο χρόνο στην αρχή της εξάπλωσης του κορωνοϊού, πράγμα το οποίο κόστισε ανθρώπινες ζωές, με την κυβέρνηση Τζόνσον να βρίσκεται αντιμέτωπη με μία από τις χειρότερες αποτυχίες στη δημόσια υγεία που έχει ζήσει ποτέ το Ηνωμένο Βασίλειο.
Περιφρόνηση
Μέχρι το τέλος, ο Τζόνσον προσπάθησε απελπισμένα να μείνει στην εξουσία, υποστηρίζοντας ότι είχε άμεση εντολή από τον λαό. Αυτό, όμως, αποτελούσε ανέκαθεν μια ανοησία: η νομιμότητά του προερχόταν από το κοινοβούλιο. Όπως και ο πρώην πρόεδρος της Αμερικής, Ντόναλντ Τραμπ, όσο περισσότερο επέμενε, τόσο περισσότερο απέκλειε τον εαυτό του από το αξίωμα. Κατά την αποχώρησή του από την κυβέρνηση, ο Τζόνσον επέδειξε μια απρόβλεπτη περιφρόνηση για τα συμφέροντα του κόμματός του και του έθνους. Και αυτό δεν μπορεί να παραβλεφθεί ή να συγχωρεθεί. Ο Μπόρις έπαψε πια να είναι ο «γεννημένος νικητής», αλλά έγινε συνώνυμο της ήττας… Και ως γνωστόν, «όταν γεράσουν τα άλογα, τα σκοτώνουν».
Οι 50 μέρες που θα αναδείξουν τον διάδοχο του
Έπειτα από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες μεταξύ των αρχικά οκτώ υποψηφίων που ξεκίνησαν την κούρσα της διαδοχής και κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν τη στήριξη τουλάχιστον 20 βουλευτών, όπως προέβλεπε ο κανονισμός, έμειναν δύο υποψήφιοι για την επίζηλη «καλύτερη δουλειά του κόσμου».
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σούνακ και η υπουργός Εξωτερικών Λιζ Τρας είναι οι τελευταίοι μονομάχοι στην κούρσα για τη διαδοχή του Μπόρις Τζόνσον στο Συντηρητικό Κόμμα και στην Ντάουνινγκ Στριτ.
Οι δυο τους πια θα τεθούν στην κρίση των 200.000 μελών του κόμματος που θα ψηφίσουν δι’ αλληλογραφίας, με το αποτέλεσμα να γίνεται γνωστό στις 5 Σεπτεμβρίου.
Εστί είναι πλέον δεδομένο ότι η επόμενη βρετανική κυβέρνηση θα έχει ως επικεφαλής είτε, για πρώτη φορά, έναν μη λευκό άνδρα είτε, για τρίτη φορά, μια γυναίκα.
Μπορεί ο Ρίσι Σούνακ, 42 ετών, η αποχώρηση του οποίου από την κυβέρνηση, στις αρχές Ιουλίου, επιτάχυνε την πτώση του Τζόνσον, να βρέθηκε μπροστά σε όλες τις ψηφοφορίες που έγιναν μεταξύ των βουλευτών, ωστόσο η μάχη δεν έχει κερδηθεί ακόμη, αφού φαίνεται ότι δεν είναι τόσο δημοφιλής στη βάση του κόμματος.
Αντίθετα, η 46χρονη Λιζ Τρας, αν και κρίθηκε «λιγότερο πειστική» στα ντιμπέιτ την περασμένη εβδομάδα, κατάφερε τελικά να μειώσει την ψαλίδα. Φαίνεται εξάλλου ότι μπορεί να πάρει με το μέρος της τους βουλευτές της δεξιάς πτέρυγας των Τόρις και να επικρατήσει στην τελική μάχη.