Για τους αξιωματικούς της Ασφάλειας και του τμήματος Ανθρωποκτονιών της ΕΛ.ΑΣ η σύλληψη του δολοφόνου της 17χρονης Νικολέττας ήταν ένα “στοίχημα” που έπρεπε να κερδίσουν όχι γιατί αυτό είναι το καθήκον τους σε κάθε παρόμοια περίπτωση, αλλά και λόγω των όσων είχε περάσει η άτυχη κοπέλα τόσο στο παρελθόν όσο και στα χέρια του αδίστακτου δολοφόνου της. Ολόκληρη τη ζωή της βασανίστηκε τόσο άδικα.
Τα στοιχεία που είχε η αστυνομία στην διάθεση της ήταν ότι ο 21χρονος Πακιστανός μετά την δολοφονία άφησε τα κλειδιά του διαμερίσματος που έμενε με την Νικολέττας φεύγοντας. Μαζί του πήρε και τα προσωπικά του αντικείμενα που έδειχνε την πρόθεση του ότι δεν έκανε καμία σκέψη να παραδοθεί. Μάλλον παραπλανητικά ήταν τα όσα είδαν την δημοσιότητα περί παραδόσεως του.
Επίσης επικοινώνησε με συγγενικό του πρόσωπο και είπε ότι επρόκειτο να φύγει για Θεσσαλονίκη, κάτι που έδειχνε την πρόθεση του να φύγει από την Ελλάδα μέσω των βορείων συνόρων.
Από την αστυνομία διευκρινίστηκε και τι ακριβώς έγινε με τα κινητά τηλέφωνα, αλλά και πώς έφτασαν στον εντοπισμό του στην Βόρεια Μακεδονία. Όπως έγινε γνωστό, ο 21χρονος είχε πάρει μαζί του τόσο το δικό του κινητό όσο και της 17χρονης.
Το κινητό του νεαρού από το στίγμα έδειξε ότι είχε φτάσει στην Βόρεια Ελλάδα, ενώ όπως διευκρινίστηκε αργότερα, εκεί πέταξε και τα δύο τηλέφωνα. Εξάλλου, το τηλέφωνο της 17χρονης Νικολέτας, όπως ανέφεραν αρμόδιοι αξιωματικοί, δεν μπορούσε να εντοπιστεί γιατί δεν είχε κάρτα SIM.
Στην Θεσσαλονίκη όμως μετέβη κλιμάκιο του Τμήματος Ανθρωποκτονιών από την Αθήνα, που είχε όλες τις πληροφορίες για τις κινήσεις του νεαρού Πακιστανού, και εκεί είχε συνεργασία με το Τμήμα Ανθρωποκτονιών Θεσσαλονίκης, την Διεύθυνση Αλλοδαπών και το Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Παιωνίας Κιλκίς, για να μεθοδευτούν οι ενέργειες και να αξιοποιηθούν οι πληροφορίες.
Παράλληλα, μέσω της Διεύθυνσης Αλλοδαπών, υπήρξε επαφή με τις αστυνομικές αρχές της Βόρειας Μακεδονίας, τις οποίες η ΕΛ.ΑΣ ενημέρωσε για την πρόθεση του 21χρονου να περάσει τα σύνορα με σκοπό να φτάσει σε χώρα της Κεντρικής Ευρώπης.
Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας η αστυνομία της Βόρειας Μακεδονίας εντόπισε τον καταζητούμενο σε ομάδα παράτυπων μεταναστών νότια των Σκοπίων, τον οδήγησαν μέχρι τα σύνορα και εκεί συνελήφθη από το κλιμάκιο των Ελλήνων αστυνομικών, οι οποίοι τον περίμεναν, καθώς είχε ήδη εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του.