Το πασιφανές έλλειμα δημοκρατίας, οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η στάση της στην διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η κρίση με την Ελλάδα έχουν οδηγήσει τις σχέσεις με την Άγκυρα και τον σουλτάνο στο «κόκκινο»…
Του Νίκου Βασιλειάδη
Χρησιμοποιώντας μια έκφραση που αποδίδεται στον Μαρκ Τουέιν, αν και η προέλευσή της δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα: «Ηistory doesn’t repeat itself, but it often rhymes», δηλαδή «η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά κάνει συχνά ρίμες», θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – νυν Τουρκίας, από τις αρχές του 19ου αιώνα, γίνεται κάθε εκατό χρόνια κι από ένα μεγάλο «reset», μια εκ βάθρων επανεκκίνηση.
Σε αυτές τις περιόδους αναταραχής και μετασχηματισμού που συνήθως έχουν διάρκεια μιας εικοσαετίας, αλλάζει με τρόπο ουσιαστικό η πολιτική δομή της χώρας· το εκάστοτε παλαιό καθεστώς εξαφανίζεται μαζί με τον πολιτισμό του και γεννιέται -μερικές φορές με ωδίνες- ένα νέο, ακραία συγκεντρωτικό, προσωποπαγές καθεστώς στο οποίο περνά η διαχείριση του κράτους με τη δικαιολογία των συνθηκών εκτάκτου ανάγκης, εξουδετερώνοντας όποια εστία δύναμης περιορίζει την κρατική εξουσία και καταπνίγοντας τα πλουραλιστικά στοιχεία της κοινωνίας.
Αυτό συνέβη μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου με την οποία έληξε ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1806-1812, όταν και η εξουσία πέρασε από τα χέρια των γενίτσαρων και των αγιάνηδων της επαρχίας, της τοπικής δηλαδή μουσουλμανικής αριστοκρατίας, στα χέρια των βεζίρηδων της Υψηλής Πύλης και του Σουλτάνου ο οποίος πήρε στα χέρια του τη διακυβέρνηση του κράτους, σταματώντας να είναι απλώς παρατηρητής και ρυθμιστής, ώστε να σώσει την αυτοκρατορία.
Παίρνοντας ως παράδειγμα τις ευρωπαϊκές χώρες, ο Μαχμούτ Β΄ ασχολήθηκε με το να οικοδομήσει γρήγορα το κράτος και τη χώρα που είχε στο μυαλό του εφαρμόζοντας μια σειρά από στρατιωτικές, γραφειοκρατικές, οικονομικές και νομικές μεταρρυθμίσεις υπό ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης και έθεσε τέρμα στο παλαιό καθεστώς μαζί με τους θεσμούς του και την κουλτούρα του.
Η δεύτερη επανεκκίνηση ξεκίνησε με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και κατέληξε σε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές και μετασχηματισμούς που έχουν δει ποτέ αυτά τα χώματα. Έπειτα από τρεις μεγάλους πολέμους, μια σειρά από σφαγές και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, η πολύγλωσση, πολυθρησκευτική, πολυεθνοτική Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε παρελθόν και στα χώματα της Ανατολίας ιδρύθηκε το τουρκικό έθνος-κράτος υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του «ενός ανδρός».
Η τρίτη μεγάλη επανεκκίνηση ξεκίνησε με την προσπάθεια, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010, του ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), που πήρε την εξουσία με τις εκλογές του 2002, και του ηγέτη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να καταργήσουν τη δημοκρατία. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση της κατεδάφισης, κατά την οποία, υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, καταργούνται οι θεσμοί και οι συμβάσεις του παλαιού καθεστώτος.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στις 15-16 Ιουλίου 2016 ο Ερντογάν έκανε εκκαθαρίσεις σε όλες τις βαθμίδες του κράτους από τις εστίες δύναμης που απειλούσαν άμεσα την εξουσία του και κυρίως από τους γκιουλενιστές. Επιπλέον, με το προεδρικό σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή το 2018, η Βουλή κατέστη μη λειτουργική και άρχισε να κυβερνάει τη χώρα με διατάγματα, ανεξέλεγκτος και χωρίς να λογοδοτεί πουθενά.
Το συμβολικό γεγονός της αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος που επιβάλλει βήμα βήμα ο Ερντογάν υπήρξε η επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμιού. Με αυτή την επιθετική πρωτοβουλία, ο Ερντογάν θέλησε, ακυρώνοντας την προσωπική απόφαση του Ατατούρκ, δηλαδή του ημίθεου ιδρυτή της Παλιάς Τουρκίας, να μετατρέψει σε σύμβολο, με τον πιο πομπώδη τρόπο, τη ρήξη με το παρελθόν και να εδραιώσει την εξουσία του καταφέρνοντας να αποξενώσει και τους γείτονές της και ένα σημαντικό μέρος της Δύσης, ψάχνοντας τη θέση της «νέας Τουρκίας – Turkiyie» σε έναν γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο.
Όμως αυτό πολλές φορές δείχνει να το κάνει δίχως να έχει από πίσω μια στρατηγική ή μια σοβαρή σκέψη, ψηλαφιστά και με σπασμωδικές κινήσεις. Με τον κίνδυνο να φέρει την Τουρκία στο χείλος της καταστροφής!
Αφερέγγυος
Είναι κοινή διαπίστωση ότι η επαμφοτερίζουσα στάση που εδώ και καιρό κρατάει ο Τούρκος πρόεδρος μεταξύ «Δύσης και Ανατολής», σε μια προσπάθεια να αναβαθμίσει το ρόλο της Τουρκίας από απλό σύμμαχο των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ σε περιφερειακή δύναμη με δικό της λόγο, ατζέντα και αυτόνομη δράση στην ευρύτερη περιοχή της -που συμβαίνει να είναι και το θέατρο σημαντικών στρατιωτικών και διπλωματικών εξελίξεων ακόμη και πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία- δημιουργεί εντάσεις στις σχέσεις της χώρας με τους συμμάχους της ανατρέποντας σχέδια και δεδομένα, ενώ ο ίδιος φαίνεται αφερέγγυος και απρόθυμος να τηρήσει μια συνεπή πολιτική γραμμή.
Δεν είναι τυχαίο που η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ -όλοι φυσικά γνωρίζουμε τη φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας- σχολιάζοντας την πρόσφατη συνάντηση του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην Τεχεράνη με τον πρόεδρο της Ρωσίας Πούτιν και τον Ιρανό ομόλογό τους Ραΐσι, το φωτογραφικό ενσταντανέ -και τις δηλώσεις- που το συνόδευαν, δήλωσε ενοχλημένη καθώς «αυτή η συνάντηση στην Τεχεράνη δείχνει σε εμάς το πόσο σημαντικό είναι να έχεις εταίρους που όχι μόνον λένε πως πιστεύουν στο διεθνές δίκαιο, αλλά το αποδεικνύουν κιόλας και στην πράξη…».
Στο ίδιο πνεύμα, πρώην αξιωματικός της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ δήλωσε πρόσφατα στους «Times» πως «Ο Ερντογάν φαίνεται να είναι στην ομάδα μας, αλλά στη συνέχεια κάνει πράγματα που σαφώς δεν ωφελούν τη Δύση», αλλά και ο δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις Βαν Χόλεν κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης στο «National Press Club» στην Ουάσιγκτον, παρουσίασε την Τουρκία του Ερντογάν ως έναν «άπιστο σύμμαχο» που δεν αξίζει να ανταμειφθεί με την αναβάθμιση και την πώληση νέων F-16 εκτιμώντας τη στάση της στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Οι δηλώσεις αυτού του ύφους, που έχουμε δει στο παρελθόν σε πολλές εκδοχές και πιθανότατα θα δούμε και στο μέλλον, δεν αναιρούν το γεγονός ότι η Τουρκία παραμένει ένα εξαιρετικά σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ που είναι απαραίτητο στη Δύση, η οποία όμως δεν μπορεί παρά να βλέπει πως ο πρόεδρος Ερντογάν ασκεί μια αυταρχική εξουσία, χωρίς πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις, γεγονός που γίνεται αισθητό στις εξωτερικές υποθέσεις, γι’ αυτό οι επιλογές του φαίνονται συχνά αντιφατικές.
Οι δυτικές χώρες γνωρίζουν πολύ καλά τον τρόπο που πολιτεύεται στο εσωτερικό, ωστόσο μέχρι τώρα έχουν επιλέξει να του αναγνωρίζουν επανειλημμένα τον αναβαθμισμένο ρόλο που διεκδίκησε στο εξωτερικό, για να εξυπηρετήσουν δικές τους επιδιώξεις και αδιαφορώντας για το πασιφανές έλλειμα δημοκρατίας μέσα στη χώρα και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποκρινόμενες ότι όλα «βαίνουν καλώς», όταν αυτό εξυπηρετεί έστω και προσωρινά τα συμφέροντά τους.
Ξεκινώντας από τον ρόλο της Τουρκίας στο Προσφυγικό και στην κρίση της Συρίας, προχωρώντας στη συνέχεια στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Τουρκία έγινε ο χρήσιμος κρίκος μεταξύ Ευρώπης και μη Ευρώπης, το ανάχωμα σε όσα η ΕΕ δεν ήθελε να έχει άμεση ή και καμία εμπλοκή.
Την ίδια στιγμή όμως ο Τούρκος πρόεδρος σε κάθε ευκαιρία, αναφερόμενος σε θρησκεία, έθνος, οθωμανική αυτοκρατορία, προδότες και λοιπά ενισχύει το κλίμα αντι-δυτικισμού, αλλά και ολόκληρου του Ισλάμ που βρίσκεται αντιμέτωπο με δυτικό αντι-ισλαμισμό και τη μισαλλοδοξία.
Μπροστά σε μια τουρκική οικονομία σε περιδίνηση, η καταφυγή σε μια σκληρή γραμμή και ρητορική κατά της Δύσης είναι εργαλείο που έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό για την τουρκική ηγεσία.
Ενοχλεί
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Ερντογάν έχει αρχίσει να ενοχλεί. Και η ενόχληση φαίνεται ότι πηγάζει από την αδιάλλακτη στάση της Άγκυρας στο θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ που μπλοκάρει την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Σε δημοσίευμά του μάλιστα το γερμανικό «Stern» που παρομοιάζει τον Ερντογάν με «εμπρηστή», τον καταγγέλλει ότι, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, υποκινεί συγκρούσεις, όχι μόνο στη χώρα του, αλλά και στη Γερμανία.
«Το εξώφυλλο ήταν στον αέρα για αρκετό καιρό προτού πάει το περιοδικό στο πιεστήριο. Δεν ξέραμε με βεβαιότητα αν θα επισκεφθεί τη Γερμανία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Είναι γνωστό ότι θέλει να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στους Τούρκους της Γερμανίας για να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους στις επικείμενες εκλογές. Θέλει επίσης να παραμείνει ταραξίας και εμπρηστής τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο» έγραψε στο κύριο άρθρο του ο διευθυντής του περιοδικού Γκρέγκορ Πέτερ Σμιτς.
«Προκειμένου να εξασφαλίσει την εξουσία, αναμοχλεύει συγκρούσεις στη χώρα του, στη Συρία και εδώ στη Γερμανία. Από την Ουκρανία έως τη Συρία, ο Ερντογάν κρατάει πολλά νήματα στα χέρια του και χρησιμοποιεί αναλόγως την ισχύ του», έγραφε το περιοδικό σε άλλο άρθρο.
Μία εβδομάδα μετά, το περιοδικό «Economist» γράφει πως ο Ερντογάν συμπεριφέρεται σαν διεθνής ταραξίας, παρεμποδίζοντας με διάφορες προφάσεις την ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, αναφέροντας πως έχει καταστεί πιο απρόβλεπτος και επιθετικός, αξιοποιώντας την απειλή του βέτο στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ προκειμένου να πιέσει το αμερικανικό Κογκρέσο να πουλήσει νέα παρτίδα αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία.
Τα οπλικά αυτά συστήματα, συνεχίζει ο «Economist», μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ελλάδας. «Κάθεται σε ένα πολυτελές ανάκτορο, εκτοξεύοντας διαταγές σε τρομοκρατημένους αυλικούς που δεν τολμούν να επισημάνουν τα λάθη του. Οι ολοένα και πιο εκκεντρικές απόψεις του μετατρέπονται γρήγορα σε κρατική πολιτική.
Ο Ερντογάν είναι ένας νταής, ο οποίος αντιμετωπίζει τον δισταγμό και τη συστολή ως ευκαιρία για ενίσχυση της επιρροής του. Έχει επανειλημμένως και συστηματικά υποβαθμίσει την αξιοπιστία των ανεξάρτητων αρχών της χώρας του και μετέτρεψε τα ΜΜΕ σε όργανα προπαγάνδας», συνεχίζει ο «Economist».
Την ίδια στιγμή οι «New York Times» γράφουν πως «ο Ερντογάν δαπανά δισεκατομμύρια δολάρια κρατικών κεφαλαίων με στόχο την επανεκλογή του, εξαπολύοντας παράλληλα ομοβροντία νομικών απειλών κατά των πολιτικών του αντιπάλων». Ενώ η ελβετική «Le Temps» χαρακτηρίζει, από τη μεριά της, ριψοκίνδυνες, επικίνδυνες και «με τα μάτια στραμμένα στην τουρκική πολιτική σκηνή» τις ενστάσεις της Άγκυρας για διεύρυνση του ΝΑΤΟ, διαπιστώνοντας άτυπη σύμπραξη μεταξύ ακροδεξιών ισλαμόφοβων στοιχείων της σουηδικής πολιτικής σκηνής με τουρκικές εθνικιστικές οργανώσεις, οι οποίες έσπευσαν να εκμεταλλευτούν πολιτικά την καύση του Κορανίου.
Για όσους γνωρίζουν και παρακολουθούν, η καύση του Κορανίου είναι μια ευκαιρία για τον Ερντογάν να αποστρέψει την προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης από τον υπερπληθωρισμό που πλήττει τους Τούρκους πολίτες και φυσικά να κλείσει λίγο περισσότερο την πόρτα του ΝΑΤΟ στη Σουηδία και τη Φινλανδία».
Τη λύση θα δώσουν οι ΗΠΑ
Κάπου όμως πρέπει να μπει και μια κόκκινη γραμμή. Και αυτή όπως φαίνεται προς το παρόν μπορεί να δώσει μόνον η κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία ξεκάθαρα πλέον ζητάει από την Τουρκία να λάβει σοβαρά υπόψη τον ρόλο του Κογκρέσου στις διαδικασίες που συνδέονται με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, όπως ανέφεραν την βδομάδα που μας πέρασε η υφυπουργός Εξωτερικών, Βικτόρια Νούλαντ, και η υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Σελέστ Γουαλάντερ, στη διάρκεια ακρόασης για τη Ρωσία στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας.
Απαντώντας σε ερώτηση της γερουσιαστού Τζιν Σαχίν σχετικά με το αν η Ουάσιγκτον έχει γνωστοποιήσει στην Τουρκία ότι το ζήτημα της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ συνδέεται με το αίτημα της Άγκυρας για F-16, η Σ. Γουαλάντερ απάντησε θετικά. Η κυρία Νούλαντ σημείωσε ότι «έχουμε πει στους Τούρκους συμμάχους μας πως χρειαζόμαστε την υποστήριξη του Κογκρέσου για να προχωρήσουμε στη βελτίωση της ασφαλείας (δηλαδή τα F-16) που πιστεύουμε ότι χρειάζονται ως σύμμαχοι. Το Κογκρέσο είναι πιθανό να εξετάσει πολύ πιο ευνοϊκά το θέμα μετά την επικύρωση».
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έφερε στον Ερντογάν σημαντικές ευκαιρίες και επιτυχίες με τη διασφάλιση της ασφαλούς διόδου για τα ουκρανικά σιτηρά, επειδή η Τουρκία είναι ουσιαστικά η μόνη χώρα με μοχλό πίεσης και στις δύο πλευρές του χαρακώματος. Με δεδομένα τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας, τα οποία πρόσφατα κλιμακώθηκαν σε μια ολοκληρωμένη κρίση, αυτός ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Τουρκίας ίσως να ήταν η μόνη σωτηρία για τον γηράσκοντα ηγέτη που η Δύση είχε «συνηθίσει» να συνδιαλέγεται μαζί του και φυσικά δεν θα επιθυμούσε να έχει αντιμετωπίσει το «άγνωστο» μετά τις τουρκικές εκλογές. Όμως η στάση του απέναντι στο «καυτό» πρόβλημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, υπονομεύοντας τη συνοχή της συμμαχίας, αλλά και την εκθέτοντάς την για την αδυναμία της να επιβληθεί, του αφαιρεί «πόντους» και εξαντλεί την υπομονή όλων που αρχίζουν να χάνουν την υπομονή τους.
Όπως δημοσιεύθηκε στην “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ” που κυκλοφορεί
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ερντογάν: Οι δυτικές χώρες “θα πληρώσουν” για το κλείσιμο των προξενείων τους
Ο Ερντογάν και οι παράλογες απαιτήσεις του αλλάζουν άρδην τη διάθεση της Ευρώπης