Το 1993 ένας Νοτιοαφρικανός φωτορεπόρτερ, ο Κέβιν Κάρτερ. πήγε στο Σουδάν για να αποτυπώσει με τον φακό του τη φρίκη του λιμού και της εξαθλίωσης. Στη διάρκεια της αναζήτησής του για φωτογραφικό υλικό στο χωριό Αγιόντ, είδε ένα κορίτσι αποστεωμένο να προσπαθεί να συρθεί προς το κέντρο τροφοδοσίας.
Όταν σταμάτησε να το φωτογραφίσει, ένας γύπας προσγειώθηκε κοντά του. Το αρπακτικό περίμενε να φάει το νεκρό σώμα του κοριτσιού. Ο Κάρτερ είπε ότι έμεινε εκεί είκοσι λεπτά, αλλά το πουλί δεν έφευγε. Αφού έβγαλε τη φωτογραφία, έδιωξε το πουλί και το κορίτσι συνέχισε τον δρόμο του. Ο φωτορεπόρτερ πήγε κάτω από ένα δέντρο, άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να κλαίει. Το θέαμα ήταν πολύ τρομακτικό για να το αντέξει.
Του Νίκου Βασιλειάδη
Μετά από το περιστατικό, ο Κάρτερ πήρε την κάτω βόλτα. Έπαθε κατάθλιψη, έπινε και έπαιρνε ναρκωτικά. Δεν ήταν πια συγκεντρωμένος στη δουλειά του.
Τον Μάιο του 1994, ο Κάρτερ επιβραβεύτηκε για τη φωτογραφία του με το Πούλιτζερ, την ανώτατη διάκριση παγκοσμίως στον τομέα της δημοσιογραφίας.
Δύο μήνες μετά την απονομή του βραβείου, πήγε στο πατρικό του σπίτι στο Γιοχάνεσμπουργκ και αυτοκτόνησε. Ο Κάρτερ στο σημείωμα που άφησε έγραφε: «Με στοιχειώνουν οι αναμνήσεις των σκοτωμών, των πτωμάτων, του θυμού και του πόνου των πεινασμένων και τραυματισμένων παιδιών, οι εικόνες με τους πολεμοχαρείς τρελούς και τους εκτελεστές».
Δεοντολογία και ηθική
Η φωτογραφία του Κάρτερ προκάλεσε μια τεράστια συζήτηση για θέματα δεοντολογίας και ηθικής. Ωστόσο, ο Κάρτερ βοήθησε όσο λίγοι την περιοχή, καθώς ο κόσμος συνειδητοποίησε με σκληρό τρόπο την κατάσταση στο Σουδάν, με αποτέλεσμα την αύξηση της βοήθειας προς τις εξαθλιωμένες περιοχές της Αφρικής όπου κάθε τόπος που μαστίζεται από τους εμφυλίους και τη φτώχεια αφήνει το δικό του τραγικό και αποκρουστικό αποτύπωμα στην παγκόσμια Ιστορία.
«Η Αφρική είναι σκληρή, να το ξέρεις, και πληγώνει πολύ πριν σε αφήσει να την αγαπήσεις. Μα το Σουδάν, το Σουδάν είναι εξαίρεση, μια όαση προσήνειας, καλοσύνης, αθωότητας και ανθρωπιάς». Αυτά έγραφε η Ισαβέλλα Μπερτράν στο οδοιπορικό της για το Σουδάν, στα 2018, περιγράφοντας μια χώρα που μόλις είχε βγει μετά από μισό αιώνα εμφύλιου πολέμου (από το 1955 μέχρι το 2005, με μια ανακωχή έντεκα χρόνων από το 1972 ως το 1983), όπου συγκρούστηκαν ανελέητα ο έχων τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας μουσουλμανικός Βορράς με τον παραγκωνισμένο ανιμιστικό και χριστιανικό Νότο, που μετά από μια δύσκολη συμφωνία ανεξαρτητοποιήθηκε το 2011.
Ο βίαιος διαμελισμός
Το Σουδάν απέκτησε την ανεξαρτησία του από την αγγλοαιγυπτιακή κυριαρχία το 1956 και, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες αφρικανικές χώρες, ακολούθησε μια μακρά σειρά από πραξικοπήματα που άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο, με την κοινοβουλευτική δημοκρατία να αποτελεί σποραδικά ένα ενδιάμεσο σύντομο διάλειμμα και τον στρατό να αποτελεί τον βασικότερο πολιτικό θεσμό.
Το 2011 ο Νότος του Σουδάν αποσχίστηκε και δημιουργήθηκε ένα νέο κράτος, το Νότιο Σουδάν. Ο διαμελισμός ήταν αποτέλεσμα της οξύτατης αντιπαράθεσης μεταξύ ισχυρών ξένων δυνάμεων για τον έλεγχο της πλούσιας σε πετρέλαιο και άλλες πρώτες ύλες χώρας.
Πρωταγωνιστές από τη μια οι ΗΠΑ και η Βρετανία (αποικία της οποίας ήταν το Σουδάν) και από την άλλη η Κίνα, και δευτερευόντως άλλες χώρες που είχαν διεισδύσει δυναμικά στο Σουδάν «καπαρώνοντας» το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του εις βάρος των δυτικών πολυεθνικών.
Το Νότιο Σουδάν, που δημιουργήθηκε με την ενεργητική στήριξη των ΗΠΑ, έχει έκταση σχεδόν πενταπλάσια της Ελλάδας και 12.000.000 κατοίκους, ενώ στο έδαφός του βρίσκεται πάνω από το 70% των αποθεμάτων πετρελαίου του πάλαι ποτέ ενιαίου Σουδάν.
Ο κατοικούμενος κατά συντριπτική πλειονότητα από μουσουλμάνους Βορράς με την ονομασία «Δημοκρατία του Σουδάν» έμεινε με επικεφαλής τον επί 30ετία δικτάτορα Μπασίρ να μαστίζεται από τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αφού έχασε το κομμάτι εκείνο της παραγωγής του πετρελαίου (που ανήκει στο Νότιο Σουδάν).
Η ανατροπή του Μπασίρ
Η τελευταία προσπάθεια για να γίνει το Βόρειο Σουδάν Δημοκρατία ξεκίνησε με μια συμφωνία μετάβασης στην ομαλότητα ύστερα από λαϊκή εξέγερση και την αποπομπή τον Απρίλιο του 2019 του προέδρου Ομάρ αλ Μπασίρ.
Η ανατροπή του καθεστώτος Αλ Μπασίρ ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2018 στο Χαρτούμ, την πρωτεύουσα του Σουδάν, και κλιμακώθηκε με συνεχείς διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων στο Χαρτούμ και άλλες πόλεις.
Το καθεστώς του δικτάτορα Αλ Μπασίρ επιχείρησε να τις καταπνίξει με τη βία, δίχως να το καταφέρει, και άρχισε να ραγίζει. Ούτε η επιβολή στρατιωτικού νόμου μπόρεσε να τρομοκρατήσει τις μάζες που βγήκαν στους δρόμους. Οι καταγγελίες για βασανισμούς και δολοφονίες διαδηλωτών λειτούργησαν σαν λάδι στη φωτιά. Τελικά, φοβούμενοι μια ανεξέλεγκτη εξέγερση, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν πρωτοβουλία, έθεσαν τον Μπασίρ υπό περιορισμό και ανακοίνωσαν ότι «θα λάβουν υπόψη τους τα αιτήματα του λαού».
Σκοπός αυτής της συμφωνίας των στρατιωτικών ήταν να προχωρήσουν σε μια «ελεγχόμενη μεταπολίτευση». Το επίδικο φυσικά δεν ήταν η δημοκρατία, αλλά αν οι δυτικές χώρες θα κατόρθωναν να θέσουν ξανά υπό την επιρροή τους το Σουδάν, στο οποίο οι Κινέζοι είχαν ισχυρή παρουσία από τα παρασκήνια, όντας οι μεγαλύτεροι ξένοι «επενδυτές».
Βάσει λοιπόν αυτής της συμφωνίας μετάβασης που υπογράφθηκε τον Αύγουστο του 2019, ο στρατός μοιράζεται την εξουσία με αξιωματούχους που έχουν διοριστεί από πολιτικές οργανώσεις σε ένα σώμα διακυβέρνησης γνωστό ως Συμβούλιο Εθνικής Κυριαρχίας, με στόχο να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές έως τα τέλη του 2023.
Το πραξικόπημα του Μπουρχάν
Το πρωί της Δευτέρας 25 Οκτωβρίου του 2001, o στρατός με αρχηγό τον στρατηγό Άμπντελ Φάταχ αλ Μπουρχάν, μαζί με τους συμμάχους του, τις πολιτοφυλακές της Ταχείας Δύναμης, γνωστές ως «Janjawids», ελεγχόμενες από τον στρατηγό Μοχάμεντ Χάμνταν Νταγκάλο, που είναι ευρύτερα γνωστός ως Χεμεντί, προέβη σε ένα ακόμη πραξικόπημα λέγοντας ότι εκδίωξε την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αμπντάλα Χάμντοκ προκειμένου να αποτρέψει έναν νέο εμφύλιο πόλεμο στη χώρα.
Σχεδόν την ίδια στιγμή οι Σουδανοί βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν και να προασπίσουν τη δημοκρατία καταδικάζοντας αυτή την απόπειρα πραξικοπήματος και απαιτώντας μια πολιτική κυβέρνηση, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δοθεί για το τέλος της μεταβατικής διαδικασίας προς τον πλήρη εκδημοκρατισμό της χώρας.
Μερικές ώρες αργότερα ο Μπουρχάν εμφανίστηκε στην τηλεόραση προκειμένου να ανακοινώσει τη διάλυση του Συμβουλίου Εθνικής Κυριαρχίας, του σώματος που είχε δημιουργηθεί για τον διαμοιρασμό της εξουσίας ανάμεσα στον στρατό και στους πολιτικούς και είχε ως στόχο τη μετάβαση του Σουδάν προς τη δημοκρατία, δύο χρόνια μετά τη λαϊκή εξέγερση που οδήγησε στην απομάκρυνση του επί χρόνια απολυταρχικού ηγέτη Ομάρ αλ Μπεσίρ.
Ύστερα από δύο χρόνια ενός αγώνα που ξεκίνησε με το επαναστατικό κίνημα τον Δεκέμβριο του 2018, το οποίο σημαδεύτηκε από εκατοντάδες νεκρούς και την πτώση του δικτάτορα Αλ Μπασίρ την άνοιξη του 2019, οι προσπάθειες και η ελπίδα για εκδημοκρατισμό της χώρας και ειρήνη πέταξαν μακριά και ο στρατός ξαναπήρε τα ηνία στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας.
Η συμπόρευση των δύο στρατηγών κράτησε όμως πολύ λίγο. Οι συγκρούσεις που έχουν ξεσπάσει στην πρωτεύουσα του Σουδάν, Χαρτούμ, και σε άλλες περιοχές, συνδέονται με τη μάχη για την εξουσία εντός αυτής της νέας στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας όπου ο στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ Αλ Μπουρχάν, τυπικά πρόεδρος της χώρας και αρχηγός του τακτικού στρατού, και ο Ντάγκαλο ή Χεμεντί, αρχηγός των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης, που υποστηρίζεται από την παραστρατιωτική ρωσική οργάνωση Βάγκνερ, είναι οι δύο υπαίτιοι της νέας αιματοχυσίας που έχει βυθίσει στο χάος ακόμη μία φορά το Βόρειο Σουδάν.
Αυτοί οι δύο άνδρες, που κατέλυσαν τη δημοκρατία, τώρα διαφωνούν για την κατεύθυνση προς την οποία βαδίζει η χώρα, και ένα από τα βασικά «αγκάθια» της διαφωνίας τους είναι τα σχέδια για ένταξη των 100.000 μελών της παραστρατιωτικής οργάνωσης του Ντάγκαλο ή Χεμεντί στον στρατό, αλλά και ποιος θα ηγηθεί της νέας αυτής δύναμης.
Ο Αλ Μπουρχάν, στον στρατό από νέος, πήρε μέρος στον πόλεμο του Νταρφούρ και έχει κατηγορηθεί για φρικαλεότητες.
Ο Χεμεντί έχει μια ιδιαίτερη ιστορία, ίσως είναι ο πιο ισχυρός άνδρας στο Σουδάν. Μεγάλωσε στο Νταρφούρ, άφησε το δημοτικό, έγινε καμηλιέρης και στη συνέχεια πήρε και εκείνος μέρος στον πόλεμο του Νταρφούρ ως ηγετικό στέλεχος πολιτοφυλακής που κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου.
Το 2012 ανακαλύπτεται χρυσός στο Νταρφούρ και, αφού καταφέρνει να ελέγξει τα χρυσωρυχεία, παίρνει στα χέρια του όλο το εμπόριο και γίνεται ίσως και ο πιο πλούσιος άνθρωπος στο Σουδάν. Τα εκμεταλλεύεται μαζί με τη ρωσική εταιρεία μισθοφόρων της Βάγκνερ η οποία τον προμηθεύει με όπλα και τον βοήθησε να δημιουργήσει τη Δύναμη Ταχείας Υποστήριξης (RSF), μια έμπειρη μαχητική δύναμη που μπορεί να αριθμεί έως και 70.000 μαχητές και έχει τη δική της δομή διοίκησης, πλούτου και τα δικά της εμπορικά συμφέροντα.
Σύμφωνα με το προτεινόμενο σύμφωνο κατανομής της εξουσίας του στρατού, η RSF θα ενσωματωνόταν στον τακτικό στρατό, χάνοντας την ανεξαρτησία της. Αυτό θα ήταν πλήγμα για τον Χεμεντί, ο οποίος τρέφει φιλοδοξίες να γίνει πρόεδρος του Σουδάν, ενώ έχει σφυρηλατήσει στενούς δεσμούς με τη Ρωσία τα τελευταία χρόνια.
Τώρα ο στρατός με επικεφαλής τον στρατηγό Αλ Μπουρχάν διαμηνύει ότι δεν θα μπει σε καμία διαπραγμάτευση με την RSF του στρατηγού Ντάγκαλο απαιτώντας τη διάλυσή της.
Το… όψιμο ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων
Την ίδια ώρα, Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, ΟΗΕ, Ευρωπαϊκή Ένωση και Αφρικανική Ένωση ζητούν τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Αίγυπτος και Νότιο Σουδάν προσφέρονται ως διαμεσολαβητές, ενώ ο Σαουδάραβας υπουργός Εξωτερικών είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τους δύο αντίπαλους στρατηγούς.
Και αυτό το «ενδιαφέρον» υπάρχει καθώς ο πλούτος στο υπέδαφος του (φυσικό αέριο, χρυσός, ασήμι, χρωμίτης, ψευδάργυρος και σίδηρος) της χώρας έχει προσελκύσει εδώ και χρόνια περιφερειακά παιχνίδια ισχύος, της Ρωσίας, της Κίνας, των ΗΠΑ, της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και άλλων δυνάμεων που μάχονται για επιρροή στο Σουδάν. Και η στρατηγική που ακολουθούν συνοψίζεται στο «στηρίζουμε τον ισχυρότερο».
Η Τουρκία μάλιστα είχε επιδιώξει να εκμεταλλευτεί τους δεσμούς της με τον Ομάρ αλ Μπασίρ και να κερδίσει έδαφος στο νησί Σουακίν στο βορειοανατολικό Σουδάν, υπογράφοντας συμφωνία ύψους 650 εκατομμυρίων δολαρίων το 2017 για την ανάπτυξη του λιμανιού και τη δημιουργία ναυτικής αποβάθρας για στρατιωτικούς και πολιτικούς σκοπούς. Αυτό οδήγησε σε ανησυχία τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο σχετικά με τα σχέδια της Άγκυρας να ασκήσει επιρροή στην Ερυθρά Θάλασσα.
Αβέβαιο μέλλον
Το πότε θα τελειώσουν οι μάχες είναι ασαφές. Και οι δύο πλευρές φαίνονται αποφασισμένες να μην κάνουν πίσω και καταπατούν τη μία μετά την άλλη ακόμη και τις 24ωρες εκεχειρίες που απεγνωσμένα προσπαθεί να εφαρμόσει ο ΟΗΕ, για να δώσει χρόνο στους απλούς πολίτες να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες.
Εάν οι μάχες συνεχιστούν, τότε θα μπορούσε να κατακερματιστεί περαιτέρω η χώρα και να ενταθούν οι πολιτικές αναταράξεις. Στο μεταξύ, οι πολίτες του Σουδάν καλούνται να ζήσουν ακόμη μία περίοδο αβεβαιότητας και αιματοχυσιών. Το μόνο σίγουρο είναι για ακόμη μία φορά η μεγαλύτερη δυστυχία για τον σουδανικό λαό.
Όπως δημοσιεύθηκε στην “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ που κυκλοφορεί”
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Αποχώρησε η πρώτη ομάδα Ελλήνων από το Σουδάν- Δύο τραυματίες μεταξύ των απεγκλωβισθέντων
Μητσοτάκης για Σουδάν: Με εντολή μου δύο αεροσκάφη στην Αίγυπτο