«Αυτός, ο άνθρωπος αυτός, ήταν ο άλλος μου εαυτός», τραγουδούσε η Ρίτα Σακελλαρίου. Κάποιες φορές έπειτα από παραγγελιά του Ανδρέα Παπανδρέου. Ενός εκ των θαμώνων που προσυπέγραψαν τον μύθο της «Νεράιδας». Του νυχτερινού κέντρου στην παραλία του Αλίμου που μεγάλωσε γενιές και γενιές Ελλήνων.
Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η μυθιστορηματική ζωή του «άρχοντα» της νύχτας που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Πρωτεύουσας τις περασμένες δεκαετίες.
Τόσο πριν από το 1980, με θαμώνες από τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο έως και τον Αριστοτέλη Ωνάση, όσο και μετά τη χρονιά-ορόσημο, όταν το «πολιτιστικό κέντρο» κατά τον Βαγγέλη Γιαννόπουλο πέρασε στην ιδιοκτησία του Στηβ Κακέτση. Του επιχειρηματία που άρχισε να αφήνει το αποτύπωμά του στην Πατησίων, όπου ο πατέρας του είχε ένα εστιατόριο. Εκεί έμαθε να εργάζεται ο πιτσιρικάς που κάποια στιγμή θα γινόταν πρώτο όνομα στη νυχτερινή Αθήνα. Θα έφτανε στην κορυφή, θα άνοιγε πόρτες, θα συναναστρεφόταν με οικονομικούς κολοσσούς, αλλά και πολιτικούς της πρώτης σελίδας. Ακόμα και με πρωθυπουργούς, όπως ο Ανδρέας, γνωστός λάτρης της ελληνικής μουσικής.
Με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, ο Κακέτσης δεν ενώθηκε μόνο χάρη στη «Νεράιδα». Οι στίχοι του σουξέ που άκουγε ο Παπανδρέου έβρισκαν άμεση ανταπόκριση και στον επιχειρηματία. Κάθε μέρα του, άλλωστε, ήταν μια διαρκής αναφορά και μια μάχη επικράτησης με τον άλλο του εαυτό του.
Στα βαθιά
Η ζωή του Στηβ Κακέτση ήταν μυθιστορηματική. Όταν η οικογενειακή επιχείρηση χρεοκόπησε, ο 16χρονος Στηβ υποχρεώθηκε να βουτήξει στα βαθιά νερά της επιβίωσης. Ξέχασε τον πρωταθλητισμό στο πινγκ πονγκ κι έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αρχικά δούλεψε στον θείο του και καθημερινά τριβόταν με λαμαρίνες. Έπειτα πήγε στο Σικάγο. Με δανεικά, αλλά πήρε τα δικά του εργαλεία και άρχισε να βγάζει χρήματα. Δεν δίστασε να κοιμηθεί ακόμα και σε παγκάκια τα βράδια που του έλειπαν τα 16 δολάρια για να νοικιάσει ένα δωμάτιο. Αλλά κάτω δεν το έβαλε. Ούτε τη μοίρα του έκλαψε ούτε λύγισε. Κι αφού πάλεψε, τα κατάφερε!
Στις 4 Απριλίου του 1968, ο Στηβ γύρισε στη Νέα Υόρκη. Οδηγούσε μία Chevrolet. Εκτός από αυτοκίνητο αγόρασε και διαμέρισμα στο Long Island για να μείνουν οι γονείς του. Η οικονομική άνεση που απέκτησε του επέτρεψαν να αρχίσει τα ταξίδια στην Ελλάδα. Στις επισκέψεις του βρέθηκε αρκετές φορές στα μπουζούκια. Σε μία από τις νυχτερινές εξορμήσεις του, με παρότρυνση του φίλου του Γιάννη Πάριου, γνώρισε την Κατιάνα Μπαλανίκα. Την ερωτεύθηκε αμέσως. Την προσέγγισε. Την πρώτη φορά έπεσε σε τοίχο. Τον χαρακτήρισε μέχρι και «ηλίθιο που τρώει τα λεφτά του μπαμπά του». Πού να ήξερε ότι ο Στηβ συντηρούσε όλη την οικογένεια.
Η Κατιάνα
Τελικά, την «έψησε» και μέσα σε λίγες εβδομάδες, στις 2 Φεβρουαρίου 1975, το ζευγάρι παντρεύτηκε χωρίς του γονείς του Κακέτση. Η Κατιάνα τον ακολούθησε στην Αμερική. Ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι που ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον.
«Η Κατιάνα με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Είναι πολύ μορφωμένη, είναι άνθρωπος της κουλτούρας. Εγώ είμαι αλητρόνι. Μπορεί να στέκομαι παντού, αλλά έτσι είναι. Μου έμαθε πολλά», είχε πει σε ανύποπτη στιγμή για τη γυναίκα της ζωής του. Για τη μάνα του γιου του, Μάκη, που τον στήριξε στα δύσκολα τελευταία χρόνια, όπως είχε κάνει εκείνος με τους δικούς του γονείς.
Με την Κατιάνα είχε αποκτήσει νωρίτερα ένα παιδί, ένα κοριτσάκι. Έζησε, όμως, ελάχιστες ώρες διότι είχε γεννηθεί έξι μηνών. Στους απολογισμούς του, ο Στηβ ανέφερε πολλές φορές ότι μετάνιωσε που δεν έκανε με την επί 26 χρόνια σύζυγό του ακόμα ένα παιδί.
Κι όμως, κάποια στιγμή έδρασε ο… άλλος εαυτός του και άφησε την Κατιάνα για χάρη της Άντζελας Δημητρίου. Το μετάνιωσε και αυτό. Αλλά δεν έκανε πίσω και ας του έλεγε η Κατιάνα «χώρισε και γύρισε πίσω». Ο εγωισμός του δεν του επέτρεπε να παραδεχθεί το λάθος του και στην πράξη. Μέχρι το 2000 που κινήθηκε η διαδικασία του διαζυγίου, ο Κακέτσης είχε γίνει μεγάλος και τρανός.
Η «Νεράιδα»
Ο Στηβ Κακέτσης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1978, μαζί με τη σύζυγό του και τον γιο του και έπειτα από δύο χρόνια αγόρασε τη «Νεράιδα». Ρίσκο, και μάλιστα με τον Τόλη Βοσκόπουλο απέναντι. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε. Βρήκε, όμως, το απαραίτητο ρευστό και έπεισε τον «άρχοντα» να μετακομίσει στη «Νεράιδα». Κι εκεί άρχισαν όλα.
Το μαγαζί απογειώθηκε. Ήρθαν και οι συνεργασίες με τον Πάριο και τη Μαρινέλλα. Με τη Ρίτα Σακελλαρίου. Με την Κατερίνα Στανίση. Ήταν η εποχή που ο κιμπάρης Κακέτσης γινόταν αποδέκτης καθημερινών κλήσεων για ένα τραπέζι στο μαγαζί. Του τηλεφωνούσαν γνωστοί, μα και άγνωστοι. Πάμπλουτοι Έλληνες, μα και ανερχόμενοι στην επιχειρηματική αρένα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που απαντούσε: «Δεν άκουσα, πώς είπατε, ορίστε; Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε;». Ναι, πολλά από τα σουξέ τού σημάδεψαν τη ζωή. Ακόμα χειρότερη την έκαναν ένα πάθος και μία σκηνοθετημένη επιχείρηση για να τον πλήξει προσωπικά και επαγγελματικά.
Τα πάθη και τα λάθη
Το πάθος ήταν ο τζόγος. Αλλά όπως είχε πει κατ’ επανάληψη, από τη γυναίκα του και τον γιο του δεν έλειψε το παραμικρό. Ούτε ενόχλησαν το σπίτι του όσοι συμμετείχαν μαζί του στα διάφορα τραπέζια που στήνονταν όπου μπορούσε να φανταστεί ο καθένας.
Όσο για τη σκηνοθεσία, την Πρωτοχρονιά του 1994 έμαθε στις ΗΠΑ ότι εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του για υπόθεση ναρκωτικών. Οι δικηγόροι του τον συμβούλεψαν να παραμείνει στη Νέα Υόρκη έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην Ελλάδα. Ο Κακέτσης, όμως, επέστρεψε και παρουσιάστηκε αυτοβούλως σε εισαγγελέα και ανακριτή. Κρίθηκε προφυλακιστέος και έμεινε κάτι παραπάνω από εννέα μήνες στη φυλακή.
«Έφτυσα το γάλα της μάνας μου. Ένας φύλακας που ήταν 34 χρόνια εκεί και έχει βγει στη σύνταξη μου είχε πει “πρώτη φορά είδα άνθρωπο να κλαίει χωρίς δάκρυα και ήσουν εσύ”», ενώ αποκάλυψε ότι σκέφτηκε πολλές φορές να αυτοκτονήσει. «Δεν το έκανα διότι σκέφτηκα το στίγμα που θα έμενε στο παιδί μου». Στη φυλακή, όμως, έκλαψε. Όχι μπροστά στους άλλους. Εκεί το έπαιζε ατρόμητος και ας είχε δημιουργήσει ομάδα προστασίας του. Αποφυλακίστηκε χωρίς να δικαστεί. Με βούλευμα. Ήδη από το 1993 συνεργαζόταν με την Άντζελα. Την είχε κάνει «Lady» της νύχτας και εκείνη του συμπαραστάθηκε στη διάρκεια της ταλαιπωρίας του.
«Είχα ανάγκη μια σύντροφο», εξήγησε το… δεύτερο μεγαλύτερο λάθος της ζωής του και ας τον χαρακτήρισε η Δημητρίου ως «έρωτα που δεν πέρασε». Ακόμα και η κόρη της Άντζελας, η Όλγα, τον αποκάλεσε «πραγματικό πατέρα». Από εκείνη μάθαμε ότι στις 18 Μαΐου 2023 σε ηλικία 73 ετών έφυγε από τη ζωή ο Στηβ Κακέτσης.
Τα πάνω-κάτω
Η περιπέτεια με τη φυλακή τον ατσάλωσε. Παρά την είσοδο του Βοτανικού στη νυχτερινή ζωή, ο ευφυής επιχειρηματίας έφερε τα πάνω – κάτω. Έκοψε τη «Νεράιδα» στη μέση… Το 2003 έφτιαξε στο μισό κτίριο το «Kitchen Bar» και στο άλλο τη «Θέα». Για μια εξαετία τα μαγαζιά γνώρισαν μεγάλη επιτυχία! Και τα δύο! Τίποτα δεν προμήνυσε όσα θα ακολουθούσαν. Ακόμα, άλλωστε, έλεγαν κάποιοι ότι «λεφτά υπάρχουν».
Τα νυχτερινά μαγαζιά άρχισαν να δουλεύουν ολοένα και λιγότερο. Τα έξοδα, όμως, παρέμεναν δυσβάσταχτα. Τα μεροκάματα στα ύψη. Τι να πει ο Κακέτσης σε έναν καλλιτέχνη όταν στο παρελθόν είχε φτάσει να δίνει μέχρι και 2.500.000 δραχμές τη βραδιά σε έναν τραγουδιστή;
Τα χρέη άρχισαν να διογκώνονται. Η άλλοτε απαστράπτουσα «Νεράιδα» όχι απλώς έχασε τη λάμψη της, αλλά ρήμαξε. Κυριολεκτικά. Μόνο για τα ενοίκια χρειαζόταν 450.000 ευρώ τον χρόνο. Οι ρυθμίσεις σε Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες χάθηκαν. Ο Κακέτσης υποχρεώθηκε να πουλήσει το σκάφος του. Το σπίτι του στον Άλιμο. Έμεινε στο ενοίκιο. Μέχρι και ο γιος του, που είχε το δικό του χρηματιστηριακό γραφείο στη Νέα Υόρκη, τον στήριζε οικονομικά. Αλλά ο ίδιος δεν αισθανόταν καλά. Ένιωθε άστεγος.
«Δεν ήταν πλέον ο Στηβ που ξέραμε», δήλωσε πρόσφατα ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος για τον φίλο του και… ανταγωνιστή του. «Ούτε τα παράθυρα δεν ανοίγει πλέον», πρόσθεσε στην Τατιάνα Στεφανίδου.
Τα οικονομικά προβλήματα στάθηκαν και η αιτία του χωρισμού του από την Αννίτα, την τελευταία σύντροφό του. Επί περίπου 15 χρόνια στάθηκε στο πλευρό του. Αλλά όσο πιεζόταν, τόσο δυσκολότερος γινόταν ο Στηβ στη διαχείριση. Εύλογα επήλθε η ψυχολογική κόπωση και των δύο.
Η τελευταία μάχη
Κάπως έτσι ήρθαν ή, μάλλον, αυξήθηκαν τα δύσκολα. Δεν τα άντεξε ο Κακέτσης. Το εγκεφαλικό που υπέστη πριν από λίγους μήνες αποδείχθηκε μοιραίο. Κι ας έδωσε μάχη για να το ξεπεράσει. Κάπως έτσι έφυγε «ο άρχοντας», όπως τον αποχαιρέτησε η Άντζελα, η οποία απέφυγε να πάει στην κηδεία. Ίσως επειδή κατά καιρούς του χρέωσε όσα αρνητικά χούγια απέκτησε. Ίσως επειδή δεν την παντρεύτηκε, όπως διακαώς επιθυμούσε η «Lady». Βρέθηκαν, ωστόσο, εκεί για να πουν το τελευταίο αντίο πολλοί από εκείνους που δεν τον ξέχασαν στα δύσκολα χρόνια και τον στήριξαν όσο εκείνος το επέτρεπε, διότι ήταν υπερήφανος. Και μπορεί να έφυγε πρόωρα, στα 73 του χρόνια, αλλά τόσο ο Στηβ όσο και ο άλλος του εαυτός έζησαν για 10 ζωές…
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί