Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και την ενωμένη τουρκική αντιπολίτευση, εδραιώνοντας την εξουσία του για άλλη μία φορά μετά από 21 χρόνια στην ηγεσία της Τουρκίας.
Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Η νομισματική κρίση, η κακή διαχείριση των καταστροφών από τον σεισμό του Φεβρουαρίου τα πετσοκομμένα ανθρώπινα δικαιώματα και η καταστολή των αντιπάλων της κυβέρνησης δεν στάθηκαν ικανά να βλάψουν τον απόλυτο κυρίαρχο της τουρκικής δημοκρατίας, που θα γιορτάσει την επέτειο των χρόνων της σε ένα έτος.
Η αντιπολίτευση, που ήλπιζε να κερδίσει τις εκλογές και να ξεκινήσει τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, μπορεί να διαμαρτύρεται πως ο προεκλογικός αγώνας ήταν άδικος, όμως δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πως ο τουρκικός λαός μπροστά στην κάλπη επέλεξε αυτόν που όπως λέει το τραγούδι που έχουν γράψει για εκείνον: «Σε όσους ακούν και δεν ακούν. Σε όσους ρωτούν και σε όσους δεν ρωτούν. Εμείς τον αγαπάμε πολύ, τον αγαπάμε, τον αγαπάμε».
Και μετά από αυτή τη νίκη κανείς πια δεν αμφιβάλλει πως ο Ερντογάν την οφείλει κατά έναν μεγάλο βαθμό στα ισχυρά πελατειακά δίκτυα που έχει οικοδομήσει σε δύο δεκαετίες εξουσίας.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), που ιδρύθηκε το 2001, μέσα σε αυτά τα 20 και πλέον χρόνια φρόντισε να οικοδομήσει ένα εκτεταμένο σύστημα επιρροής, υποστήριξης και κρατικής γενναιοδωρίας, στο οποίο πολλοί Τούρκοι πολίτες έχουν βασιστεί για να ζήσουν, και ακριβώς επειδή φοβήθηκαν πως αυτό μπορεί να τελειώσει χωρίς τον Ερντογάν στην προεδρία, επέλεξαν ξανά Ερντογάν.
Σε αυτό το τεράστιο δίκτυο «στήριξής» του βασίστηκε ο Ερντογάν για να εξασφαλίσει το προβάδισμα στον πρώτο γύρο στις 14 Μαΐου εναντίον του αντιπάλου του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, που πρόβαλλε στις δημοσκοπήσεις ως το μεγάλο φαβορί, και χάρη σε αυτό κέρδισε πανηγυρικά τον δεύτερο γύρο.
Οι καλοί γνώστες της κατάστασης στην Τουρκία ήξεραν ότι ο προεκλογικός αγώνας έγερνε από καιρό υπέρ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τον 69χρονο πρόεδρο να χρησιμοποιεί μια σειρά από κρατικούς πόρους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ενώ τα Μέσα Ενημέρωσης που αναμφίβολα ελέγχονται και συνδέονται με την κυβέρνηση ακολούθησαν στενά το αφήγημα του ιδίου και του ΑΚΡ.
Προεκλογικοί μποναμάδες
Ο Ερντογάν προεκλογικά υποσχέθηκε πολλά στους Τούρκους πολίτες, όπως δωρεάν φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα με έκπτωση και 10GB δωρεάν Internet για τους φοιτητές, κοινωνική βοήθεια για ηλικιωμένους και φτωχούς, αρωγή σε καταστροφές και άδειες λειτουργίας επιχειρήσεων, αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Γενναιόδωρα προεκλογικά δώρα που καλύφθηκαν από τα κρατικά ταμεία και σχεδιάστηκαν για να αντισταθμίσουν μια ζοφερή οικονομική εικόνα για τη χώρα των 85 εκατ. κατοίκων, αφού ο πληθωρισμός κατακρημνίζει την αγοραστική δύναμη των απλών ψηφοφόρων.
Επιπλέον, όμως, τα ισχυρά δίκτυα που έχουν δημιουργήσει ο ίδιος και το κόμμα του επεκτείνονται και στις επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του πελατειακού του συστήματος, παίρνοντας δουλειές από την κυβέρνηση. Ένα κυκλικό σύστημα όπου κόσμος πληρώνεται για το προνόμιο να εργάζεται σε μια εταιρεία που ουσιαστικά πρόσκειται στο κράτος και η οποία με τη σειρά της παρέχει μίζες σε αντάλλαγμα αυτής της ιδιαίτερης μεταχείρισης.
Είναι γνωστό πως η κυβέρνηση παρέχει προσφορές και ευκαιρίες μόνο σε ομάδες που βρίσκονται κοντά της, και αυτός φυσικά ήταν και ένας από τους λόγους που λυσσαλέα το ΑΚΡ ήθελε να παραμείνει στην κυβέρνηση τρέμοντας στην ιδέα του τι θα γινόταν αν ελεγχόταν για αυτές του τις «ιδιαίτερες» προτιμήσεις και τα πελατειακά του δίκτυα . Έτσι λοιπόν στην Τουρκία, τα επιτεύγματα του κράτους δεν μπορούν να διαχωριστούν από τον ίδιο τον Ερντογάν, ο οποίος έχει δέσει γερά την πολιτική του μοίρα με τη συντηρητική βάση που έβλεπε και βλέπει τη μοίρα της συνδεδεμένη με τη δική του.
Αυτός είναι και ο λόγος που υπερίσχυσε το ΑΚΡ, το οποίο μαζί με τον υπερεθνικιστή εταίρο του διατήρησε την πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο διασφαλίζοντας 323 από τις 600 έδρες στην τουρκική εθνοσυνέλευση, που είναι η πιο συντηρητική, εθνικιστική και ισλαμιστική των τελευταίων δεκαετιών.
Το ΑΚΡ λοιπόν του Ταγίπ Ερντογάν μετρά περισσότερα από 11.000.000 μέλη, σύμφωνα με στοιχεία του Ανώτατου Δικαστηρίου της Τουρκίας, αλλάζοντας τον χαρακτήρα του κράτους, μετατρέποντάς το από κοσμικό – εθνικιστικό σε ισλαμιστικό – εθνικιστικό.
Στον αντίποδα, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, το οποίο ηγήθηκε του εξακομματικού συνασπισμού της αντιπολίτευσης της χώρας, συγκεντρώνει μόνο 1.400.000 μέλη.
Απομένει να σκεφτούμε ότι «πολλοί από τους συγγενείς των μελών του ΑΚΡ, των 11 δηλαδή εκατομμυρίων μελών, απολαμβάνουν υψηλόβαθμες θέσεις σε διοικήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, πανεπιστήμια και δήμους.
Μια ισχυρή εκλογική μηχανή η οποία χρησιμοποιεί το μεγάλο δίκτυό της για να παραμένει σε συνεχή επαφή με τους υποστηρικτές αλλά με τους εν δυνάμει υποστηρικτές.
Αυτό κυρίως εξηγεί γιατί ο Ερντογάν διατήρησε παρά τα προγνωστικά ένα ισχυρό δημοσκοπικό προβάδισμα ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης με τον Κιλιτσντάρογλου. Γιατί ακριβώς ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων θεωρεί ότι εξαρτάται από την παραμονή του ΑΚΡ στην εξουσία για να συνεχίσει να λαμβάνει τα οφέλη που αποκομίζει από το κράτος.
Επιπλέον σε περιόδους κρίσης οι ψηφοφόροι τείνουν συχνά να επιλέγουν πολιτικούς που γνωρίζουν. Έτσι οι Τούρκοι ψηφοφόροι προτίμησαν να ξαναψηφίσουν Ερντογάν αντί να πειραματιστούν με έναν νέο πολιτικό χωρίς καμία κυβερνητική εμπειρία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Τουρκία: Τετ α τετ Ερντογάν – Στόλτενμπεργκ για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ
Ερντογάν: Ανακοίνωσε τη νέα κυβέρνηση – Εκτός “βαριά” ονόματα