Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Γιατί οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν «σκοτώνουν» τον πληθωρισμό;

Η ΕΚΤ προχώρησε ήδη στην 9η κατά σειρά αύξηση μέσα σε ένα χρόνο, που αρχικά ήταν 0% και τώρα πλέον είναι στις 4,25 μονάδες

 

Του Νίκου Βασιλειάδη

Συνέβη μέσα στις φωτιές και πέρασε απαρατήρητο, αν και σημαντικότατο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μάνα του ευρώ και νομισματική ψυχή των χωρών της Ευρωζώνης, αύξησε τα τρία βασικά επιτόκιά της.
Το νομισματικά δραστικότερο από αυτά είναι το «βασικό επιτόκιο», με το οποίο αναχρηματοδοτεί τις εμπορικές τράπεζες για μέχρι επτά ημέρες.
Το συγκεκριμένο επιτόκιο ήταν 4% προ μηνός και τώρα πήγε στο 4,25%.
Βαρύτατη αύξηση! Πρόκειται για την 9η κατά σειρά αύξησή του μέσα σε ένα χρόνο, που αρχικά ήταν 0% και τώρα είναι στις 4,25 μονάδες, και τρομερή επιτάχυνση ανόδου εντός ενός έτους, που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ!

Γιατί όλο αυτό; Γιατί αυτό -υποτίθεται- απαιτείται για να νικηθεί ο πληθωρισμός, που η ΕΚΤ τον ανέχεται μέχρι ή κοντά στο 2% ετησίως, καθώς έτσι επιτάσσει η επικρατούσα (mainstream or orthodox) κλασική οικονομική επιστήμη που διδάσκεται σε όλα τα καλά πανεπιστήμια και εφαρμόζεται κατά γράμμα από την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, την ΕΕ, τις ΗΠΑ κ.λπ.
Αυτή διδάσκει ότι ο πληθωρισμός είναι κυρίως ένα νομισματικό φαινόμενο.

Υπερδανειοδότηση
Ξαφνική, δηλαδή, ύπαρξη πολλών χρημάτων στις τσέπες των καταναλωτών, οι οποίοι πασχίζουν να αγοράσουν προϊόντα τα οποία όμως η παραγωγή ή η αγορά δεν έχουν προλάβει να φέρουν στα ράφια.
Άρα, υπερβάλλουσα ζήτηση. Συνεπώς ανεβαίνουν οι τιμές. Και από πού έρχονται αυτά τα πρόσθετα λεφτά;
Ή από τυχόν φρενήρη υπερδανειοδότηση του κοινού από τις τράπεζες. Ή από επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, όταν το κράτος κάνει πολλά δημόσια έργα ή παρέχει υπερβαλλόντως φοροελαφρύνσεις ή παροχές, όπως fuel pass, market pass κ.λπ.
Πράγματα, δηλαδή, που γεμίζουν τις τσέπες των καταναλωτών με «κακά» λεφτά.
Οπότε αν ανεβάσει το βασικό επιτόκιο η ΕΚΤ, αυτό θα συμπαρασύρει και τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών σε άνοδο. Τότε θα ακριβύνουν όλα τα δάνεια και θα ανακοπεί η υπερζήτηση αγαθών – διά της τραπεζικής οδού. Οπότε θα πέσουν και οι τιμές, δηλαδή θα συρρικνωθεί ο πληθωρισμός.
Αυτή είναι η θεωρία και η θεωρία ως γνωστόν πάντα πετυχαίνει, φυσικά!
Αλλά εδώ υποβόσκει ένα μεγάλο και κρυπτόμενο από τους πολιτικούς δράμα, ένα δράμα για τους καταναλωτές.
Όλα τα ανωτέρω είναι σωστά, αν πρόκειται για πληθωρισμό ΖΗΤΗΣΗΣ. Δηλαδή, αν υπάρχουν, ξαφνικά, πρόσθετα λεφτά στις τσέπες των καταναλωτών.

Όμως στη σημερινή ευρωπαϊκή (και παγκόσμια) συγκυρία ο παρατηρούμενος πληθωρισμός δεν είναι «ζήτησης», αλλά «προσφοράς».
Δηλαδή ξεκινάει από την πλευρά της παραγωγής/προσφοράς, η οποία διαταράχτηκε βάναυσα και μέχρι παραλυσίας από δύο αίτια. Πρώτον, από το παγκόσμιο lockdown της COVID-19, που αποδιοργάνωσε τα παγκόσμια supply chains, και, δεύτερον, από τις αμερικανικές κυρώσεις (sanctions) κατά της Ρωσίας.
Συνεπώς, η συνταγή της αύξησης των επιτοκίων όχι μόνο δεν θεραπεύει το πρόβλημα, αλλά προσθέτει και επιπλέον μπελάδες.

Κόστος
παραγωγής
Αυξάνει το κόστος παραγωγής αυτών των «λιγότερων» αγαθών και τείνει να τα ακριβαίνει κι άλλο.
Και επειδή η αγοραία πραγματικότητα δεν επιτρέπει την αύξηση τιμών (στα πολυτελέστερα αγαθά), η παραγωγή μειώνεται με απολύσεις και ύφεση. Όπου όμως μπορεί να συμβεί (στα βασικότερα αγαθά, όπως φέτα, ελιές, ντομάτες, βενζίνη κ.λπ.), αφού το ρυθμιστικό βάρος μετατίθεται στον καταναλωτή, ο οποίος μειώνει τη ζήτησή του στρώνοντας τον δρόμο στη γενικότερη ύφεση.
Συμπερασματικά, η θεραπεία του πληθωρισμού, μέσω του ανεβάσματος των επιτοκίων από την ΕΚΤ, ισοδυναμεί με τη θεραπεία ενός υψηλού πυρετού διά της θανατώσεως του ασθενούς.
Πράγμα που κάνει την επικρατούσα κλασική ορθόδοξη οικονομική θεωρία καλή μόνο για τις πανεπιστημιακές αίθουσες και τα οικονομικά εγχειρίδια των φοιτητών, αλλά σίγουρα όχι για την καθημερινότητα του πολίτη.

Και επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδίως τώρα, προ ακόμη μίας προεκλογικής περιόδου, κόπτεται να μας πείσει πως μοναδική έγνοια της είναι το καλό του Ευρωπαίου πολίτη από την αρπακτική πληθωρική κερδοσκοπία, θα περίμενε κανείς να κάνει κάποιες βασικές κινήσεις για να περιορίσει το κακό στο οποίο έχει περιπέσει ολόκληρη η Ευρώπη.
Για παράδειγμα θα μπορούσε να απαγορεύσει ολωσδιόλου ορισμένες εισαγωγές, να βάλει μέγιστες ποσοστώσεις εισαγωγών, υψηλούς δασμούς κατά περίπτωση, ενώ με μια παρεμβατική επιτροπή τιμών και εισοδημάτων να καθορίσει το μέγιστο ανεκτό ύψος ανατιμήσεων των διαφόρων προϊόντων, κατ’ αναλογίαν της αυξήσεως του κόστους κτήσεως.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΗΠΑ: Αστυνομικός σκότωσε 36χρονο που της επιτέθηκε με… μαρκαδόρο – Πυροβόλησε μπροστά σε παιδί

H Λαγκάρντ πήρε πάλι όπλο της – Αύξηση 0,25% στα επιτόκια


Κερδοσκοπία
Αυτά βέβαια ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού! Η πραγματικότητα είναι ο θρίαμβος του απάτριδος κερδοσκοπικού κεφαλαίου (funds), που έχοντας σχεδόν εξαντλήσει τον ζωτικό χώρο του και επιβουλευόμενο ανοικτά τον ρωσικό και τον αφρικανικό, πραγματοποιεί τις «επενδύσεις» του υπό όρους πληθωρισμού και επιτοκίων. Οι επενδύσεις του δεν είναι πραγματικές (βιομηχανίες, έργα κ.λπ.), αλλά κερδοσκοπικές χρηματοπιστωτικές (options, futures, stocks, Ponzi schemes etc).
Και κάπως έτσι διανύουμε συνολικά δεκαεπτά (17) συνεχόμενους μήνες διψήφιου πληθωρισμού τροφίμων, από τον Μάρτιο του 2022 που ο πληθωρισμός τροφίμων υπερέβη στη χώρα το 10% και από τότε δεν υπάρχει γυρισμός.
Μάλιστα, τον Ιούνιο ο ελληνικός πληθωρισμός τροφίμων που βρέθηκε στο 12,2% ήταν 1,4 μονάδες υψηλότερος από αυτόν της Ευρωζώνης, ο οποίος ήταν στο 10,8%, με την Ελλάδα να κατέχει το ρεκόρ των υψηλότερων από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο ανατιμήσεων στις 11 από τις 20 κατηγορίες τροφίμων.

Δεν είναι μυστικό, επίσης, ότι πολλά προϊόντα σε ελληνικά σούπερ μάρκετ είναι πολύ πιο ακριβά από τα ίδια ακριβώς σε ευρωπαϊκά. Η πολιτική των επιτοκίων, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, κάνει χαρούμενες τις τράπεζες. Για παράδειγμα, η Morgan Stanley εκτιμά ότι η άνοδος των επιτοκίων αυξάνει τα καθαρά έσοδα των ελληνικών τραπεζών από 6% έως 10% το 2023.

 

Και όμως η Κριστίν Λαγκάρντ παραμένει κατηγορηματική: «Το έργο μας δεν έχει τελειώσει ακόμη. Αν δεν υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στις προοπτικές για τον πληθωρισμό, θα συνεχίσουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια», δηλώνει και προειδοποιεί ότι «είναι απίθανο στο εγγύς μέλλον η κεντρική τράπεζα να μπορεί να δηλώσει με απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει επιτευχθεί η μέγιστη αύξηση των επιτοκίων».
Ως εκ τούτου, η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων βαθαίνει την ύφεση και επιδεινώνει την κατάσταση στους πολίτες που βλέπουν απογοητευμένοι τις αντιπληθωριστικές πολιτικές της ΕΚΤ να αποτυγχάνουν να παραγάγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η συνεχής αύξηση των επιτοκίων κινδυνεύει να βλάψει την οικονομία περισσότερο απ’ ό,τι μειώνει τον πληθωρισμό, καθιστώντας τη μια θεραπεία που κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.
Και σε μια περιοχή όπου οι επιχειρήσεις ακόμη εξαρτώνται από τον τραπεζικό δανεισμό και όχι από τις χρηματιστηριακές αγορές για τη χρηματοδότηση των επενδύσεών τους, η έλλειψη ρευστότητας μπορεί γρήγορα να καταστεί αντιπληθωριστική – συνθλίβοντας την ανάπτυξη.
Χωρίς αυξήσεις στους μισθούς, χωρίς ουσιαστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και επαναπατρισμό της παραγωγής, δίχως ανταγωνιστικές τιμές στην ενέργεια, το πρόβλημα του πληθωρισμού δεν θα λυθεί. Όσο κι αν επιμένουν η Λαγκάρντ και οι ομοτράπεζοί της στη Φρανκφούρτη να σφίγγουν τη νομισματική πολιτική.

Από την «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ»  που κυκλοφορεί



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ