Οι κερδισμένοι και οι μεγάλοι χαμένοι των νέων δεδομένων – Το όφελος που αποκρύπτει η κυβέρνηση και τα τρικ για να πιάσει η τσιμπίδα της ΑΑΔΕ όσους φοροδιαφεύγουν
Με μια κίνηση η κυβέρνηση πετυχαίνει δύο στόχους. Πρώτον, θα εισπράξει περισσότερα έσοδα από τους ελεύθερους επαγγελματίες, τα οποία φτάνουν τουλάχιστον τα 600 εκατ. ευρώ, βάζοντας τεκμαρτούς φόρους επί δικαίους και αδίκους (αν και ο τρόπος που το κάνει και οι αντιδράσεις από συγκεκριμένες συντεχνίες με το πρόσχημα της προστασίας των αδυνάμων δείχνουν ότι περισσότερο χτυπάει όσους κρύβονται).
Δεύτερον, δεν θα συνεχίσει να πληρώνει επιδόματα σε ένα μεγάλο κομμάτι ελευθέρων επαγγελματιών, επιτυγχάνοντας και εξοικονόμηση δαπανών. Η κυβέρνηση το υπολογίζει σε 100 εκατ. ευρώ, αλλά το ποσό είναι πολλαπλάσιο δεδομένου του αριθμού των ελευθέρων επαγγελματιών που δηλώνει κάτω από 10.920 ευρώ εισόδημα. Η αναγκαστική, δε, καταγραφή κερδών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα και περισσότερα πραγματικά έσοδα λόγω αύξησης των εσόδων από ΦΠΑ. Οι μόνοι που είναι κερδισμένοι είναι οι επαγγελματίες που δήλωναν πάνω από 10.920 ευρώ και θα δουν να μειώνεται το τέλος επιτηδεύματος στο μισό.
Η ισχυρή αντίδραση των συνδικαλιστών που έχουν μάθει να χαϊδεύουν αυτιά δείχνει ότι οι διαμαρτυρίες είναι έντονες, όπως συμβαίνει πάντα όταν κάποιος καλείται να πληρώσει περισσότερα, ειδικά όταν επί χρόνια έχει μάθει να ζει με τα ταμεία της φοροδιαφυγής. Άλλωστε οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους καθώς το 71% των ελευθέρων επαγγελματιών δηλώνει εισόδημα κάτω από το αφορολόγητο των 10.920 ευρώ.
Βέβαια η κυβέρνηση στην ουσία δεν ξεκαθαρίζει πού θα πάνε τα πρόσθετα έσοδα, αλλά είναι σαφές ότι το 2024 δεν θα έχει καμία σχέση με το 2023 καθώς το πάρτι της δημοσιονομικής χαλάρωσης τελειώνει και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος ανεβαίνει αδιαπραγμάτευτα στο 2%.
Το νέο σύστημα φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών προβλέπει κατ’ αρχάς ότι κανένας ελεύθερος επαγγελματίας, με εξαίρεση αγρότες και «μπλοκάκια», δεν μπορεί να δηλώνει φορολογητέο εισόδημα κάτω από 10.920 ευρώ. Μάλιστα, με ένα σύνθετο σύστημα προσαυξήσεων το τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα μπορεί να φτάσει ακόμα και στις 50.000 ευρώ. Όσοι δηλώνουν πάνω από το ελάχιστο τεκμαρτό θα έχουν μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 50%, ενώ όσοι συνεχίσουν να δηλώνουν λιγότερα φορολογούνται με τεκμαρτό τρόπο, αλλά έχουν μείωση επιτηδεύματος 25%.
Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις των νέων επιχειρήσεων (κάτω της τριετίας), που δεν επηρεάζονται.
Είναι προφανές ότι η επιβάρυνση γι’ αυτούς που δηλώνουν μηδενικά έσοδα ή ζημίες είναι σημαντική, καθώς θα κληθούν να πληρώσουν όλο το ποσό του φόρου μειωμένο, συν το τέλος επιτηδεύματος που θα είναι όμως μειωμένο κατά 50%, αφού αν φοροδιαφεύγουν θα εμφανίσουν αύξηση μεγεθών για να γλιτώσουν.
Και αυτό είναι η μεγάλη παγίδα, καθώς με τις τεχνικές ελέγχου της ΑΑΔΕ την επόμενη χρονιά οι εν λόγω ελεύθεροι επαγγελματίες θα κληθούν να εξηγήσουν το θαύμα που τους συνέβη.
Ενδεικτικά παραδείγματα
Σύμφωνα με τα παραδείγματα που έδωσε το υπουργείο παρουσιάζονται οι εξής ενδεικτικές περιπτώσεις:
– Νέος αυτοαπασχολούμενος με 3.000 δηλωθέν εισόδημα, είχε 270 ευρώ φόρο εισοδήματος (με συντελεστή 9%) και θα συνεχίσει να έχει τον ίδιο φόρο χωρίς αλλαγή.
– Αυτοαπασχολούμενος με δηλωθέν εισόδημα 50.000 ευρώ, θα πληρώσει 325 ευρώ λιγότερα.
– Παλιός αυτοαπασχολούμενος με δηλωθέν εισόδημα 1.500 ευρώ, είχε 135 ευρώ φόρο και 650 ευρώ τέλος. Σύνολο 785 ευρώ. Με το νέο σύστημα θεωρούνται 14.196 ως εισόδημα και θα έχει επιβάρυνση 1.038 ευρώ.
– Αυτοαπασχολούμενος με μηδέν δηλωθέν εισόδημα και μεγάλο τζίρο. Σήμερα πληρώνει μόνο τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ. Με τις προσαυξήσεις του εργοδοτικού κόστους και του μεγάλου τζίρου πηγαίνει σε 25.833 ευρώ φορολογητέο εισόδημα και έχει αύξηση στη φορολογία κατά 4.083 ευρώ.
– Αυτοαπασχολούμενος με δηλωθέν εισόδημα 7.000 ευρώ και 200.000 τζίρο, είχε 630 ευρώ φόρο και 650 ευρώ τέλος. Σύνολο 1.280 ευρώ. Με το νέο σύστημα θεωρούνται 14.196 ως εισόδημα και επειδή έχει μεγάλο τζίρο θα προσαυξηθεί κατά 70% σε 24.133 ευρώ φορολογητέο εισόδημα. Συνολικά θα έχει μια αύξηση στη φορολογική επιβάρυνση κατά 2.977 ευρώ.
Ουσιαστικά η λογική του νέου συστήματος είναι η λεγόμενη «ελάχιστη αμοιβή». Αυτή η ελάχιστη αμοιβή, η οποία είναι «μαχητή», δεν μπορεί να είναι μικρότερη από:
– Τον ελάχιστο βασικό μισθό προσαυξημένο κατά 10% για κάθε τρία χρόνια εργασίας ως αυτοαπασχολούμενου. Δεν μετράνε τα τρία πρώτα χρόνια, ενώ οι τριετίες δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις τρεις. Επομένως, μέγιστη προσαύξηση 30%.
– Τον ανώτερο ετήσιο μισθό έως 30.000 ευρώ που ο ελεύθερος επαγγελματίας καταβάλλει στο προσωπικό του.
Όποια από τις δύο παραπάνω παραμέτρους είναι μεγαλύτερη, κερδίζει και διαμορφώνει τη βάση υπολογισμού της ελάχιστης αμοιβής.
Στη συνέχεια επιβάλλονται προσαυξήσεις, σωρευτικά, με δύο τρόπους:
– Με ένα ποσό ίσο με το 10% του ετήσιου κόστους μισθοδοσίας (μισθός, εργοδοτικές εισφορές, παροχές σε είδος) του προσωπικού που ο αυτοαπασχολούμενος απασχολεί στην επιχείρησή του, με ανώτατο όριο τις 15.000 ευρώ.
– Με ένα συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος του αυτοαπασχολούμενου είναι σημαντικά μεγαλύτερος από τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ με τα μεγαλύτερα έσοδα. Ο συντελεστής αυτός είναι 35% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 100% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων, 70% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 150% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων και 100% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 200% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων.
Η ελάχιστη αμοιβή, από την άλλη πλευρά, μειώνεται:
– Στους ελεύθερους επαγγελματίες με νεοσύστατη επιχειρηματική δραστηριότητα κατά 100% για τα πρώτα 3 χρόνια, 67% για το τέταρτο έτος και 33% για το πέμπτο έτος.
– Κατά 50% όταν ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του 80%.
– Κατά 50% όταν ο ελεύθερος επαγγελματίας ασκεί τη δραστηριότητά του και έχει την κύρια κατοικία του σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά κάτω από 3.100 κατοίκους.