Τι συμβαίνει στο “Ελντοράντο η Ελλάς;” Μέσα σε τρία χρόνια τα κέρδη που φεύγουν, παρά κάτι τριπλασιάστηκαν. Οι επενδύσεις όμως μειώνονται. Κάτι βλέπουν;
Κάτι τρέχει;
Εν αρχή, οι τιµές είχαν αρχίσει να πιέζονται λόγω της σταδιακής ανατίµησης καυσίµων – ενέργειας από τα µέσα του 2021, η κατάσταση επιδεινώθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα γνωστά προβλήµατα στις πρώτες ύλες και τις αλυσίδες εφοδιασµού.
Το πρόβληµα αντιµετωπίστηκε καθ’ ηµάς όπως όλα τα άλλα: µε αµεριµνησία.
Η κυβέρνηση αρκούνταν να επαναλαµβάνει µε ανακούφιση ότι ο πληθωρισµός είναι εισαγόµενος (άλλωστε, όλα τα προβλήµατα σ’ αυτή τη χώρα είτε εισάγονται είτε προκαλούνται από κακόπιστους λαϊκιστές…) και να µοιράζει αφειδώς επιδόµατα οριζοντίως.
Παρατηρώντας την κατάσταση οι αγορές (που καθ’ ηµάς έχουν κακοµάθει να δουλεύουν µε υψηλά ποσοστά κέρδους, τα οποία δεν συναντάς σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα…) κατέληξαν ότι είναι κρίµα να αφήσουν να πάει χαµένη µια τέτοια κρίση – που αντί να ελεγχθεί, επιδοτείται. Ετσι, ο εισαγόµενος γρήγορα µεταλλάχτηκε σε πληθωρισµό κερδών ή, όπως διεθνώς καθιερώθηκε ο όρος, σε πληθωρισµό απληστίας.
Οι καθ’ ηµάς αγορές εκµεταλλεύτηκαν την άνοδο των τιµών των εισαγοµένων ως ευκαιρία για να διευρύνουν την κερδοφορία τους. Συστηµατικά, κάθε µήνα και επί πολλούς µήνες, οι τιµές των τροφίµων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης τρέχουν περισσότερο από όσο στην Εσπερία, παρότι στη χώρα µας οι τιµές τους κατά τεκµήριο ήταν ήδη (έως πολύ) υψηλότερες.
Γίνεται µια τεράστια αναδιανοµή πλούτου: στο «Ελντοράντο η Ελλάς», σε απόκλιση από τους 27 –όπου µισθοί και κέρδη ακολουθούν σχεδόν παράλληλη πορεία– η ψαλίδα ανοίγει.
Το µερίδιο των µισθών συρρικνώνεται (το δεύτερο χαµηλότερο στους 27) και το µερίδιο των κερδών φουσκώνει – το τρίτο µεγαλύτερο στους 27.
Επιπλέον, έχουµε τα δύο πιο διαφορετικά ευρώ: ένα πάµφθηνο, το πιο φθηνό στην Ευρώπη (του µικροκαταθέτη) κι ένα πανάκριβο, το πιο ακριβό στην Ευρώπη (των τραπεζών).
Από τη µια είναι η εικόνα: το άφθονο χρήµα από τα ουρανοκατέβατα κέρδη, τον αυξανόµενο κρατικό δανεισµό, τα πληθωριστικά φορολογικά έσοδα και την ταχεία ρευστοποίηση (χωρίς κοινωνικά – αναπτυξιακά κριτήρια) των πόρων, ειδικά του Ταµείου Ανάκαµψης, φιλοτεχνεί µια µαγική εικόνα ανάπτυξης – παρότι το ΑΕΠ είναι µικρότερο και το χρέος πολύ υψηλότερο από όσο ήταν πριν από 15 χρόνια, όταν πέσαµε στα βράχια της κρίσης.
Από την άλλη είναι η πραγµατικότητα: µία πλευρά της, ότι παρά την πρωτοφανή αύξηση κερδών και το απίστευτο χρήµα που κυκλοφορεί, η επενδυτική δραστηριότητα υστερεί. Σύµφωνα µε τον προϋπολογισµό, πέρυσι οι επενδύσεις θα αυξάνονταν 15,5% – αυξήθηκαν µόνο 7%.
Φέτος προβλέπεται ότι θα αυξηθούν 15,1% – κι αυτό είναι στον αέρα. Αλλωστε, κι όσες σχετικά µεγάλες επενδύσεις γίνονται, γίνονται µε λεφτά του ΕΣΠΑ και του ΤΑΑ, και µόνο µια µικρή ιδιωτική συµµετοχή στο κεφάλαιο. Τι γίνονται τα κέρδη, πέρα από πολυτελή κατανάλωση;
Επενδύονται στο εξωτερικό. Η αυξηµένη κερδοφορία που αποκτάται εδώ (χάρη στον πληθωρισµό κερδών, στον αναιµικό ανταγωνισµό και στην εξαέρωση των µισθών…) αναζητεί την τύχη της εκτός συνόρων.
Ετσι, οι ελληνικές άµεσες επενδύσεις στο εξωτερικό, από 1.147,7 εκατ. ευρώ που ήταν το 2021 αυξήθηκαν 121% κι έφτασαν τα 2.538,5 εκατ. το 2022 και, πέρυσι πάλι, αυξήθηκαν άλλο 28% κι έφτασαν τα 3.240,4 εκατ. ευρώ. Μέσα σε τρία χρόνια τα κέρδη που φεύγουν, παρά κάτι τριπλασιάστηκαν. Κάτι βλέπουν;…
Μέσα σε τρία χρόνια τα κέρδη που φεύγουν, παρά κάτι τριπλασιάστηκαν.
Πηγή: kathimerini.gr /Κώστας Καλλίτσης