Έχουν περάσει 13 χρόνια από τότε που ο σεισμός και η πυρηνική καταστροφή στο εργοστάσιο Νταΐτσι της Φουκουσίμα ρήμαξαν τη βορειοανατολική Ιαπωνία, κι όμως η περιοχή και οι κάτοικοι δεν έχουν συνέλθει: υποφέρουν ακόμα από τις συνέπειες αυτής της καταστροφής.
Ο Sam Annesley, Γενικός Διευθυντής του ιαπωνικού γραφείου της Greenpeace, σχολιάζει:
Μετά τον σεισμό 7,6 ρίχτερ στα ανοιχτά της χερσονήσου Νότο την 1η Ιανουαρίου 2024, δύο από τις πέντε εξωτερικές γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στον πυρηνικό σταθμό Shika έγιναν μη λειτουργικές λόγω κατεστραμμένων σωλήνων μετασχηματιστών, ενώ η πλήρης αποκατάστασή τους εκτιμάται ότι θα διαρκέσει πάνω από έξι μήνες [1]. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αυτό ήταν ένα απροσδόκητο πρόβλημα που προέκυψε εξαιτίας της ανάγκης για εφεδρικές πηγές ενέργειας έκτακτης ανάγκης στους πυρηνικούς σταθμούς μετά το ατύχημα στη Φουκουσίμα, το οποίο προκάλεσε τήξη λόγω απώλειας ισχύος. Όλο αυτό όμως, τονίζει τα επίμονα τρωτά σημεία της πυρηνικής ενέργειας.
Στην περιφέρεια Ισικάουα, ο ίδιος σεισμός προκάλεσε ζημιές σε περισσότερα από 74.000 σπίτια (μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2024) [2]. Ορισμένοι δρόμοι καταστράφηκαν, δυσκολεύοντας την εκκένωση εσωτερικών και εξωτερικών χώρων που περιγράφεται στις κυβερνητικές κατευθυντήριες γραμμές για πυρηνικά ατυχήματα. Παρά τις συζητήσεις σχετικά με τα σχέδια εκκένωσης σε περιοχές πυρηνικών εργοστασίων τα τελευταία 13 χρόνια, είναι προφανές ότι η ασφάλεια των κατοίκων σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος που συμπίπτει με μια μεγάλη καταστροφή είναι πρακτικά έωλη.
Αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους πολλούς κινδύνους που συνδέονται με τα πυρηνικά εργοστάσια. Τον Μάιο του 2023, ψηφίστηκαν στην Ιαπωνία νόμοι για την Πράσινη Μετάβαση (GX). Ενώ λοιπόν η κυβερνητική πολιτική GX υπόσχεται στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ως κύρια πηγή ενέργειας, υποστηρίζει επίσης την επανεκκίνηση πυρηνικών εργοστασίων και την ανάπτυξη αντιδραστήρων επόμενης γενιάς. Επιπλέον, οι νόμοι που σχετίζονται με την GX επεκτείνουν την περίοδο λειτουργίας των πυρηνικών αντιδραστήρων από 40 σε πάνω από 60 χρόνια [3], αγνοώντας φανερά τα μαθήματα από τη Φουκουσίμα.
Σε αντίθεση με την πολιτική που ακολουθήθηκε μετά τη Φουκουσίμα και είχε στόχο την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από την πυρηνική ενέργεια, η ιαπωνική κυβέρνηση επέστρεψε πρόσφατα στην προώθηση της πυρηνικής ενέργειας με το πρόσχημα της διασφάλισης σταθερού ενεργειακού εφοδιασμού και της απαλλαγής από τα ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, 13 χρόνια μετά τη Φουκουσίμα, οι κίνδυνοι, όπως αυτοί που αποκαλύφθηκαν από τον σεισμό στη χερσόνησο Νότο, φαίνεται να παραμένουν ανεξέλεγκτοι και οι επιπτώσεις της πυρηνικής καταστροφής συνεχίζουν να γίνονται αισθητές μέχρι σήμερα.
Σε μια χώρα που διαθέτει άφθονες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, φημίζεται για την τεχνολογική της δεινότητα και είναι επιρρεπής σε συχνούς σεισμούς, δεν υπάρχει καμία λογική δικαιολογία για την επιμονή στην πυρηνική ενέργεια. Η ιαπωνική κυβέρνηση πρέπει να επανεξετάσει την τρέχουσα ενεργειακή στρατηγική της, επιταχύνοντας την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας και των ορυκτών καυσίμων, προωθώντας παράλληλα την εξοικονόμηση ενέργειας, η οποία ενισχύει την υγεία, την άνεση και την αποδοτικότητα, καθώς και την προώθηση της υιοθέτησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε αρμονία με τις τοπικές κοινότητες και το περιβάλλον.»