Αυτό που μένει στο τέλος, όταν σβήσεις με το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση είναι η αίσθηση πως οι πάντες στην πολιτική σκηνή – και όχι σε μια θεατρική όπως θα ταίριαζε – δίνουν μια παράσταση αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε Θέατρο του Παράλογου.
Στην πράξη, το Θέατρο αυτό του Παραλόγου ή της πολιτικής ξεφεύγει από τους ρεαλιστικούς χαρακτήρες, καταστάσεις και ό,τι είναι συνδεδεμένο με τις συμβάσεις. Ο χρόνος, ο τόπος και η ταυτότητα είναι ασαφή και ρευστά, και ακόμη και η βασική αιτιότητα συχνά καταρρέει.
Πώς λοιπόν να εξηγήσεις πως μπροστά στον “εχθρό” Μητσοτάκη, βλέπουμε τους Κασσελάκη και Ανδρουλάκη να εμφανίζονται ενωμένοι και αποφασισμένοι, μια φωνή και μια γροθιά ενώ λίγες μέρες πριν δεν άντεχε να βλέπει ο ένας τον άλλον και εκτόξευαν μύδρους εκατέρωθεν. Συμμαχίες της “αρπαχτής” που ενώνουν αντιτιθέμενα συμφέροντα δεν μπορεί να μην είναι προσωρινές και θνησιγενείς, η συγκυρία όμως άξιζε τον κόπο. Βλέπεις αν ο Κώστας Αχ. Καραμανλής δεν λεγόταν Καραμανλής, ίσως και δεν θα άξιζε τον κόπο για όλο αυτό.
Και πως να εξηγήσεις έναν Κ. Καραμανλή να εμφανίζεται μειλίχιος στην Ολομέλεια της Βουλής σε αρκετά διαφορετικό ύφος από εκείνο που είχε όταν κατέθετε στην Εξεταστική Επιτροπή, υιοθετώντας μια άλλη ρητορική. Ίσως γιατί γνωρίζοντας πως όλα τα μάτια θα ήταν στραμμένα πάνω του, το πρόσωπό του, ή καλύτερα το όνομά του δίνει απλόχερα την ευκαιρία της δημιουργίας ενός κλίματος αντίστοιχου με εκείνου του 2011, όταν γεννήθηκε (ή καλύτερα επανήλθε) στη χώρα η ιδέα της αξίωσης λαϊκών δικαστηρίων ως μέσου άσκησης πολιτικής; Από άρτον μπορεί να χωλαίνουμε, αλλά από θεάματα…σούπερ! Και σημειωτέον η πολιτική είναι πολύ σκληρή αρένα.