Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Έτοιμη να φιλοξενήσει πυρηνικά όπλα του ΝΑΤΟ στο έδαφός της δηλώνει η Πολωνία

Τη χρονική στιγμή που η Ρωσία εμφανίζεται έτοιμη για μεγάλης κλίμακας επίθεση στην ανατολική Ουκρανία και κλιμακώνει παράλληλα τις απειλές προς τη Δύση, οργισμένη για την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια που «ξεμπλόκαρε» και προσεχώς θα φθάσει στο Κίεβο, o Πολωνός πρόεδρος, Αντρέι Ντούντα, έρχεται να δηλώσει πως η χώρα του είναι «έτοιμη» να φιλοξενήσει πυρηνικά όπλα του ΝΑΤΟ στο έδαφός της.

«Δείχνοντας» σε περαιτέρω στρατιωτικοποίηση του Καλίνινγκραντ και στα τακτικά πυρηνικά όπλα που έχει «στείλει» ο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Λευκορωσία του συμμάχου του Αλεξάντερ Λουκασένκο, ο Αντρέι Ντούντα εμφανίζεται να ασκεί πιέσεις για συμμετοχή της Πολωνίας στο ΝΑΤΟϊκό πρόγραμμα πυρηνικής αποτροπής, και κατά δήλωσή του οι πολωνικές αρχές βρίσκονται σε σχετικές συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Εάν οι σύμμαχοί μας αποφασίσουν να αναπτύξουν πυρηνικά όπλα στο έδαφός μας στο πλαίσιο του διαμοιρασμού των πυρηνικών όπλων, προκειμένου να ενισχύσουν την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, είμαστε έτοιμοι», ανέφερε ο Πολωνός πρόεδρος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Fakt αμέσως μετά την επιστροφή του από επίσκεψη στη Νέα Υόρκη.

Η Πολωνία, μέλος του ΝΑΤΟ και εκ των πλέον ένθερμων υποστηρικτών της Ουκρανίας, μοιράζεται σύνορα τόσο με τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ, όσο και με τη Λευκορωσία, σύμμαχο της Μόσχας. Το Καλίνινγκραντ αποκόπηκε γεωγραφικά από τη Ρωσία όταν η Λιθουανία έγινε ανεξάρτητη κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.

Τακτικά πυρηνικά όπλα «βγήκαν» τον Ιούνιο του 2023 εκτός ρωσικής επικράτειας για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ‘90, όταν το Κρεμλίνο «κληρονόμησε» το οπλοστάσιο της Σοβιετικής Ένωσης, με τα πυρηνικά όπλα που «στάθμευαν» στη Λευκορωσία, την Ουκρανία και το Καζακστάν να μεταφέρονται στη Μόσχα με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφαλείας που έλαβαν τα τρία νεότευκτα ανεξάρτητα κράτη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και τη Βρετανία.

Αναλυτές είχαν υποβαθμίσει ενδεχόμενο να επηρεαστεί η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, άλλωστε η χώρα βρισκόταν ήδη εντός της εμβέλειας του πυρηνικού οπλοστασίου του Κρεμλίνου. Επίσης, η Ρωσία διέθετε ήδη πυρηνικά στο Καλίνινγκραντ, και δεν θεωρήθηκε ότι ανακτά κάποιο τακτικό ή στρατηγικό πλεονέκτημα με την εγκατάστασή τους στη Λευκορωσία. Ήταν περισσότερο ένα προειδοποιητικό «μήνυμα» Πούτιν προς τη Δύση και το ΝΑΤΟ, με στόχο να μπει φρένο στη στρατιωτική στήριξη του Κιέβου.

Από την πρώτη κιόλας ημέρα της εισβολής στο ουκρανικό έδαφος, και κάθε φορά που τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς για την ίδια στο πεδίο της μάχης, το Κρεμλίνο απειλεί τη Δύση επισείοντας τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου.

Τη δεδομένη στιγμή, είναι ο ουκρανικός στρατός που βρίσκεται σε πιο επισφαλή θέση· όχι πλέον στην αντεπίθεση, αλλά εξαντλημένος και δίχως επαρκή πυρομαχικά και αεράμυνα, πασχίζει να κρατήσει το μέτωπο και να επιβραδύνει ρωσικές προελάσεις στα ανατολικά. Εξοργισμένη, ωστόσο, η Μόσχα για την ζωτικής σημασίας στρατιωτική βοήθεια που τελικά θα φθάσει στο Κίεβο από την Ουάσινγκτον, επανήλθε χθες στις απειλές περί κινδύνου άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Δύση και πυρηνικού πολέμου.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, προειδοποίησε ότι η υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και της Γαλλίας προς την Ουκρανία έχει εντείνει τον κίνδυνο άμεσης σύγκρουσης μεταξύ των μεγαλύτερων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου. Κατά τον Λαβρόφ, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν αποκτήσει εμμονή με την ιδέα να προκαλέσουν «στρατηγική ήττα» στη Ρωσία, και η συνολικά η Δύση επιδίδεται σε μία «επικίνδυνη ακροβασία».

Για αυτό καθαυτό το πακέτο αμερικανικής βοήθειας ύψους 61 δισ. δολαρίων, το οποίο εγκρίθηκε το Σαββατοκύριακο έπειτα από πολύμηνο θρίλερ στη Βουλή των Αντιπροσώπων που άφησε εκτεθειμένη την ουκρανική άμυνα, η Μόσχα υποστηρίζει ότι δεν θα αλλάξει η τρέχουσα δυναμική στο πεδίο. Όσο για την Πολωνία, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, δηλώνει: «Ο στρατός θα αναλύσει την κατάσταση. Εάν αυτά τα σχέδια υλοποιηθούν, φυσικά θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα ανταποδοτικά μέτρα για την ασφάλειά μας».

Ο Ντούντα δεν έκανε αναφορά σε ποια πολωνικά αεροσκάφη θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά πυρηνικών κεφαλών. Τον Ιανουάριο του 2020 η Πολωνία είχε συνάψει, πάντως, συμφωνία ύψους 4,6 δισ. δολαρίων για την απόκτηση 32 μαχητικών αεροσκαφών F-35A Lightning II από τις ΗΠΑ.

Στη Βαρσοβία, την ίδια στιγμή, ήταν σαφείς οι αιχμές που άφησε ο πρωθυπουργός, Ντόναλντ Τουσκ, κατά του Αντρέι Ντούντα για τη δήλωση στην οποία προχώρησε δίχως να έχει προηγηθεί όπως φάνηκε καμία συνεννόηση. Στο πολιτικό σύστημα της Πολωνίας, ο πρόεδρος είναι ο ανώτατος διοικητής του στρατού, αλλά δεν έχει την πολιτική εξουσία να αποφασίσει εάν η χώρα θα ενταχθεί σε διεθνή αμυντικά προγράμματα. Ο ίδιος ο Ντούντα υποστηρίζεται από το εθνικιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), το οποίο και ανέτρεψε ο Τουσκ με την εκλογή του τον περασμένο Δεκέμβριο, η οποία και σηματοδότησε την «επιστροφή» της Πολωνίας στην Ευρώπη.

«Πρώτιστο μέλημά μου είναι η ασφάλεια της Πολωνίας και το να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα εξοπλισμένη. Θα επιθυμούσα όμως οι όποιες πιθανές πρωτοβουλίες να είναι, πάνω απ’ όλα, πολύ καλά προετοιμασμένες από εκείνους που είναι υπεύθυνοι γι’ αυτές και [θα ήθελα] όλοι μας να είμαστε απολύτως θετικοί ότι τις θέλουμε», ανέφερε ο Τουσκ. Χαρακτήρισε εξαιρετικής βαρύτητας το ζήτημα, προσθέτοντας: «Θα ήθελα να γνωρίζω όλες τις συνθήκες που οδήγησαν τον πρόεδρο να προβεί σε αυτή τη δήλωση».

Οι επαφές του Πολωνού προέδρου στη Νέα Υόρκη περιλάμβαναν συνάντηση και με τον Ντόναλντ Τραμπ. Τον Μάρτιο είχε επισκεφθεί την Ουάσινγκτον, όπου έγινε δεκτός από τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Στη Βαρσοβία υποδέχεται, εν τω μεταξύ, σήμερα ο Ντόναλντ Τουσκ τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, και τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ρίσι Σούνακ, επισημαίνοντας ότι οι επισκέψεις έρχονται στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης προσπάθειάς του να «ανοικοδομήσει» και να «επεκτείνει» τη θέση της Πολωνίας στην πολιτική ασφαλείας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Γαλλία είναι οι τρεις πυρηνικές δυνάμεις εντός του ΝΑΤΟ. Σήμερα, οι ΗΠΑ διατηρούν τακτικά πυρηνικά όπλα -βόμβες Β61 με ισχύ από 0,3 έως 170 χιλιοτόνους- σε έξι βάσεις σε πέντε κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ: Στο Βέλγιο (Κλάιν Μπρόγκελ), τη Γερμανία (στο Μπύχελ στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτο), την Ιταλία όπου και υπάρχουν δύο βάσεις σε Αβιάνο και Γκέντι, την Ολλανδία (Βόλκελ), και στη βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στέιτ Ντιπάρτμεντ: “Δεν υπάρχουν ενδείξεις” ότι η Ρωσία ετοιμάζεται να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα

Συνάντηση για τα πυρηνικά όπλα με συμμετοχές από ΗΠΑ, Κίνα, Γαλλία, Ρωσία, Ηνωμένο Βασίλειο

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ